Ίνγκμαρ Μπέργκμαν: Στην οικογένειά μας είχαμε μια πλούσια θεία που μας έκανε καταπληκτικά χριστουγεννιάτικα δώρα. Την θεωρούσαμε τόσο δική μας που την περιλαμβάναμε ακόμα και στις προσευχές μας πριν κοιμηθούμε. Τα Χριστούγεννα κάτω από τη σκάλα βρισκόταν το καλάθι με τα δέματα, που γέμιζε όλο και περισσότερο. Θα πρέπει να ήμουν εννιά-δέκα χρονών όταν έγινε αυτό που θα σας διηγηθώ. Ανάμεσα στα δώρα της θείας Άννας, που βρίσκονταν μαζί με όλα τα άλλα, ξεχώρισα ένα πακέτο που κάτω του έγραφε «Φόρσνερ». Φυσικά αμέσως κατάλαβα ότι μέσα είχε μια μηχανή προβολής. Επί δύο χρόνια με έτρωγε η επιθυμία να αποκτήσω μία, αλλά με θεωρούσαν πολύ μικρό για ένα τέτοιο δώρο. Ο πατέρας μου ήταν κληρικός και γι’ αυτό δεν παίρναμε ποτέ δώρα την παραμονή των Χριστουγέννων αλλά ανήμερα. Η ανυπομονησία μου ήταν τεράστια. Ε, μπορείτε να φανταστείτε την απογοήτευσή μου όταν διαπίστωσα ότι το δώρο προοριζόταν για τον μεγαλύτερο αδελφό μου – ήταν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος από εμένα˙ αυτός πήρε τη μηχανή προβολής και εγώ ένα αρκουδάκι. Ήταν από τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις της ζωής μου. Γιατί, στο κάτω κάτω, ο αδελφός μου δεν έδινε δεκάρα για τον κινηματογράφο. Είχαμε όμως και οι δυο σωρούς μολυβένια στρατιωτάκια. Έτσι λοιπόν τη δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων, μου πούλησε τη μηχανή προβολής με αντάλλαγμα το μισό μου στρατό˙ από τότε με νικούσε σε όλους τους πολέμους. Εγώ όμως είχα δικιά μου μηχανή προβολής.
Δεν θα ξεχάσω όσο ζω πως ήταν. Έχετε δει ποτέ σας αυτά τα μικρά μηχανήματα; Δεν είναι παρά ένα ψηλό, μαύρο τενεκεδένιο κουτί, με ένα απλό σύστημα φακών, μια λάμπα πετρελαίου και μια καμινάδα από πάνω απ’ όπου έβγαινε λίγος καπνός. Μια από τις λειτουργίες του ήταν να προβάλλει κυκλικές κινηματογραφικές ταινίες μήκους δύο ή τριών μέτρων. Μπορούσες επίσης να προβάλεις σλάιντς. Αυτά ήταν κάτι έγχρωμα γερμανικά σλάιντς φτιαγμένα σε πυρογραφία με την Κοκκινοσκουφίτσα ή τη Χιονάτη, που έμπαιναν μέσα στο σύστημα των φακών. Μπορούσες επίσης να αγοράσεις ταινίες, εκείνες τις παλιές τις άφλεκτες. Η εικόνα ήταν πάρα πολύ μικρή και φωτιζόταν μονάχα από τη λάμπα πετρελαίου…. Ύστερα έφτιαξα ένα σενάριο για όλες τις ταινιούλες που είχαν μαζέψει με τον καιρό, και καθώς τις γύριζα διηγιόμουν τι συνέβαινε.
Με ένα Μεκανό έφτιαξα επίσης κάτι σαν μπομπίνα για τις ταινίες μου που έπαιρνε 50 έως 75 μέτρα ταινίας. Καθόμουν λοιπόν μέσα σε ένα ντουλάπι με εκείνη τη λάμπα πετρελαίου, και γύριζα και ξαναγύριζα την ταινία μου. (Φανταστείτε τι θα γινόταν έτσι κι έπιανε φωτιά! Το σπίτι μας ήταν ξύλινο). Αργότερα ο κινηματογράφος μου εξηλεκτρίστηκε με μια λάμπα 75 βατ, που την προσάρμοσα σε ένα στήριγμα με τέτοιο τρόπο ώστε να έχω καλή εικόνα και να μπορώ να βλέπω από απόσταση περίπου δύο μέτρων… Πρέπει να ήταν η περίοδος 1924-1937…
Δημοσιογράφος: δηλαδή μαζεύατε όλα τα παιδάκια της γειτονιάς για να δούνε;
ΙΜ: Όχι, ήμουν πολύ ντροπαλός για κάτι τέτοιο. Τις περισσότερες φορές με υφίστατο η αδελφή μου. Αραιά και πού, όταν ανέβαζα κάποια παράσταση στο θέατρό μου, ερχόταν και η μητέρα μου. Άλλοι θεατές δεν υπήρχαν. Μόνο όταν έγινα πια δεκαέξι-δεκαεπτά ανέβαζα κάπως μεγαλύτερες παραγωγές… Τα έργα τα δανειζόμουν από το παγκόσμιο θέατρο. Ανέβαζα από τα Ταξίδια του τυχερού Περ και τον Αφέντη Ούλοφ του Στρίντμπεργκ ως το Γαλάζιο Πουλί του Μαίτερλινγκ˙ ο Στρίντμπεργκ δέσποζε στο ρεπερτόριό μου. Κυρίως όμως έπρεπε να είναι θεαματικά έργα που αφήνουν περιθώρια για θεατρικά τεχνάσματα και φωτισμούς…
Όταν φτιάχνω μια δική μου ταινία και δω μία ταινία του Βίλγκοτ Σέμαν ή του Φελίνι, για παράδειγμα, θα κρίνω αυτό που βλέπω μόνο με βάση αυτό που κάνω. Αλλά δεν θα υπάρξει καμιά άμεση σύγκριση. Το κρατώ σε στεγανά. Μερικές φορές κάτι που βιώνεις έντονα σε μια ταινία μπορεί να κάνει τη δική σου να φανεί ανούσια για μια στιγμή. Αυτό όμως το συναίσθημα το έχω πολύ πιο έντονα με την τηλεόραση. Και τότε όλη αυτή η ιστορία με τον κινηματογράφο μου φαίνεται ξαφνικά εντελώς ξεπερασμένη, περιττή. Οι δραματικές αναπαραστάσεις που κατασκευάζουμε δεν μπορούν ποτέ να πλησιάσουν την υποβλητική δύναμη των δραματικών αναπαραστάσεων της τηλεόρασης, την αμεσότητά της, την ικανότητα που έχει να ερεθίζει τη φαντασία… Δεν είμαι κανένας βιβλιοφάγος. Ποτέ δεν ήμουν, κι ούτε θα γίνω. Αλλά καταβροχθίζω ό,τι έχει να κάνει με εικόνες και παραστάσεις. Ό,τι βλέπουμε και ακούμε – η εικόνα και ο ήχος – είναι πράγματα που με επηρεάζουν βαθιά…
Τα παιδικά και νεανικά μου χρόνια το ΄20 και στις αρχές του ’30, μέσα στο περιβάλλον που μεγάλωνα, στο σχολείο που πήγαινα, στον όλο τρόπο ζωής, τα πέρασα υπνοβατώντας θαρρείς. Τίποτα δεν είχε ακόμα αναταράξει το νου μου, τίποτα δεν τον είχε ξυπνήσει. Ήμουν μπερδεμένος συναισθηματικά. Μεγάλωνα σε ένα περιβάλλον πέρα για πέρα απλοϊκό, σε σχέση με τον κόσμο όπου θα ριχνόμουν αργότερα. Έτσι λοιπόν η διανοητική μου πείνα ήταν ολότελα υποσυνείδητη, και ήμουν εντελώς εκτεθειμένος σε οποιαδήποτε δυνατή επιρροή. Πήγαινα σε ένα ιδιωτικό σχολείο και τον περισσότερο καιρό ήμουν άρρωστος ή απουσίαζα. Άλλοτε πάλι έλειπα στη Νταλάρνα, στης γιαγιάς μου. Στο σπίτι κυριαρχούσε μια θεοσεβούμενη ατμόσφαιρα. Τα πάντα εκεί μέσα ήταν πενήντα χρόνια πίσω. Κι εγώ δεν είχα τον μέντορα, τον δάσκαλο, αυτόν που θα με έπαιρνε από το χέρι και θα με καθοδηγούσε. Οι συμμαθητές μου ήταν το ίδιο ανόητοι, αδύναμοι, νωθροί και χαμένοι με εμένα. Δεν υπήρχε το παραμικρό ερέθισμα στο περιβάλλον μας. Φαινομενικά ήταν ένας κόσμος χωρίς προβλήματα. Ουσιαστικά ήταν φοβερά ανασφαλής.