You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ερνστ Γιούνγκερ,  ένας αντιδραστικός ρομαντικός, ένα πνεύμα φαουστικό

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Ερνστ Γιούνγκερ, ένας αντιδραστικός ρομαντικός, ένα πνεύμα φαουστικό

«πίσω από τη μαθηματική λογική των μαχών διαισθάνθηκα το φανταχτερό όνειρο στο οποίο προσφεύγει η ζωή, όταν το φως της ημέρας καταστεί ανιαρό» Περιπετειώδης καρδιά, 1929

 

Ο κίνδυνος, λέει ο Γιούνγκερ σ’ ένα δοκίμιο που έγραψε το 1931, πάνω στην έξαψη, δηλαδή, μιας κοινωνίας και μιας χώρας ηττημένης και απελπισμένης, που βρίσκεται ακριβώς τον αντίποδα της ασφάλειας είναι μια ανακούφιση απέναντι στην πλήξη και τη λογική. Ο πόλεμος είναι αυτός που προσφέρει μια εφήμερη ανάπαυλα σ’ αυτή την αποπνικτική ασφάλεια. Η άλλη διέξοδος – που εξαιτίας της έλλειψής της έχασε η Γερμανία τον πόλεμο – είναι η τεχνολογία: η φωτογραφική μηχανή, «ο καταγραφέας της στιγμής που κάνει την εμφάνισή του ο κίνδυνος», τα γρήγορα αυτοκίνητα, τα αεροπλάνα.

Ο πόλεμος, γράφει ο Γιούνγκερ, «μας σφυρηλάτησε, μας σμίλεψε και μας σκλήρυνε κάνοντάς μας αυτό που είμαστε». Πίστευε πως η αναγέννηση της βαρβαρότητας απελευθερώνει τα αρχέγονα πάθη που καταπνίγονταν από την ειρηνική ζωή. «Το να ζεις σημαίνει να σκοτώνεις». Γι αυτόν ο πόλεμος δεν προμηνούσε την παρακμή της Δύσης αλλά αντίθετα έφερνε την πολιτιστική ανανέωση.

Ωστόσο πολύ αργότερα μετά το Στάλινγκραντ ο Γιούνγκερ έκπληκτος διαπιστώνει πως ούτε ο Κλαούζεβιτς θα μπορούσε να φανταστεί το πόσο απόλυτος είχε γίνει ο πόλεμος… «ένας πόλεμος μεταξύ κρατών, μεταξύ λαών, μεταξύ πολιτών και μεταξύ θρησκειών, ο οποίος πλέον έχει αγγίξει τη ζωολογική εξολόθρευση». Μπορεί να ακούγεται πως πολεμά τον εαυτό του, αλλά αν συμβαίνει κάτι τέτοιο συμβαίνει γιατί έχει εγκαταλείψει από το 1933 κιόλας την πολιτική τουλάχιστον με την ένταση και το πάθος της δεκαετίας του 1920.

Ο Γιούνγκερ πολιτικά ήταν ρομαντικός μ’ έναν αντιδραστικό τρόπο. Δεν ενέκρινε τα κόμματα και την λειτουργία τους γιατί εμπόδιζαν την απρόσκοπτη ανάπτυξη της τεχνολογίας επιθυμώντας την κατάργησή τους. Αντικοινοβουλευτικός επομένως και αντιδημοκρατικός περιφρονούσε ‘τις μάζες’ και καλλιεργούσε το μύθο μιας χαρισματικής ελίτ της κοινότητας των χαρακωμάτων, που προεικόνιζε μια ευρύτερη εθνική αυταρχική κοινότητα», υποστηρίζει ο Τζέφρυ Χερφ στη μελέτη του για τον Αντιδραστικό Μοντερνισμό, τεχνολογία, κουλτούρα και πολιτική στη Βαϊμάρη και το Τρίτο Ράιχ, στο οποίο αφιερώνει ένα κεφάλαιο στον Γιούνγκερ και πολλές διάσπαρτες αναφορές. Ο μεταπολεμικός Γιούνγκερ πίστευε σ’ έναν επαναστατικό εθνικισμό που αποστολή του είχε ένα διμέτωπο αγώνα στον φιλελευθερισμό και το συντηρητισμό.

Ο εθνικισμός [πάντοτε παρόν άλλωστε- είναι πάντα εδώ] κατατρώει τις σάρκες του έθνους, εκτρέφει ακροδεξιά σύνδρομα, ρατσιστικά αντανακλαστικά, υποστηρίζει πολιτικές εκτροπές, αυταρχικά καθεστώτα όπως και τη δημιουργία μύθων, την εχθρότητα, τις ταξικές συγκρούσεις.

Κατασκευαστής τέτοιων μύθων ήταν κι ο Γιούνγκερ και σίγουρα όχι κοινωνικός αναλυτής.

 

Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν πίστευε  πως ο Γιούνγκερ μετατρέπει τη θέση «η τέχνη για την τέχνη» σε «η παραγωγή για την παραγωγή και την καταστροφή για την καταστροφή», δεδομένου μάλιστα πως ο πόλεμος γι αυτόν ήταν αυτοσκοπός. Δηλαδή, λέει ο Μπένγιαμιν πως η λατρεία του πολέμου δεν είναι τίποτα άλλο από την μεταφορά των αρχών της «τέχνης για την τέχνη» στον ίδιο τον πόλεμο. Άλλωστε οι ιδέες που αναπτύσσει ο Γιούνγκερ στο πολύκροτο δοκίμιό του Ο Εργάτης οδήγησαν τον Μπένγιαμιν να γράψει για την ‘αισθητικοποίηση της πολιτικής’ και τους διανοούμενους της Δεξιάς που έστειλε κάποιους σαν τον Πάουντ, τον Σελίν, τον Ντ’ Αννούντσιο, τον Μαρινέτι [«ο πόλεμος μοναδική υγεία του κόσμου»] στην αγκαλιά της δεξιάς μοντερνιστικής πρωτοπορίας και στη συνέχεια στον φασισμό.

Ο Παρασκευάς Ματάλας στη διεξοδική ΄και ενδελεχή μελέτη του Κοσμοπολίτες και Εθνικιστές, ο Μωρίς Μπαρρές και οι ανά τον κόσμο ‘μαθητές’ του συγκαταλέγει τον Γιούνγκερ σ’ αυτή το χορεία των εκλεκτών μια άτυπη διαχρονική ελίτ δηλαδή. Εξάλλου ο ίδιος υπερηφανεύεται για το ότι διάβασε ως νεαρός στρατιώτης αυτόν «τον πατέρα του σύγχρονου πνευματικού εθνικισμού» και παραδέχεται  πως έγινε εθνικιστής κάτω από την επίδραση της Γαλλίας και ιδιαίτερα των βιβλίων του Μπαρρές στα οποία εντρύφησε μετά το Μεγάλο Πόλεμο. Η περιέργεια και η λατρεία του για την περιπέτεια τον οδήγησε στη Λεγεώνα των Ξένων.

Απερίφραστα δήλωνε σε εφημερίδα το 1926: « Ναι, προτιμάμε μια φασιστική Γαλλία από μια δημοκρατική Γαλλία, ναι, προτιμάμε τη Γαλλία του Μωρίς Μπαρρές, από εκείνη του Μπαρμπύς γιατί ανάμεσα στους βετεράνους του μετώπου θα υπάρχει μεγαλύτερη αξιοπρέπεια και ασφάλεια παρά ανάμεσα στους δικηγόρος και τους λογοτέχνες».

Για τον Γιούνγκερ «ο Μεγάλος Πόλεμος αποτελείται από «ξαφνικές εκρήξεις  αισθησιασμού» και η βία του προκαλεί μία «οξυμένη ανδροπρεπή λατρεία που επιφέρει μια τροποποίηση μεταξύ των φύλων». Βιώθηκε από τους στρατιώτες, προσθέτει ο Γιούνγκερ, σαν μία φιλήδονη εμπειρία, «νύχτα τη νύχτα, στον αστερισμό του ξέφρενου Έρωτα». Η σύγκρουση με τον εχθρό είναι πηγή ‘έκστασης’, δηλαδή οργασμός, «μια φρενίτιδα δίχως έγνοια, δίχως όρια, συγκρίσιμη μόνο με τις δυνάμεις της φύσης. Ο άντρας, τότε, μοιάζει με καταιγίδα που μουγκρίζει, με μανιασμένη θάλασσα, με βροντή», υπογραμμίζει ο Έντσο Τραβέρσο στο Διά πυρός και σιδήρου, περί του Ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου 1914-1945.

Ο Γιούνγκερ έγραψε και δημοσίευσε περισσότερα από 50 βιβλία.

Στο «Θύελλες από ατσάλι», [«In Stahlgewittern»], το 1920, περιγράφει τις εμπειρίες του από τον πόλεμο και στην ουσία, αποτελεί το ημερολόγιό του και εξυμνεί τη βία του πολέμου και την ουσία της συγκρούσεως σε εθνικό επίπεδο. Το έργο αυτό, τον κατέστησε αμέσως στο κέντρο ενδιαφέροντος της γερμανικής λογοτεχνίας.

Διηγούμενος στις σελίδες του βιβλίου, τι τον ενέπνευσε ως νεαρό εθελοντή μαζί με τους άλλους εθελοντές στο ξεκίνημα εκείνου του πολέμου, γράφει «… Εγκαταλείψαμε τις αίθουσες διαλέξεων, τα σχολικά θρανία και τον πάγκο της δουλειάς μέσα σε λίγες εβδομάδες εκπαίδευσης και γίναμε όλοι ένα σώμα, τρανό κι ενθουσιασμένο. Είχαμε ανδρωθεί σ’ ένα κλίμα ασφάλειας και στα στήθη μας φώλιαζε ο πόθος για το ασύνηθες, για τον μεγάλο κίνδυνο. Τότε, μας μάγεψε ο πόλεμος όπως το μεθύσι. Πορευτήκαμε σε μια βροχή από άνθη, μεθυσμένοι από τα τριαντάφυλλα και το αίμα. Άλλωστε ο πόλεμος έπρεπε να μας φέρει κάτι μεγάλο, ισχυρό, πανηγυρικό. Mας φάνηκε ως ένα ανδρικό κατόρθωμα, μια εύθυμη μάχη τυφεκιοφόρων σ’ ανθισμένα λιβάδια ποτισμένα μ’ αίμα. Δεν υπάρχει πιο ωραίος θάνατος σ’ αυτόν τον κόσμο… Ω! αρκεί μονάχα να μην παραμείνουμε στο σπίτι, φθάνει μόνο να μπορέσουμε να συμμετέχουμε….».

Στον Εργάτη [Der Arbeiter, 1932] αναλύει τις απόψεις του για μια πλήρως κινητοποιημένη κοινωνία που θα καθοδηγείται από πολεμιστές-εργάτες-διανοούμενους. Αυτά τα δύο βιβλία τον έκαναν δημοφιλή σε κοινό και ομότεχνους. Κέρδισε μάλιστα τη φιλία και την επιδοκιμασία του Χάιντεγκερ και του Καρλ Σμιτ. Ωστόσο απέφυγε να ενταχθεί στο εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα αν και του έγιναν πολλές και επίμονες προτάσεις.

 

Ολίγα χρονολογικά και άλλα:

 

Πρωτότοκος από επτά τέκνα ενός χημικού και φαρμακοποιού από την Κάτω Σαξωνία ο Γιούνγκερ γεννήθηκε το 1895 στη Χαϊδελβέργη, στον αστερισμό του Κριού. Ζει άνετα και ευτυχισμένα παιδικά χρόνια στο Αννόβερο και οξύνει τη φαντασία του με Ιούλιο Βερν, Καρλ Μέι, Κόμη Μοντεχρήστο, Έντγκαρ Άλαν Πόε. Η ένταξή του στα  «Ταξιδιάρικα Πουλιά» κίνηση της γερμανικής προπολεμικής νεολαίας που ωθεί τα παιδιά στην ταξιδιωτική κουλτούρα και την έρευνα της παράδοσης τον σπρώχνει από νωρίς στο πνεύμα του ρομαντισμού.

Καρπός της εμπειρίας  της Λεγεώνας των Ξένων είναι το βιβλίο Αφρικανικά παιχνίδια

«Υπάρχει κάποια στιγμή στη ζωή, που η καρδιά βλέπει το μυστηριώδες μόνο σε σχέση με το χώρο, κι οτιδήποτε σκοτεινό και άγνωστο ασκεί πάνω της μια ακαταμάχητη έλξη. Έτσι, ο Χέρμπερτ Μπέργκερ, ο ήρωας του μυθιστορήματος, σκέφτεται να καταταγεί στη Λεγεώνα των ξένων και να πάει στη Βόρεια Αφρική. Σύντομα όμως θα ανακαλύψει ότι η αναζήτηση της περιπέτειας καμία σχέση δεν έχει με ταξίδια. «Είστε ακόμα πολύ νέος», θα του πουν, «για να ξέρετε ότι ζείτε σ έναν κόσμο, απ’ τον οποίο δεν μπορείτε να ξεφύγετε».

«Τελευταίο συναισθηματικό ταξίδι» το αποκάλεσε ο Γιούνγκερ όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο το 1936.

 

Με την απόκτηση του μπακαλορεά επιστρατεύεται εθελοντικά στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο από τον πρώτο κιόλας χρόνο του. Μάχεται στο μέτωπο της Γαλλίας. Κρατά ημερολόγιο.

«Μολονότι ζαρώναμε από φόβο μέσα στους κρατήρες των οβίδων, συνεχίζαμε να πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος είναι δυνατότερος από την ύλη. Αυτό απεδείχθη λάθος.», έγραφε. Όντως, από τότε και έπειτα η «ύλη» μετρούσε περισσότερο από τον ανθρώπινο παράγοντα γι αυτόν.

Το 1916 τραυματίζεται τρεις φορές. Τιμάται με τον Σιδηρούν Σταυρό πρώτης τάξεως. Ακολουθούν κι άλλοι τραυματισμοί αργότερα. Υπολόγισε πως τραυματίστηκε στη διάρκεια του πολέμου «δεκατέσσερις φορές από πυροβολισμούς, οβίδες, χειροβομβίδες». Θα του μείνουν είκοσι ουλές.

Παραμένει και μετά τη λήξη του πολέμου αξιωματικός της Ράιχσβερ ως το 1923.

Οπότε και σπουδάζει ζωολογία και φιλοσοφία στη Λειψία.

Το 1925 παντρεύεται τη Γκρέτα  φον Τσάινσεν με την οποία θα αποκτήσει δύο παιδιά. Θα ζήσει το θάνατο του ενός γιού του κι ύστερα την αυτοκτονία του δεύτερου. Η μητέρα τους θα πεθάνει κι αυτή πριν από αυτόν όπως και η δεύτερη σύζυγός του.

Το 1927 εγκαθίσταται στο Βερολίνο. Γράφει σε εθνικιστικά έντυπα μικρής κυκλοφορίας, ανακατεύεται με εθνικιστικούς κύκλους. Αυτοχαρακτηρίζεται αναρχο-συντηρητικός. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης τον απογοητεύει όπως κι οι πολιτικοί της. Απεχθάνεται το εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα. Μένει μακριά από κάθε μαχητική δραστηριότητα. Σταματά  την πολεμική χρονικογραφία ύστερα από 130 άρθρα. Στους λογοτεχνικούς κύκλους  γνωρίζεται με τον Μπρεχτ, τον Ερνστ Τόλερ κ.ά. Συνδέεται φιλικά με τον ζωγράφο Άλφρεντ Κούμπιν και τον εκδότη Ερνστ Ρόβολτ.

  1. «Σήμερα δεν μπορούμε πια να εργαστούμε από κοινού για τη Γερμανία. Πρέπει να το πράξουμε μεμονωμένα σαν τον άνθρωπο που ανοίγει ένα λαγούμι μέσα στο παρθένο δάσος, με την ελπίδα ότι μέσα στα ρουμάνια κάποιοι άλλοι κάνουν το ίδιο». Διάθεση για απομόνωση, δυσπιστία απέναντι σε κάθε πολιτική στράτευση.
  2. Πρώτα σπέρματα μηδενισμού.
  3. Ανταλλάσσει επιστολές με τον Χάιντεγκερ. Διαβάζει μανιωδώς Νίτσε και Ντοστογιέφσκι.
  4. Ταξιδεύει. Μαρόκο, Αζόρες, Κανάρια νησιά, Βραζιλία.
  5. Διαμονή στο Παρίσι. Γνωριμία με τον Ζιντ και τον Γκρην.
  6. Γράφει σε λίγους μήνες το πρώτο του μυθιστόρημα τις Μαρμάρινες ακτές , όπου μέσα σε οραματικό κλίμα στη φόρμα του μαγικού ρεαλισμού αφηγείται την καταστροφή ενός προηγμένου πολιτισμού από ένα μυστηριώδη και βάρβαρο δικτάτορα τον ‘Μεγάλο δασοφύλακα’, εχθρό του πνεύματος και ενσάρκωση του Κακού. Προσελκύει την μήνι της Γκεστάπο, αλλά ο Χίτλερ δε δίνει συνέχεια επειδή τον απασχολούν τα παγκόσμια προβλήματα.
  7. Ξαναμπαίνει στο στρατό. Τον στέλνουν στη Γαλλία. Στη Σαρλβίλ, γενέτειρα του Ρεμπώ αγοράζει βιβλία του. Είναι απογοητευμένος, σκέφτεται ν’ αυτοκτονήσει ή να παρατήσει «αυτόν τον πόλεμο του Χίτλερ», όπως τον αποκαλεί.

Το 1941 διορίζεται ελεγκτής του πολεμικού ταχυδρομείου στο Παρίσι. Εκεί συναντά  τον Σελίν. Τον καταπλήσσουν τα αντισημιτικά του κείμενα.

Τον επόμενο χρόνο μπαίνει στους παρισινούς λογοτεχνικούς κύκλους. Γνωρίζεται με τους Γκιτρύ, Ζιρωντού, Πωλάν, Ζουαντώ, Κοκτώ με τον τελευταίο λόγω της κοινής τους εμπειρίας  στη χρήση του οπίου.

  1. Εύχεται να πετύχουν οι συνομωσίες εναντίον του Χίτλερ. Το καθεστώς τον υποπτεύεται, τον στέλνουν στο ιταλικό μέτωπο για πειθαρχικούς λόγους. Ολοκληρώνει την ανάγνωση της Βίβλου.

Μετά τον πόλεμο αντιμετωπίστηκε με καχυποψία λόγω του εθνικιστικού του παρελθόντος και έζησε απομονωμένος στο Wilflingen της Νοτίου Γερμανίας, ενώ για τέσσερα χρόνια του απαγορεύτηκε να δημοσιεύει από τις Βρετανικές Δυνάμεις Κατοχής. Αντιμετώπισε επίσης, την εχθρότητα των Γερμανών διανοουμένων λόγω της εθνικιστικής του σκέψης και δράσης, καθώς θεωρήθηκε αντιδραστικός και μιλιταριστής.

Τη δεκαετία του 1950, αποκαταστάθηκε η φήμη του και έγινε αποδεκτός από τη γερμανική και την παγκόσμια λογοτεχνική κοινότητα. Παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του αμφιλεγόμενη προσωπικότητα στα μάτια της μαρξιστικής αριστεράς, τόσο για το εθνικιστικό του παρελθόν, όσο και για το καθοριστικό ρόλο που διαδραμάτισε στη συνέχεια ως συντηρητικός φιλόσοφος. Ένα χρόνο πριν το θάνατο του, ο Γιούνγκερ ασπάστηκε τον Καθολικισμό και συμμετείχε στα Εκκλησιαστικά μυστήρια. Παρά τη διαμάχη και τις φιλονικίες που υπήρχαν γύρω από τη ζωή του, ποτέ δεν μετάνιωσε για τις ενέργειες και τη δράση του, ούτε ανακάλεσε κάτι απ’ όσα έγραψε ή υποστήριξε.

  1. Γυάλινες μέλισσες. Αλλόκοτο μυθιστόρημα με μεταφυσικές προεκτάσεις μεταφερμένο σε πλανητική εποχή όπου η τεχνική και τα αυτόματα περισφίγγουν τον κόσμο.

Στη δεκαετία του 1960 ασχολείται με την οικολογία όταν ακόμη δεν ενδιαφέρει κανέναν.

Το 1964 ταξιδεύει στην Κρήτη. Τα επόμενα χρόνια πραγματοποιεί πολλά ταξίδια.

Το 1970 εκδίδει το Ναρκωτικά και μέθη.

Ένα συναρπαστικό χαρμάνι αποτυπωμένων εμπειριών, γνώσεων πάνω σε θέματα μυθολογικά, ιστορικά, ανθρωπολογικά, θρησκειολογικά. Ένα δοκίμιο που διαβάζεται και σαν μυθιστορηματική βιογραφία και το αντίστροφο. Κάποιος άλλος μπορεί να νομίσει πώς διαβάζει την ιστορία του σύγχρονου Δυτικού πολιτισμού ιδωμένη μέσα από τη μεταμορφωτική οπτική πού υπαγορεύει ή χρήση των ψυχοτρόπων. Στο βάθος-βάθος έχουμε πάντως τους στοχασμούς του συγγραφέα πάνω στη μυητική και δραματική οδό. Ο Γιούνγκερ συναντά τον εφευρέτη του LSD, πειραματίζεται μαζί του, και προσπαθεί να δει σε ποιο βαθμό ορισμένες ουσίες μπορούν να ανοίξουν ένα ρήγμα στον «τοίχο των αντιλήψεών μας», όπως έλεγε ο Άλντους Χάξλεϋ.

Το 1984 παρίσταται μαζί με τον καγκελάριο Κολ και τον πρόεδρο Μιτεράν στο τιμητικό μνημόσυνο για τα θύματα των δύο πολέμων. Ο Μιτεράν του είπε: «Στα χρόνια του Ναπολέοντα θα είχατε γίνει στρατηγός». Έζησε με μεγάλη ικανοποίηση ακόμα και την πτώση του τείχους του Βερολίνου που δε περίμενε να προλάβει.

Αναγορεύεται επίτιμος διδάκτορας σε διάφορα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια.

Το 1995 γιορτάζει τα εκατοστά του γενέθλια.

Πεθαίνει ‘υπερπλήρης’ ημερών τρία χρόνια αργότερα 103 ετών, έχοντας ζήσει σχεδόν ολόκληρο τον εικοστό αιώνα έχοντας πολεμήσει, στοχαστεί, δράσει, αμφισβητηθεί, παρεξηγηθεί, κατηγορηθεί ποικιλοτρόπως παραμένοντας  ένας διανοητής αμφιλεγόμενος, αριστοκρατικής νοοτροπίας.

 

 

ΠΗΓΕΣ:
-JEFFREY HERF, Αντιδραστικός  μοντερνισμός, τεχνολογία, κουλτούρα και πολιτική στη Βαϊμάρη και το τρίτο Ραϊχ, μτφρ. Παρασκευάς Ματάλας, ΠΕΚ, 1996
–  JUNGER ERNST  ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΗ, μτφρ. Κωστή Παπαγιώργη, Ίνδικτος 2003
Παρασκευάς Ματάλας, Κοσμοπολίτες και Εθνικιστές, ο Μωρίς Μπαρρές και οι ανά τον κόσμο ‘μαθητές’ του, ΠΕΚ, 2021
-ENZO TRAVERSO, Διά πυρός και σιδήρου, περί του Ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου 1914-1945, μτφρ. Γιάννης Ευαγγέλου ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ, 2013
-Φωνές από τη Βαϊμάρη, μτφρ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Ύψιλον/ βιβλία, 2011

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.