Η νοσοκόμα
«Χρύσα, χρυσό μου, έλα λίγο». Χρύσα χρυσό μου τη φώναζε, από χρυσάφι είσαι φτιαγμένη της έλεγε, μικρό κορίτσι ανάμεσα σε γέρους, αφοσιωμένη, με το χαμόγελο, σε άχαρες δουλειές, πώς αντέχεις; «Έφτασα, κυρία Μένη». «Μένη», της είχε συστηθεί, «από το Μελπομένη, όχι από το εγκαταλειμμένη. Βρίσκομαι εδώ με τη θέλησή μου». Είχε δεθεί ιδιαίτερα μ’ αυτή τη γιαγιά, όχι μόνον επειδή τα είχε τετρακόσια, μολονότι είχε περάσει ήδη τον κάβο των ενενήντα, μα κι επειδή τη σεργιάνιζε συχνά σε εικόνες αλλοτινές.
Μεγαλωμένη η Χρύσα με ανάλογες ιστορίες του παππού της από την Ξάνθη, με την εικόνα του προπάππου της, επιστάτη στα καπνοχώραφα, επιβλητικού, αρχοντικού, πάνω στο άλογο, εικόνα στην οποίαν οφειλόταν και το επίθετο της οικογένειας, Σογιάδης, σα να λέμε άρχοντας, παιδί από σόι, αποτυπωμένη και σε μια μοναδική φωτογραφία, με τα γαλάζια του μάτια, που είχε κι εκείνη κληρονομήσει, με τα σπίτια της συνοικίας Σαμακώβ στο μυαλό της, παρά τις μόλις δυο επισκέψεις στην περιοχή με τους γονείς της, καθώς δεν είχε μείνει πια καμιά περιουσία -ήδη ο παππούς της είχε μεταναστεύσει στην Αθήνα από τα νεανικά του χρόνια-, μεγαλωμένη ωστόσο μ’ αυτές τις μεταφερμένες μνήμες σα να ήταν δικές της, δε δίστασε ούτε στιγμή να υποβάλει αίτηση για τη θέση νοσοκόμας σε οίκο ευγηρίας στην παλιά πόλη της Ξάνθης. Είχε μόλις τελειώσει τη Σχολή και δεν είχε άλλη προϋπηρεσία, πέραν της πρακτικής της, ωστόσο ήλπιζε ότι η θέση δεν θα ήταν περιζήτητη και ότι οι βαθμοί της μαζί με τη συστατική επιστολή από το νοσοκομείο όπου ασκήθηκε θα αρκούσαν για την πρόσληψη. Λαχταρούσε το επαγγελματικό της ξεκίνημα να γίνει στον τόπο για τον οποίον ένιωθε μιαν ανεξήγητη νοσταλγία, σα να είχε ζήσει κι η ίδια εκεί, μακριά από τη φλυαρία της Αθήνας, που δεν της ταίριαζε.
Πρόθυμα έτρεχε η Χρύσα σε όλους τους τροφίμους, νοιαζόταν τους ηλικιωμένους, μάλλον εξαιτίας του αγαπημένου της παππού, όμως η γνωριμία με τη γιαγιά Μένη έκανε ακόμα πιο ευχάριστη την επιλογή της. Αρχοντική, με εμφανή τα ίχνη της παλιάς ομορφιάς, καλοσυνάτη και γλυκότροπη, βολική, χωρίς παράπονα. Τα παιδιά και τα εγγόνια της την έβλεπαν, βέβαια, αλλά πιο πολύ της στεκόταν η Χρύσα, αφού εκείνη την τάιζε, την έπλενε, της έδινε τα φάρμακά της και της έκανε παρέα, τη συνόδευε σε μικρές βόλτες στην αυλή της παλιάς καπναποθήκης, που είχε γίνει οίκος ευγηρίας, την άκουγε και τη συμπονούσε.
Παρακολουθούσε με προσήλωση τις εξιστορήσεις της, τόσο ταιριαστές με τις αφηγήσεις του δικού της παππού σ’ εκείνα τα ίδια μέρη, για τους πλακόστρωτους μαχαλάδες και το ποτάμι, τα σπίτια με τα σαχνισιά, το πολύβουο, πολύχρωμο, προαιώνιο παζάρι, με όλα τα καλά του, για το σπίτι της στη συνοικία Σαμακώβ με τις γλάστρες και το ασβεστωμένο δέντρο, για τη συναναστροφή με τους μουσουλμάνους, μαζί στα καπνά, την πιο σκληρή και σκυφτή δουλειά, για το πώς επεξεργάζονταν τα χρυσόφυλλα, πώς τα στοίβαζαν αρμαθιασμένα στα χαγιάτια, αλλά και για τη βουλγαρική κατοχή, το φόβο και τις διώξεις, για την εκτέλεση των δύο δωσίλογων μετά το λαϊκό δικαστήριο, για όταν, εφηβούλα, έλαβε μέρος στην παρέλαση μετά την απελευθέρωση της πόλης από το ΕΑΜ. Της έλεγε ακόμα για το πώς παντρεύτηκε τον άντρα της με προξενιό, παρότι ήταν ερωτευμένη με άλλον, μόνο που εκείνος ήταν μεγαλύτερος και ήδη παντρεμένος, αλλά όμορφος πολύ.
Μαγευόταν η Χρύσα και δενόταν μαζί της. Μια φορά της αγόρασε από το Σαββατιάτικο παζάρι ένα μαντήλι πολύχρωμο για το λαιμό και γεύτηκε τη βαθιά συγκίνηση της κυρίας Μένης στα μάτια και στα λόγια. «Σ’ ευχαριστώ πολύ, χρυσάφι μου! Θέλω εσύ να με περιποιηθείς και να ετοιμάσεις τα πράγματά μου για τους δικούς μου όταν έρθει η ώρα. Κι αυτό να μου το φορέσεις». «Μη λέτε τέτοια πράγματα. Αυτή η ώρα είναι μακριά». «Ποτέ δεν είναι μακριά αυτή η ώρα, χρυσό μου. Να το ξέρεις αυτό».
Και, πράγματι, δεν ήταν. Έφυγε μια νύχτα ήσυχα στον ύπνο της. «Έσβησε», είπε ο γιατρός. Δεν πέθανε από κάποια αιτία, μόνο που δεν είχε άλλη ζωή μέσα της. Η Χρύσα την έκλαψε σα δική της γιαγιά κι αίφνης αισθάνθηκε μια βαθιά απουσία. Ζήτησε να την πλύνει, να την περιποιηθεί, να τακτοποιήσει τα πράγματά της, για να τα παραδώσει στους δικούς της, όπως κι εκείνη είχε θελήσει. Κι ήταν τότε που σα να τη βρήκε κεραυνός. Η γιαγιά Μένη είχε στο συρτάρι του κομοδίνου της, μαζί μ’ ένα σημείωμα «Για τη Χρύσα», ένα όμορφο κεντημένο μαντήλι και μέσα ένα χρυσό μενταγιόν και τις λέξεις «χρυσάφι για το χρυσάφι μου» γραμμένες στο πίσω μέρος της προσεκτικά τυλιγμένης, ευλαβικά φυλαγμένης, φωτογραφίας του προπάππου της.