The winter
Η γυναίκα ξύπνησε πένθιμη
Όλη τη νύχτα αλυχτούσε ο σκύλος
Όλη τη νύχτα αόρατη πεταλούδα
Πετούσε πάνω στα κλειστά βλέφαρά της
Στα χαμηλά φώτα της επαρχίας
Οι ζωές των ζώων και των ανθρώπων
Σμίγουν ανάμεσα στις χλόες
Τις ακούς
Πάλλονται
Βαθιά στα στήθη τους
Οστεοφυλάκιο
Τι καλόβολος που είστε θάνατε
Όλο ναι και ναι μου λέτε
Μέλι τα χείλη σας στάζουν
Και πόση η λεπτότητα στους τρόπους σας
Κι αυτή η επιμονή σας
Να με αγγίξετε
Αχ πόσο σας αγάπησα
Επίμετρο
Στο τέλος σε δέρμα δεινοσαύρου
Με σκληρές φολίδες
Έντυσαν το κεφάλι σου
Έσπασαν σε κομμάτια
Τα μικροσκοπικά σου μάτια
Σε πηλό έβαλαν τα χείλη σου
Στέρεα κι απόρθητα να μείνουν
Ξερά ποτάμια και νυχτοπούλια
Έκτισαν στις ρωγμές τους
Κι ένα στάχυ μοναχικό
Που την εγκοπή σου θα συμπληρώνει
Και να το ίδιο σου το σώμα
Μαθαίνει πως να βρυχάται τώρα
Σαν προϊστορικό πουλί που είναι
Σε δέρνει με την ουρά
Σε δένει με τη γλώσσα