You are currently viewing Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη*: Φανή Κεχαγιά Ομηρία, εκδόσεις Έξη, μυθιστόρημα 2023, σ. 440.

Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη*: Φανή Κεχαγιά Ομηρία, εκδόσεις Έξη, μυθιστόρημα 2023, σ. 440.

                         

                                                  

«Προτού αποθάνω, να ζήσω» (Ομηρία, σ. 363).

 

Η συγγραφέας Φανή Κεχαγιά παρουσιάζει το δεύτερο μυθιστόρημά της με τίτλο Ομηρία (εκδόσεις Έξη, 2023), με το οποίο μας μεταφέρει στη Μακεδονία και μάλιστα στα πάτρια εδάφη των Σερρών στις αρχές του περασμένου αιώνα. Μέσα από τα τραύματα και τα πάθη των ηρώων της μας αφηγείται με συγκλονιστικό τρόπο την ανείπωτη και άγνωστη για τους περισσότερους από μας, ιστορία του στυγερού και αδιανόητου ξεριζωμού των κατοίκων της Τζουμαγιάς Σερρών, οι οποίοι πιάστηκαν όμηροι των Βουλγάρων και σύρθηκαν με βία εγκαταλείποντας το βιος και τα πατρογονικά τους, για να μεταφερθούν κάτω από απάνθρωπες και βάναυσες συνθήκες στο Ποζάρεβιτς της Σερβίας. Ένα αποτρόπαιο εγχείρημα, όπου ο παραλογισμός του πολέμου έφτασε σε ακραίες εκφάνσεις.

Η Ομηρία είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα που με φόντο την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων και τη βουλγαρική κατοχή εστιάζει σε μικροϊστορικά δεδομένα που σκιαγραφούν τις ζωές, τη μοίρα και τη βιωματική εμπειρία των απλών ανθρώπων, των ατόμων και της ομάδας των κατοίκων της Τζουμαγιάς στη δίνη του πολέμου και της αιχμαλωσίας, όπου, παράλληλα με τα στοιχεία ιστορικής μνήμης και τραυματικών βιωμάτων των ηρώων της, καταθέτει επίσης ερωτήματα, προβληματισμούς, στοχασμούς και αναστοχασμούς για τη βαρβαρότητα του ανθρώπου, αλλά και το κουράγιο και τον αγώνα του να αντεπεξέλθει. Το βιβλίο γράφτηκε μετά από ενδελεχή έρευνα και μελέτη γραπτών ντοκουμέντων, ενώ επίσης αντλήθηκαν πληροφορίες από μαρτυρίες, αφηγήσεις και προσωπικά αρχεία τρίτων. Η Φανή Κεχαγιά, μέσα από την αναζωπύρωση της ιστορικής μνήμης με τη φαντασία και τον λογοτεχνικό οίστρο της, μας μεταφέρει στη συνθήκη της τραυματικής ομηρίας των Τζουμαγιωτών, προσφέροντάς μας βιωματική αναγνωστική εμπειρία καθώς και ερεθίσματα αναστοχασμού σχετικά με την ανθρώπινη έκφραση κυριαρχίας και βαρβαρότητας, αλλά και την καταδυνάστευση της γυναίκας και τον αγώνα της ν’ αγαπηθεί και να ζήσει εν ισοτιμία κι ελευθερία.

Η ομηρία των Τζουμαγιωτών σκιαγραφείται μέσα από την αφήγηση της ζωής, του δράματος, της απαντοχής και του αγώνα της κεντρικής ηρωίδας, της Αννούς και της πατρικής της οικογένειας. Κόρη του Βλάχου μεγαλέμπορου Σάντρου Ράσκου, είχε ήδη ξεριζωθεί δυο φορές, αρχικά από την Τζουμαγιά, απ’ όπου έφυγε κρυφά με τον Τούρκο Φουρκάν για να μπορέσουν να ζήσουν μαζί, και τη δεύτερη φορά από το Καβακλί της Ανατολικής Θράκης, όπου είχαν στήσει το σπιτικό τους και απ’ όπου κυνηγήθηκε βάναυσα.

Η όλη πλοκή του βιβλίου εκτυλίσσεται μέσα από τέσσερα κεφάλαια στα οποία λογοτεχνικά μότο που συνομιλούν με το κείμενο εισάγουν τον αναγνώστη στο περιεχόμενο. Στο πρώτο κεφάλαιο «Τα Βαλκάνια», δίνεται μια εισαγωγική εικόνα της πολυπολιτισμικότητας και της πολιτικοκοινωνικής αστάθειας στην τουρκοκρατούμενη περιοχή και η συνθήκη των ηρώων λίγο πριν από την ομηρία. Το δεύτερο κεφάλαιο «Ο ξεριζωμός» αφορά την ομηρία και τη διαδρομή των ομήρων κάτω από άθλιες και αντίξοες συνθήκες προς το Ποζάρεβιτς της Σερβίας. Το τρίτο κεφάλαιο «Η εγκατάσταση» αναφέρεται στις προσπάθειες των ομήρων να προσαρμοστούν στον νέο τόπο και το τέταρτο κεφάλαιο «Η επιστροφή» στις κακουχίες και στην προσπάθεια των αποδεκατισμένων Τζουμαγιωτών να επιστρέψουν καθώς και στον αγώνα τους να αναστήσουν τον τόπο τους και να ξαναχτίσουν τα σπιτικά τους. Πώς θα είναι η επιστροφή άραγε; Ποιοι επιβίωσαν, Πόσοι χάθηκαν στον δρόμο της επιστροφής; Πόσοι θα επιστρέψουν; Πως θα χτίσουν τις ζωές τους στα συντρίμμια;

Το μυθιστόρημα αρχίζει με το σπαραχτικό απόσπασμα «Μεράκ έτμε, ασκίμ*», όπου η Αννού, η κεντρική ηρωίδα, καταφτάνει στην Τζουμαγιά λίγο πριν την ομηρία, κυνηγημένη από τους Νεότουρκους που είχαν σκοτώσει τον άνδρα της, τη βίασαν και άρπαξαν το παιδί της.  Ενώ στο τελευταίο απόσπασμα με τίτλο «Αλήθεια για όνειρο», πετυχαίνεται με εύσχημο τρόπο η επανασύνδεση με το πρώτο απόσπασμα και με την ανεπούλωτη πληγή της Αννούς για τον χαμένο της γιο. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση συγκλονίζει με τον ασθματικό και ποιητικό λόγο της ηρωίδας, όπου η καταιγιστική έκφραση του μητρικού πόνου και της μητρικής συντριβής και αγωνίας συγκινούν και συναρπάζουν τον αναγνώστη.

 

«Τότες εμέ, η θύμηση απ’  του Μουζντάτ το τραχύ όργωμα μ’ άδραξε κι ένα όχι κι ένα νισάφι με θέριεψε, γιατί τη φορά τούτη δεν είχα λαχτάρα και καημό τον Σάντρο μου να σώσω, και τ’ άγριο άλογο, που μέσα μ’  από πάντα ήξευρα πως φώλιαζε κι ήσυχα ρουθούνιζε μ’  αδημονιά να βρεθεί ώρα να τ’ αμολύκω λεύτερο να καλπάσει, ήρθε και φρούμαξε κι ολόρθο μεμιάς στα δυο ποδάρια του τινάχτηκε και τότες, α τότες εγώ τα δόντια μ’  στ’ αυτί του Ρίζου με λύσσα έμπηξα και μαζί μ’  ορμή και το γόνατο στα πετρωμέν’  αχαμνά του. Και γίνηκ’  ο Ρίζος δυο κάτια με το ’να χέρι στ’ αυτί και τ’  άλλο στον καβάλο, και σαν ο πόνος να τον ξεμάνισε, γιατί παράμερα μαζεύτηκε» (σ. 330).

 

Την Αννού πλαισιώνουν οι γονείς της, άλλες γυναίκες στον οικογενειακό περίγυρο και πολλοί άλλοι, όπως ο Ρίζος που είναι αθεράπευτα ερωτευμένος μαζί της και ο Βέργος, στο πρόσωπο του οποίου ξανανιώθει τον έρωτα και μαζί του ολοκληρώνεται ως γυναίκα και ενεργός πολίτης. Εντυπωσιακή είναι η δόμηση και η σκιαγράφηση των χαρακτήρων των ηρώων, που πείθουν τον αναγνώστη με την αληθοφάνεια και τη ζωντάνια τους και οι οποίοι αποδίδουν με αριστοτεχνικό τρόπο την τραυματική συνθήκη που βιώνουν οι εκπατρισμένοι και τις προσπάθειές τους ν’ αντέξουν και να αντεπεξέλθουν.

Το ύφος και οι εναλλαγές του ανάλογα με τον αφηγητή και τον ήρωα εντυπωσιάζουν. Το εύσχημο δέσιμο της μυθοπλασίας με το πλούσιο διακείμενο και το πλέξιμο των λογοτεχνικών αποσπασμάτων από τον Τολστόι μέχρι τον Παπαδιαμάντη, τα άγνωστα δημοτικά τραγούδια και τη Μελισσάνθη, με τον ιδιότυπο λόγο και την άρτια γραφή της Κεχαγιά αποδίδουν το κοινωνικοπολιτισμικό κλίμα της εποχής, εντείνοντας την αναγνωστική απόλαυση.

Η τριτοπρόσωπη αφήγηση για τα ιστορικά γεγονότα του τόπου και της χώρας, σε συνδυασμό με την  την πρωτοπρόσωπη, χειμαρρώδη και καταιγιστική αφήγηση της Αννούς, ως μια βιωματική και άμεση εσωτερική καταγραφή του αποτρόπαιου πολεμικού εγκλήματος κατά μιας ολόκληρης κοινωνίας αόπλων ανθρώπων, κερδίζουν τον θαυμασμό του αναγνώστη κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του. Η γλαφυρότητα και η υπέροχη ροή του λόγου, η ποιητικότητα, ο ρυθμός και η μελωδία των αποσπασμάτων της βιωματικής αφήγησης της κύριας ηρωίδας και γενικά η χρήση του τοπικού ιδιώματος, διανθισμένου με τούρκικες και βλάχικες λέξεις και εκφράσεις, αποτελούν τα δυνατά στοιχεία του βιβλίου. Η πολυγλωσσία που χρησιμοποιείται αντικατοπτρίζει την πολυπολιτισμικότητα επί τουρκοκρατίας. Η ντοπιολαλιά διανθίζεται με λέξεις και φράσεις της βλάχικης και της τουρκικής γλώσσας, το τσιγγάνικο ιδίωμα, αλλά και αυτό  των κουτσαβάκηδων. Είναι εκπληκτική η προσαρμογή της γλώσσας και του ύφους στην πολιτισμική ατμόσφαιρα και τη συνθήκη των ηρώων μέσα από τη γλώσσα που χρησιμοποιεί η συγγραφέας.

Ένα από τα πιο δυνατά στοιχεία του βιβλίου είναι η ανάδειξη του γυναικείου ζητήματος. Η Κεχαγιά αποδίδει με αριστοτεχνικό τρόπο την οδυνηρή θέση της γυναίκας εκείνης της εποχής σε καιρό πολέμου και ομηρίας, όπου η Αννού κι άλλες γυναίκες βιάζονται ενώ κάποιες καταφεύγουν στην πορνεία για να επιβιώσουν, όπου αρπάζονται βρέφη και παιδιά από τις μητρικές αγκαλιές, όπου η υποταγή στον άνδρα και στη σύναψη συμβατικών γάμων για αυτοπροστασία και προστασία των παιδιών της αποτελεί τη νόρμα της γυναικείας συνθήκης.

 

«Και τότε, α τότε, άφησε ο σκύλος την κοτσίδα και χούφτωσε και με τα δυο φτυαρίσια χέρια του τα στήθια της και τα ζούλαγε και τα μάτωνε με τα νύχια, κράταγε τα μάτια σφαλιστά η μάνα και το στόμα χαρακιά, μον’  τα ρουθούνια της μ’ απανωτούς σπασμούς ανοιγόκλειναν και το μούτρο του σκύλου γιομάτο χοντρούς σβώλους ίδρου ήταν» (σ. 31).

 

Θεωρώ ότι η Ομηρία αφορά σε «γυναικεία γραφή» με τους όρους της Hélène Cixous και του γαλλικού φεμινισμού που μελετά τη σχέση μεταξύ βιολογικού [sex] και κοινωνικού [gender] φύλου δίνοντας έμφαση στο σώμα, στη γυναικεία επιθυμία [desire] και στην ηδονή [jouissance] μέσα από έναν πρωτοποριακό τρόπο γραφής που προβάλλει το αυτοβιογραφικό στοιχείο και την ανάδειξη της φωνής του σώματος μέσα στο κείμενο, ως απάντηση στον φαλλοκεντρισμό, σύμφωνα με  τις θεωρήσεις των Cixous και Irigaray, και της  Kristeva[1]. Η Αννού η κύρια ηρωίδα της Κεχαγιά μέσα από πρωτοπρόσωπη και βιωματική αφήγηση εκφράζει τον αφουγκρασμό του σώματος και της ερωτικής επιθυμίας της, την απαντοχή της και την άμυνά της στους επαναλαμβανόμενους «βιασμούς» που βίωσε, στον αγώνα της για αυτοδιάθεση και βίωση της ερωτικής επιθυμίας, την αντίστασή της στα κοινωνικά στερεότυπα, που την έφερε αντιμέτωπη με την κοινωνία όπου ζούσε και τους γονείς της, την απαντοχή και τον αγώνα της να ανταπεξέλθει στις κακουχίες του πολέμου, αλλά και να μπει στην πρώτη γραμμή στηρίζοντας τους γύρω της μπρος στη δίνη της ομηρίας και της καταπίεσης. Η Αννού θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μια σύγχρονη ακτιβίστρια για το γυναικείο ζήτημα και ν’ αποτελέσει πρότυπο των σύγχρονων καταπιεσμένων και κακοποιημένων γυναικών, πρότυπο μιας χειραφετημένης κι ελεύθερης στην ψυχή γυναικείας περσόνας, που διεκδικεί με σθένος το δικαίωμά της για ερωτική και κοινωνική ελευθερία, ερωτική ζωή και συντροφικότητα.

Ακόμη και ο πλούσιος στοχασμός της συγγραφέα δίνεται μέσα από τη θηλυκή ματιά της κατάφασης και της δίψας για ζωή. Διαβάζουμε π.χ. «Γιατί θαρρώ πως μάλλον ο άνθρωπος ανάγκη το ’χει στο καλό να πιστεύει κι απάνω του να  στυλώνεται» (σ. 121). «Γιασάρ ντεβάμ εντίγιορ, αμπλά (Η ζωή συνεχίζεται, αδελφή)» (σ. 291). «Προτού αποθάνω, να ζήσω» (σ. 363).

Εν κατακλείδι, η Φανή Κεχαγιά με το μυθιστόρημά της Ομηρία αναδεικνύει μια ανείπωτη και σκοτεινή πτυχή της τοπικής ιστορίας των Σερρών στα χρόνια της βουλγαρικής κατοχής, ενώ παράλληλα καταδεικνύει τη γυναικεία καταδυνάστευση αλλά και τη γυναικεία δυναμική, το κουράγιο και το σθένος της γυναίκας να αντεπεξέλθει στις αντίξοες συνθήκες του πολέμου και του ανδρικού σωβινισμού, όπου μέσα από τη φωνή και τους αγώνες της κεντρικής ηρωίδας κυρίως αλλά και των επιζώντων επαναπατρισθέντων ομήρων αναδύεται η δύναμη της ζωής και της αγάπης, του ήθους, των ιδανικών και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Η Ομηρία αποτελεί μια αντιπολεμική κραυγή κι έναν ύμνο στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και στην ισοτιμία, στην αγάπη, στην αλληλεγγύη των ανθρώπων πέρα και πάνω από φύλο, φυλή, εθνικότητα και γενικά ετερότητα, ενώ με το ήθος και τον στοχασμό που πρεσβεύει, με το ύφος, με τη ζωντάνια και αμεσότητα της γλώσσας, την ευρηματικότητα και δεξιοτεχνία στη χρήση γλωσσών και ιδιωμάτων, με την ποιητική, γλαφυρή, τρυφερή, συγκινητική αλλά και τσεκουράτη (όταν επιβαλλόταν) γραφή, σαγηνεύει τον αναγνώστη παρέχοντάς του ιστορική γνώση και ερεθίσματα αναστοχασμού για τα ανθρώπινα, για το δράμα και θαύμα της ζωής.

 

 

 

*ΗΔέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη είναι κλινικός ψυχολόγος, συγγραφέας και μεταφράστρια. Τελευταίο βιβλίο μετάφρασης είναι η ανθολόγηση και μετάφραση ποιημάτων της Κάριν Μπόγιε «Στον πυθμένα των πραγμάτων» και τελευταίο βιβλίο της η ποιητική σύνθεση «με λένε Εύα», Εκδόσεις Μανδραγόρας, 2023.
[1]    .        Ευτέρπη Μήτση, Φύλο, κριτική και λογοτεχνία  http://www.fylopedia.uoa.gr/index.php/%CE%A6%CF%8D%CE%BB%CE%BF_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%84%CE%B5%CF%87%CE%BD%CE%AF%CE%B1

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.