Ας δούμε πρώτα τα στοιχειώδη πραγματολογικά στοιχεία που τοποθετούν τον συγγραφέα του πορτραίτου μας στο χώρο και το χρόνο.
Ο Τζον Έρνεστ Στάινμπεκ ήταν αμερικανός με καταγωγή γερμανοϊρλανδική. Ο προπάππους του, από τη μεριά του πατέρα του, συντόμευσε το επώνυμο Γκρόστάινμπεκ όταν μετανάστευσε στις ΗΠΑ, αλλά η οικογενειακή φάρμα στη Γερμανία συνεχίζει να φέρει το γερμανικό της όνομα ολόκληρο.
Ο εγγονός άλλαξε τη μοίρα του κι από αγρότη – κτηματία που τον προόριζε έγινε μεγάλος συγγραφέας με 17 μυθιστορήματα στο ενεργητικό του και πλήθος διηγημάτων.
Ο Στάινμπεκ γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου του 1902, στο Σαλίνας της Καλιφόρνιας. Τα πρώιμα έργα του είναι τοποθετημένα εκεί, στην Κοιλάδα του Σαλίνας. Η μικρή αγροτική πόλη στην οποία μεγάλωσε βρισκόταν στη μέση μερικών από τις πιο εύφορες εκτάσεις γης του κόσμου. Περνούσε τα καλοκαίρια του δουλεύοντας σε κοντινά κτηνοτροφικά αγροκτήματα και μετά με μετανάστες εργάτες. Γνώρισε τη σκληρή διάσταση της ζωής τους που περιέγραψε αργότερα με τρόπο σπαρακτικό σε μια αριστουργηματική νουβέλα αποκαλύπτοντας τη σκοτεινότερη πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Η διάσημη νουβέλα έχει τίτλο Άνθρωποι και ποντίκια [1937] και είναι μια σκληρή μα και βαθιά ανθρώπινη ιστορία διαψευσμένων ονείρων.
Στην Αμερική του μεσοπολέμου, του μεγάλου κραχ, ο γιγαντόσωμος κι απλοϊκός Λένι και ο μικρόσωμος κι έξυπνος Τζορτζ δύο καταραμένοι πλάνητες, αναζητούν δουλειά για να επιβιώσουν. Ο Λένι δεν μπορεί να ξεχωρίσει το σωστό απ’ το λάθος και του αρέσει ν’ αγγίζει τα απαλά πράγματα – τη γούνα ενός ζώου, τα μαλλιά μιας κοπέλας. Οι δυο αυτοί αταίριαστοι αλλά αχώριστοι φίλοι πιάνουν δουλειά τελικά σ’ ένα αγρόκτημα, και εκεί, με αφορμή την όμορφη γυναίκα του μοχθηρού Κέρλι, που είναι ο γιος του αφεντικού, ξετυλίγεται η τραγική ιστορία. Αυτή η ολιγοσέλιδη νουβέλα μιλάει για τη μοναξιά, την κοινωνία που καταδικάζει στο περιθώριο τους διαφορετικούς, την ανθρώπινη φύση, και βέβαια τη φιλία αλλά και την παιδικότητα, την αθωότητα και την ανθρώπινη σκληρότητα.
Το 1919, ο Στάινμπεκ αποφοίτησε από το Λύκειο του Σαλίνας και παρακολουθούσε με διαλείμματα μαθήματα στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ μέχρι το 1925, εγκαταλείποντας τελικά το πανεπιστήμιο χωρίς να πάρει πτυχίο. Ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη κι έκανε κάθε είδους δουλειά με σταθερή προσδοκία να γίνει συγγραφέας.
Για ένα διάστημα έκανε τον ξεναγό ενώ το 1928 ως επιστάτης σε ιχθυοτροφείο συνάντησε την τουρίστρια Κάρολ Χέννινγκ, που έγινε η μέλλουσα πρώτη του σύζυγός του.
Έζησε το μεγαλύτερο μέρος Μεγάλης Ύφεσης και του γάμου του σε ένα εξοχικό που ανήκε στον πατέρα του στην κωμόπολη Πασίφικ Γκρόουβ στην Καλιφόρνια στην Χερσόνησο του Μοντερέυ. Ο πατέρας του τού παρείχε στέγαση δωρεάν μαζί με χαρτί για τα χειρόγραφά του και πολύ σημαντικά δάνεια στα τέλη του 1928, τα οποία επέτρεψαν στον Στάινμπεκ να εγκαταλείψει μια πολύ κουραστική δουλειά σε μια αποθήκη εμπορευμάτων στο Σαν Φρανσίσκο και να επικεντρωθεί στην τέχνη του. Στάθηκε τυχερός που ο πατέρας του του παρείχε τα μέσα για να πραγματοποιήσει το όνειρό του αντί να τον αποτρέψει.
Η Πεδιάδα της Τορτίγια [1935] που διαδραματίζεται στο Μοντερέυ θα αποτελέσει την πρώτη εμπορική επιτυχία. Ο γάμος του δεν άντεξε τις αντικειμενικές αντιξοότητες και τη σκληρή εποχή και τελειώνει λίγα χρόνια αργότερα.
Με τη δεύτερη σύζυγό του Γκουίντολιν («Γκουίν») Κόνγκερ απέκτησε δυο γιούς που έγιναν κι αυτοί συγγραφείς και χώρισαν το 1950 οπότε νυμφεύθηκε την προϊσταμένη σκηνής Ελέιν Σκοτ μέσα σε μια εβδομάδα από την οριστικοποίηση του διαζυγίου της από τον ηθοποιό Ζάκαρι Σκοτ. Αυτός ο γάμος διήρκεσε μέχρι τον θάνατο του Στάινμπεκ το 1968. Με την τρίτη σύζυγο έζησε τα χρόνια της επιτυχίας και της καταξίωσης αλλά και της αναπάντεχης αλλοτρίωσης στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου.
Αλλά ας επιστρέψουμε τα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης που λειτούργησε για τον συγγραφέα μας πολύ δημιουργικά.
Τότε ήταν που ξεκίνησε να γράφει μια σειρά με «ιστορίες της Καλιφόρνια» και φανταστικές ιστορίες σχετικά με τις αμμοθύελλες που σάρωσαν τις πεδιάδες των ΗΠΑ και του Καναδά από το 1930 έως το 1936 (Dust Bowl), προκαλώντας τεράστιες καταστροφές. Οι ιστορίες αυτές αφηγούνταν τις ιστορίες καθημερινών ανθρώπων κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης. Σε αυτές περιλαμβάνονται οι Σε Αμφίβολη Μάχη (In Dubious Battle), Άνθρωποι και Ποντίκια (Of Mice and Men) και Τα Σταφύλια της Οργής (The Grapes of Wrath).
Ο Στάινμπεκ ακολούθησε το κύμα της επιτυχίας με Τα Σταφύλια της Οργής (1939), βασισμένο σε άρθρα που είχε δημοσιεύσει σε εφημερίδα στο Σαν Φρανσίσκο. Το μυθιστόρημα θα θεωρούνταν από πολλούς το καλύτερο έργο του. Κέρδισε το Βραβείο Πούλιτζερ το 1940, ενώ έγινε περίφημη ταινία σε σκηνοθεσία Τζον Φορντ, με πρωταγωνιστή τον Χένρι Φόντα ως Τομ Τζόουντ, ο οποίος προτάθηκε για Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου για αυτή την ερμηνεία του.
Η επιτυχία του Τα Σταφύλια της Οργής δεν στερήθηκε αμφισβητήσεων, καθώς οι φιλελεύθερες πολιτικές απόψεις του Στάινμπεκ, η απεικόνιση της αρνητικής πλευράς του καπιταλισμού και η επανερμηνεία των ιστορικών γεγονότων των μεταναστεύσεων εξαιτίας του Dust Bowl οδήγησαν σε αντιδράσεις εναντίον του συγγραφέα, ιδιαίτερα στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Πράγματι, υποστηρίζοντας ότι το βιβλίο ήταν και άσεμνο και παραπλανητικό σχετικά με τις συνθήκες στην επαρχία, το Συμβούλιο της επαρχίας Κερν απαγόρευσε το βιβλίο από τα δημόσια σχολεία και βιβλιοθήκες της επαρχίας τον Αύγουστο του 1939. Αυτή η απαγόρευση ίσχυε μέχρι τον Ιανουάριο του 1941. Σχετικά με αυτές τις αντιρρήσεις, ο Στάινμπεκ έγραψε: «Η δυσφήμισή μου εκεί έξω από τους μεγάλους γαιοκτήμονες και τραπεζίτες είναι αρκετά κακή. Το τελευταίο είναι μια φήμη από αυτούς ότι οι κάτοικοι της Οκλαχόμα με μισούν και έχουν απειλήσει να με σκοτώσουν επειδή λέω ψέματα γι’ αυτούς. Είμαι τρομοκρατημένος με την αυξανόμενη οργή από αυτό το καταραμένο πράγμα. Έχει ξεφύγει εντελώς από τον έλεγχο, εννοώ ένα είδος υστερίας αναπτύσσεται για το βιβλίο και αυτό δεν είναι καθόλου υγιές».
Το 1943, ο Στάινμπεκ υπηρέτησε ως πολεμικός ανταποκριτής στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο για την εφημερίδα New York Herald Tribune και δούλεψε με το Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών (τον πρόγονο της CIA).
Το 1948 ο Στάινμπεκ περιηγήθηκε στη Σοβιετική Ένωση με τον φημισμένο φωτογράφο Ρόμπερτ Κάπα. Επισκέφτηκαν τη Μόσχα, το Κίεβο, την Τιφλίδα, το Μπατούμ και το Στάλινγκραντ. Το βιβλίο του για τις εμπειρίες τους Ρωσικό Ημερολόγιο, εικονογραφήθηκε με φωτογραφίες του Κάπα. Εκείνη τη χρονιά εκλέχτηκε μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων.
Το 1962 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Στην επίσημη ομιλία του στην Ακαδημία της Στοκχόλμης είπε, μεταξύ άλλων, ότι «ο ίδιος ο άνθρωπος έχει καταστεί η μεγαλύτερή μας απειλή και η μοναδική μας ελπίδα». Επίσης αναφέρθηκε στο ρόλο του συγγραφέα «επιφορτισμένο με το καθήκον να αποκαλύπτει τα τρωτά και σφάλματά μας, να φέρνει στο φως τα σκοτεινά και επικίνδυνα όνειρά μας, με σκοπό να βελτιώσει την ζωή μας».
Το 1966, ο Στάινμπεκ ταξίδεψε στο Τελ Αβίβ για να επισκεφτεί τον χώρο του Βουνού της Ελπίδας, μιας αγροτικής κοινότητας ιδρυμένης από τον παππού του στο Ισραήλ, του οποίου ο αδελφός, Φρίντιχ Γκρόστάινμπεκ, δολοφονήθηκε από Άραβες διαγουμιστές στις 11 Ιανουαρίου 1858.
Το 1944, υποφέροντας από νοσταλγία για τη ζωή του στο Μοντερέυ και το Πασίφικ Γκρόουβ τη δεκαετία του ’30, έγραψε και το Ο Δρόμος με τις Φάμπρικες (Cannery Row,1945), το οποίο έγινε τόσο διάσημο ώστε η Λεωφόρος Ocean View στο Μοντερέυ, όπου διαδραματίζεται το βιβλίο, μετονομάστηκε τελικά σε Cannery Row το 1958.
Το έργο μα και η ζωή του έδωσαν την αφορμή στους εχθρούς του να τον χαρακτηρίσουν κομμουνιστή, κάτι που ανατράπηκε στα τέλη του βίου του. Το 1935 ο Στάινμπεκ ανήκε σε μια ομάδα αριστερών διανοουμένων που περιλάμβανε συγγραφείς, ποιητές, δημοσιογράφους και συνδικαλιστές. Είχε συνδεθεί με τον Σύνδεσμο Αμερικανών Συγγραφέων (LAW), μια οργάνωση που είχε άμεση σχέση με το Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ. O Σύνδεσμος σύντομα δέχτηκε στις τάξεις του εξέχοντες συγγραφείς, όπως ο Τόμας Μαν, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ο Θίοντορ Ντράιζερ, η Λίλιαν Χέλμαν, σύντροφος του Ντάσιελ Χάμετ. Λίγο αργότερα, το 1939, ο Στάινμπεκ υπέγραψε μαζί με άλλους συγγραφείς μια επιστολή που υποστήριζε τη σοβιετική εισβολή στη Φινλανδία, καθώς και την κυβέρνηση που είχαν τοποθετήσει στη χώρα οι Σοβιετικοί, ύστερα από τη συμφωνία Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, δηλαδή του Στάλιν και του Χίτλερ, που διευκόλυνε τις κατακτητικές βλέψεις των ναζί στην Ευρώπη.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το 1942 το FBI του Έντγκαρ Χούβερ τον παρακολουθούσε ως επικίνδυνο σοβιετόφιλο.
Το 1957 ήταν φιλικά συνδεδεμένος με τον Άρθουρ Μίλερ, γνωστό υπέρμαχο της Σοβιετικής Ένωσης, ο οποίος είχε αρνηθεί να κατονομάσει κομμουνιστές φίλους του στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών του γερουσιαστή. Μακάρθι.
Μέχρι το 1962, όταν τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας, ο Στάινμπεκ εθεωρείτο αριστερός. Μάλιστα, μόλις πήρε το βραβείο, στον αμερικανικό Τύπο εμφανίστηκαν επικριτικά άρθρα για τη βράβευσή του. Κάποιοι έγραψαν πως δεν άξιζε το βραβείο, κάτι που σήμερα αποδίδεται σε πολιτικούς λόγους.
Βαθμιαία προέκυψε η πολιτική του μεταστροφή, δηλαδή έγινε μια αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο έβλεπε τα κοινωνικά και πολιτικά πράγματα, απογοητεύοντας πλήρως εκείνους που τον θεωρούσαν αριστερό και υποστηρικτή των δικαίων των λαών και των εργαζομένων απανταχού της γης. Το 1964 ο πρόεδρος Λίντον Τζόνσον τού απένειμε το Μετάλλιο της Ελευθερίας. Το 1965 στην εφημερίδα της Νέας Υόρκης Newsday είχε δική του στήλη, όπου έγραφε ειδήσεις και σχόλια για τον πόλεμο στο Βιετνάμ, που τον χαρακτήριζε ηρωικό τόλμημα εκ μέρους των ΗΠΑ.
Κι οι ανταποκρίσεις του από το Βιετνάμ δημοσιεύονται, σαν «επιστολές» σε μια νεαρή Αμερικανίδα, την Αλίσια:
«Αγαπητή Αλίσια, οι Βιετκόνγκ είναι γιοι πόρνης».
«Αγαπητή Αλίσια, αν συναντήσης κανέναν οπαδό της ειρήνης στις ΗΠΑ, δώσ’ του μια γροθιά στα μούτρα από μέρους μου».
«Αγαπητή Αλίσια, τα χέρια των αεροπόρων μας (: που βομβαρδίζουν τα βιετναμέζικα χωριά) έχουν την ντελικάτη δεξιοτεχνία του Πάμπλο Καζάλς».
«Αγαπητή Αλίσια, είμαι γεμάτος χαρά βλέποντάς τα όλ’ αυτά (: τους βομβαρδισμούς κ.λπ.), συγχώρεσέ με που παρασύρομαι απ’ την έκσταση, αλλά έπρεπε να σ’ το πω ειδεμή θάσκαγα».
«Αγαπητή Αλίσια, πρέπει νάναι ηλίθιος εκείνος που εμποδίζεται απ’ τη συνείδησή του να σκοτώνει ανθρώπους».
[Μ’ αυτό τον κυνικό και χυδαίο τρόπο γρονθοκόπησε τον παλιό ουμανιστικό εαυτό του αν μη τι άλλο].
«… όταν δεν χλεύαζε όσους «εμποδίζονται απ’ τη συνείδησή τους να σκοτώνουν», αλλά έλεγε πως «ο άνθρωπος διψάει για καλωσύνη και θέλει να τον αγαπούν» (Ανατολικά της Εδέμ)».
«… όταν έκανε ιλαρόδραμα ή έπος τη μοίρα των κατατρεγμένων, που οι μεγαλοχτηματίες κι οι σερίφηδες τούς πυροβολούσαν και τους έβριζαν «γιους της πόρνης» — ίδια όπως τώρα αυτός ονομάζει τους Βιετκόνγκ…», γράφει ο Μάριος Πλωρίτης σε άρθρο με τον τίτλο «Ρέκβιεμ για έναν (κάποτε) μεγάλο» που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 5 Φεβρουαρίου 1967.
Η απευθείας εμπλοκή του στον πόλεμο του Βιετνάμ σκλήρυνε την εθνικιστική και αντικομμουνιστική στάση του. Το 1967 είχε αποσταλεί από την εφημερίδα για να καλύψει τον πόλεμο κι εκείνος έγραφε σκληρά άρθρα, υποστηρίζοντας την επέμβαση του αμερικανικού στρατού στη χώρα, καθώς και την αμερικανική βοήθεια στην κυβέρνηση ανδρεικέλων του Νότιου Βιετνάμ. Μάλιστα, είχε χαρακτηριστεί «γεράκι του πολέμου». Η στράτευση και των δύο γιων του, του Τόμας και του Τζον, στα χαρακώματα του Βιετνάμ (υπάρχει φωτογραφία στην οποία απεικονίζονται ο Στάινμπεκ, ο γιος του, Τζον, και ο πρόεδρος Λίντον Τζόνσον), χειροτέρεψε τα πράγματα.
Ήταν τόση η δυσαρέσκεια των ανά τον κόσμο φίλων και θαυμαστών του για την πολιτική του στροφή, που εκείνη τη χρονιά η εφημερίδα της Νέας Υόρκης Post τον κατηγόρησε ότι πρόδωσε το προοδευτικό παρελθόν του. «Για μένα έχει πέσει τελείως. Όχι από προκατάληψη. Από σιχαμάρα πια. Γιατί εκείνα τα ωραία πράγματα που έγραψε, υποτίθεται ότι είναι ψεύτικα. Τους έδωσε μία και τα πέταξε με το πόδι του, όταν κάθισε κι είπε εκείνα τα βρωμερά για ανθρώπους που σφάζονται, αποκαλώντας τους γιους πουτάνας», έλεγε ο Νίκος Καββαδίας για την αλλοτρίωση του συγγραφέα που θαύμαζε παλαιότερα που τώρα τον εξόργιζε.
Ωστόσο θα μπορούσε να πει κανείς πως αποσυνδεμένα από την μετέπειτα μεταστροφή του τα μεγάλα του μυθιστορήματα έμειναν ανέγγιχτα και από αυτήν τη μεταστροφή και παραμένουν λάμποντας στο λογοτεχνικό στερέωμα του μεσοπολέμου.
Ο Τζον Στάινμπεκ πέθανε στη Νέα Υόρκη στις 20 Δεκεμβρίου 1968 από καρδιακή ασθένεια και καρδιακή ανεπάρκεια. Ήταν 66 ετών και είχε υπάρξει σε όλη του τη ζωή καπνιστής. Η αυτοψία έδειξε σχεδόν πλήρη απόφραξη των κυρίων στεφανιαίων αρτηριών. Ο θάνατός του ήταν το τέλος μιας ζωής πολυκύμαντης και έντονης με τρεις γάμους και διαρκείς μετακινήσεις.
Σύμφωνα με τις επιθυμίες του, το σώμα του αποτεφρώθηκε και μία τεφροδόχος που περιείχε τις στάχτες του ενταφιάστηκε στον οικογενειακό τάφο στο Garden of Memories Memorial Park στην πόλη Σαλίνας. Οι στάχτες του τοποθετήθηκαν μαζί με εκείνες των Χάμιλτον (παππούδων του). Η τρίτη σύζυγός του Ελέιν, θάφτηκε μαζί του το 2004. Είχε γράψει νωρίτερα στον γιατρό του πως ένιωθε πολύ βαθιά «μέσα στη σάρκα του» και πως δεν θα επιβίωνε του σωματικού θανάτου του και ότι το βιολογικό τέλος της ζωής του θα ήταν και το οριστικό.