Στον καθημερινό μας λόγο, όταν δεν θέλουμε είτε να κατονομάσουμε κάποια πράγματα ως ευκόλως εννοούμενα είτε να επαναλάβουμε ό, τι έχει λεχθεί, χρησιμοποιούμε τη φράση « το και το», που είναι αρχαιοελληνική·
σχηματίστηκε, δε, από την επανάληψη του ουδετέρου γένους του άρθρου ὁ,ἡ,τό,
που σε αρχαιότερους χρόνους χρησίμευε και ως δεικτική αντωνυμία και που διατήρησε και αργότερα την αντωνυμική σημασία σε περιπτώσεις όπως στην προκείμενη.
Αυτή τη φράση την παρουσιάζουμε εδώ σε ένα απόσπασμα από έναν λόγο του μεγαλύτερου ρήτορα της αρχαιότητας, του Δημοσθένη, τον Ὑπὲρ Κτησιφῶντος περὶ τοῦ στεφάνου.
Ο περίφημος αυτός λόγος εκφωνήθηκε από τον ίδιο τον Δημοσθένη στη δίκη που έγινε κατά του φίλου του Κτησιφώντα, στην οποία παρέστη ως συνήγορός του. Τι είχε συμβεί;
Μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π. Χ. ) και την ήττα των Αθηναίων και των συμμάχων τους, των Θηβαίων, από τον Φίλιππο της Μακεδονίας, μάχη που σηματοδοτεί την απώλεια της ελευθερίας των ελληνικών πόλεων, οι Αθηναίοι ανέθεσαν στον Δημοσθένη να πει τον επιτάφιο για τους πεσόντες και να εποπτεύσει την επισκευή των τειχών της πόλης. Για τις υπηρεσίες του και τη συμβολή του στην αποπεράτωση του έργου με δικά του χρήματα, ο δήμος αποφάσισε το 336 π. Χ. με πρόταση του Κτησιφώντα να του απονείμει την ύψιστη τιμή του χρυσού στεφάνου. Την πρόταση αυτή κατήγγειλε ως παράνομη ο πολιτικός και ρήτορας Αισχίνης, ο αντίπαλος του Δημοσθένη και αρχηγός της φιλομακεδονικής παράταξης. Η δίκη αναβλήθηκε και κρίθηκε αργότερα, το 330 π. Χ., παρουσίασε, δε, τόσο μεγάλο ενδιαφέρον, που εκείνη την ημέρα συνέρρευσαν ακροατές απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας. Το δικαστήριο δικαίωσε τον Δημοσθένη, και ο Αισχίνης, καθώς δεν πήρε ούτε το ένα πέμπτο των ψήφων, αναγκάστηκε να φύγει από την Αθήνα.
Η πιο σημαντική κατηγορία του Αισχίνη ‒ σώζεται και ο δικός του λόγος, ο Κατὰ Κτησιφῶντος ‒ ήταν πως ο Δημοσθένης δεν ωφέλησε ποτέ την πατρίδα. Αντικρούοντας τους ισχυρισμούς τού αντιπάλου του, ο Δημοσθένης είχε την ευκαιρία να απολογηθεί δίνοντας μια συνολική εικόνα της όλης πολιτείας του και του αγώνα του κατά των Μακεδόνων.
Σε κάποιο σημείο λοιπόν του λόγου του, ο Δημοσθένης επιτίθεται με σφοδρότητα κατά του Αισχίνη και με βαρύτατους χαρακτηρισμούς. Τον αποκαλεί συκοφάντη, πονηρή αλεπού, ανθρωπάριο, φαντασμένη μαϊμού, κίβδηλο ρήτορα. Και ρωτά: « Σε τι ωφέλησε την πατρίδα η δική σου ευγλωττία; Τώρα μας μιλάς για τα περασμένα;» Παραθέτουμε τη συνέχεια στο πρωτότυπο:
Ὥσπερ ἂν εἴ τις ἰατρὸς ἀσθενοῦσι μὲν τοῖς κάμνουσιν εἰσιὼν
μὴ λέγοι μηδὲ δεικνύοι δι’ ὧν ἀποφεύξονται τὴν νόσον,
ἐπειδὴ δὲ τελευτήσειέ τις αὐτῶν καὶ τὰ νομιζόμεν’
αὐτῷ φέροιτο, ἀκολουθῶν ἐπὶ τὸ μνῆμα διεξίοι·
«Εἰ τὸ καὶ τὸ ἐποίησεν ἅνθρωπος οὑτοσί, οὐκ ἂν ἀπέθανεν».
Ἐμβρόντητε,* εἶτα νῦν λέγεις;
Σε μετάφραση
Κάνεις σαν έναν γιατρό που, επισκεπτόμενος τους ασθενείς που έχουν τις δυνάμεις τους εξαντλημένες, δεν τους λέει ούτε τους υποδεικνύει τα μέσα με τα οποία θα ξεπεράσουν την αρρώστια τους, μα σαν πεθάνει κάποιος απ’ αυτούς και του γίνονται οι επικήδειες τελετές, ακολουθώντας η αφεντιά του προς το μνήμα, εξηγεί αναλυτικά: « Εάν τούτος δω ο άνθρωπος έκανε το και το, δεν θα πέθαινε». Βρε βαρεμένε στο μυαλό, τώρα λοιπόν τα λες;
Για τον λόγο αυτό του Δημοσθένη ένας μεγάλος φιλόλογος έγραψε ότι «είναι το αριστούργημα της ρητορικής του αρχαίου κόσμου και ίσως το υπέρτατο επίτευγμα της ανθρώπινης ευγλωττίας».
*Ἐμβρόντητος (← ἐμβροντάω-ῶ ← ἐν+βροντῶ= κεραυνοβολώ)= ο κεραυνόπληκτος και μεταφορικά ο σαλεμένος στο μυαλό, ο τρελός.