ΣΕ ΑΛΛΟΥΣ ΣΤΙΧΟΥΣ Σ’ ΑΛΛΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ
Έβαλε τ’ όνομά του σε ένα στίχο επάνω
τότε που πήρε την απόφαση
να μνημονεύσει ποιητές
και στίχους που τον έθελξαν.
Μια πόλις με κεριά σβησμένα
τον έγραψε πολίτη στα κατάστιχά της.
Στην ακροποταμιά ένας γέρος μετανάστης,
σε πυρκαγιές ανάμεσα και σε καπνούς,
του πρόσφερε δυο δίχως χέρια αγάλματα
κι εκεί, πολύ πιο πάνω από τη θάλασσα
σε μια σχεδία φωνηέντων,
θυσανωτών και πολυπλόκαμων,
όταν τα χέρια του άπλωσε
να ψηλαφίσει τις πηγές που κόμιζε
ο αρχαίος άνεμος,
άνοιξε μια μεγάλη τρύπα
και το όνομά του βούλιαξε.
Αμέσως βρήκε ένα άλλο
και τη συνάντησε αίφνης,
τα κύματα την έστειλαν
μια νύχτα ουτοπίας μ’ ένα φεγγάρι δίσημο
πού φώτιζε τοπία αλλόκοτα.
( Ω! πόσο ονειρεύτηκε
μια νυχτωδία της φωτιάς
που θ’ αφανίσει τα ερέβη).
Όμως εκεί, σε μια γωνιά, σε μια καλύβα
πέντε έξι ελασσόνων ποιητών, μαζί κι ο ίδιος,
βρέθηκε τ’ όνομά του, φύκια γεμάτο και κοχύλια.
Κι εκείνη,
όπως αίφνης ήλθε,
αναλήφτηκε
σε άλλους στίχους, σ’ άλλους ουρανούς.