Τι είμαι; Ένας φτωχός κλόουν που μπροστά στον καθρέφτη τώρα πρέπει να βαφτώ. Με τι όρεξη όμως, αφού πριν μια ώρα η κυρία Νικολάου πέταξε έξω τα πράγματά μου και τώρα πού θα πάω μείνω; Λες να μείνω εδώ στο τσίρκο για λίγες μέρες μέχρι να βρω σπίτι; Για κοίτα τώρα που πρέπει να βάλω κόκκινο κραγιόνι στα χείλια μου και να τα ζωγραφίσω τεράστια. Πού τό βαλα διάολε το κόκκινο; Για να δω στο συρταράκι κάτω. Κυρία Νικολάου μου, της είπα, γιατί με διώχνετε; Μόνος μου είμαι, ούτε γατιά ούτε σκυλιά έχω, ούτε φασαρία κάνω. Α, νάτο το ευλογημένο το κόκκινο, εδώ είναι και το πινέλο μαζί, ευτυχώς. Αρχίζω το μακιγιάζ, αλλά πώς να γίνει τώρα να βαφτώ χαρούμενος, που δεν έχω σπίτι;. Θα βάλω δάκρυα να κρέμονται στα μάτια μου με μαύρη μπογιά. Κι αυτή η Νικολάου, η ρημάδα δεν περίμενε λίγο ακόμη; Αφού της είπα ότι θα πληρωθώ όπου νάναι. Αργώ να πληρώσω, η αλήθεια είναι, αλλά δεν χρωστάω παρά τρεις μήνες. Ας όψεται η αγάπη μου για τις μπύρες. Όλα τα λεφτά μου εκεί πάνε, ρε γαμώτο. Αλκοολικός έχω καταντήσει. Όμως το είχα καθαρό το σπίτι. Πού θα βρει καλύτερο νοικιαστή η γκιόσα; Θα της κουβαληθεί οικογένεια με παιδιά και θα της το διαλύσουν. Ευτυχώς που με άφησε να φυλάξω τα λίγα υπάρχοντά μου στην αποθήκη της η καλή γειτόνισσα. Μπας και με γουστάρει; Τώρα που το λέω, θυμάμαι πώς με κοίταζε λιγούρικα όταν με χαιρετούσε στο δρόμο. Λες; Θα το διερευνήσω, μην τυχόν κι αλλάξει η μοιρα μου.
-Ποιός είναι; Έλα μέσα…Α, εσύ είσαι Μαίρη; Για βοήθησέ με να ζωγραφίσω δάκρυα στα μάγουλα. Τι κάνεις; Καλά είσαι;
-Γεια σου, Αρίστο. Καλά είμαι. Να, περνούσα έξω απ’ το καμαρίνι σου κι είπα να σου πω ένα γεια.
-Εμένα μ’ έδιωξε η σπιτονοικοκυρά μου. Χρωστάω τρία νοίκια. Μήπως έχετε μια ακρούλα να κοιμηθώ μέχρι να δω τι θα κάνω;
-Λυπάμαι, Αρίστο, δεν έχω και αφού ξέρεις ότι μένω με την αδελφή μου την παράξενη. Σαν δεν θέλει, δεν μπορώ να κάνω κάτι. Πόσα είναι τα λεφτά;
-Κοντά 600 ευρώ. Αχ τάχω παίξει, αλλά πού θα μου πάει, θα κερδίσω στο λόττο και θα δούνε τι θα πει Αρίστος ο κλόουν! Γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος. Α, τον φιόγκο με τα πουά να μην ξεχάσω, στην τσέπη μου τον έβαλα. Για στρώσε τον Μαιρούλα, τρέμουν τα χέρια μου. Να έρθω σπίτι σου για λίγο; Δεν θα σε ενοχλήσω καθόλου, κι εγώ δεν θα σε αφήσω έτσι. Πες στην αδελφή σου ότι είμαι καλός άνθρωπος. Δεν μπορεί να μην γυρίσει και για μένα η τύχη;
-Για κάτσε ρε Αρίστο. Δεν μπορούμε να κάνουμε έναν έρανο να μαζέψουμε λίγα χρήματα να της δώσεις της σπιτονοικοκυράς;
-Λες, ρε Μαίρη; Ποιον να ρωτήσω; Οι καιροί είναι δύσκολοι, δεν έχει ο κόσμος χρήματα.
-Εγώ θα σου δώσω σαράντα ευρώ, για ρώτα τον Παναγιώτη τον ακροβάτη, την Λυδία που κάνει νούμερα με το ποδήλατο, τον Μάκη με τα λιοντάρια. Μην απογοητεύεσαι. Και μόλις πληρωθείς τους τα δίνεις πίσω. Δανεικά θα είναι. Έστω ένα νοίκι να μαζέψεις να την γλυκάνεις την κωλόγρια.
-Με ζαλίζουν τα φώτα του καθρέφτη, ρε Μαίρη. Κάτσε να κλείσω τα μάτια μου να μου βάψεις τα δάκρυα. Σε πόση ώρα βγαίνω; Εσύ έκανες το νούμερό σου;
-Ναι, μόλις τελείωσα.
-Ξέρω γω, ρε Μαίρη. Ντρέπομαι να πάω να ζητιανεύω. Έβγαλε τα πράγματά μου έξω και τα χω στην αποθήκη της γειτόνισσας. Δεν γίνεται τίποτα, πια. Τρέμουν τα χέρια μου, τα πόδια μου, αχ και να είχα μια μπυρίτσα να έρθω στα ίσα μου. Για δες, καλά τα έβαψα τα χείλια μου; Και πού είναι η κόκκινη μύτη μου; Τι όμορφα που έφτιαξες τα δάκρυά μου, σαν αληθινά φαίνονται. Βρήκα και τη μύτη. Πάω έξω τώρα, δεν πρέπει να καταλάβουν τίποτα οι πελάτες. Και πού είσαι, να ρθω να κοιμηθώ σε μια γωνίτσα; Δεν θα σας ενοχλήσω καθόλου. Ρώτα την αδελφή σου. Έφυγα, χτυπάει το κουδούνι για το νούμερό μου. Θα τα καταφέρω κι απόψε. Μια μπύρα ρε παιδιά…