Βρέχει
Βρέχει απαρηγόρητα
Αχόρταγο το σαρκοφάγο χώμα πίνει
Να βλαστήσει
Λυγμούς και γέλια, ωσαννά, παράπονα-
Μια χρυσαλλίδα ποιήματος στα χόρτα διαθλά τη μνήμη
Πόσος σπαταλημένος χώρος στο κενό μιας λυπημένης σκέψης-
Εισβάλει
Φάσμα της Άνοιξης
Εισβάλει αθέατο με τις αθόρυβες φανφάρες του
Τύμπανα στα στηθάκια των πουλιών-
Τσιρίζουν τα χορτάρια
Τα άγνωστα ονόματά τους, τα μυριάδες,
Δηλώνοντας «παρών!» κι όλο ψηλώνουν-
Αρχίζουν τόπους-τόπους να σπιθίζουνε
Πλήθη εφήμερων ευχών στο χώμα-
Επιμένω
Ναι, επιμένω
Ας κινηθώ, λοιπόν, ξανά
Προς το επικίνδυνο σημείο
Εκεί που θα το καταπιούνε οι μουντζούρες
Το σημαίνον κείμενο-
(Άπατο μαύρο στον πυθμένα κάθε σκέψης) –
Είναι
Είναι ένας κατάμαυρος
Άγραφος στίχος στο λευκό, στην ξόβεργα
Πετούμενο ετοιμοθάνατο
Σε καίρια στιγμή, περιδινούμενη-
Ξεχνιέται, αναλύεται
Καμιά φορά
Ξεχνιέται στα ρηχά
Και σε αφρούς διαλύεται
Ο συμπαγής ο λόγος, τότε, θαύμα
Άτομα σε διάσπαση στη μνήμη
Για μια στιγμή αστράφτουνε στον ήλιο
Όλο νόημα
Σαν εντελείς συλλογισμοί
Σαν θέσφατα-