Ένα, δύο τρία, τέσσερα, πέντε, έξι, επτά, οκτώ, εννέα, δέκα… περπατώ και μετρώ να περνάει η ώρα, να συμπληρώσω τριάντα λεπτά περπάτημα στο γήπεδο.
-Άντε πάλι δίαιτα, μου ανέβηκε η χοληστερίνη. Μη το ένα, μη το άλλο, οι περιορισμοί πληθαίνουν, λέει ο σωματώδης κύριος με το μουστάκι και τη μπλε τραγιάσκα στον ψηλόλιγνο φαλακρό κύριο με τον ελαφρά πεσμένο δεξιό ώμο.
Καλημερίζω τους δυο ηλικιωμένους περιπατητές. Τους συναντώ συχνά, γίναμε οικείοι. Φεβρουάριος, Μάρτιος, Απρίλιος, Μάιος, Ιούνιος, Ιούλιος, Αύγουστος, Σεπτέμβριος, Οκτώβριος, επτά μήνες κάνω γύρω το γήπεδο… έντεκα, δώδεκα, δεκατρία, δεκατέσσερα, δεκαπέντε… ο ορθοπεδικός ήταν κατηγορηματικός.
-Με φλεγμονή στο ισχίο και οστεοπόρωση τέρμα οι βόλτες στα βουνά και στα λαγκάδια. Να περπατάτε σε ομαλό έδαφος, δοκιμάστε σε γήπεδο.
Δεκαπέντε, δεκαέξι, δεκαεπτά, δεκαοκτώ… νά και οι τρεις στρουμπουλές Γεωργιανές. Πώς έτσι, συνήθως έρχονται τις Κυριακές, περπατούν και κακαρίζουν.
-Καλέ, έχουμε ρεπό, πώς να μη γελάμε, ξέρεις τι θα πει ελευθερία, μου γνέφουν φιλικά.
Δεκαεννιά, είκοσι, είκοσι ένα… με το που πάτησα στο γήπεδο ανακούφιση, λες και πατούσα σε πούπουλα. Έβαλα το κεφάλι κάτω κι άρχισα να βαδίζω αργά, σταθερά ΧΩΡΙΣ ΠΟΝΟ … ένα γύρο ΧΩΡΙΣ ΠΟΝΟ … θεέ μου, ΧΩΡΙΣ ΠΟΝΟ … είκοσι δύο, είκοσι τρία, είκοσι τέσσερα… δύο γύροι χωρίς πόνο και πάει λέγοντας… είκοσι πέντε, είκοσι έξι, είκοσι επτά… σιγά σιγά σήκωσα το κεφάλι και είδα την περίφραξη, τα κάγκελα ολόγυρα… είκοσι οκτώ, είκοσι εννιά, τριάντα… πάει το μονοπάτι, πάνε τα πουρνάρια, τα σπάρτα, το δεντρολίβανο, τα γαϊδουράγκαθα, πάει κι ο βράχος μου που αγναντεύω τον Θερμαϊκό…
-Ο Θερμαϊκός έχει γιορτή σήμερα. Φύσηξε και καθάρισε η ατμόσφαιρα. Βλέπεις πέρα τον Όλυμπο και η θάλασσα λάδι. Φαντάζομαι πώς θα ‘ναι η θέα από ψηλά. Έτσι μού΄ρχεται να παρατήσω τη δουλειά και να πάρω τα βουνά. Από παιδί αναζητώ πάντα τα ψηλά, τις κορφές, μου ομολόγησε ο ταξιτζής.
Τριάντα ένα, τριάντα δύο, τριάντα τρία… ωραίος τύπος ο Χρήστος, σήμερα τον γνώρισα και πιάσαμε την κουβέντα. Του είπα τον πόνο μου και με λυπήθηκε… τριάντα τέσσερα, τριάντα πέντε, τριάντα έξι… θα με ανεβάσει, λέει, μια μέρα στο βουνό με το ταξί να περπατήσουμε σε μια ισιάδα. Σύντομα θα πάμε, μου υποσχέθηκε, να προλάβουμε τα χρώματα του φθινοπώρου. Τον τρελαίνουν…
Τριάντα επτά, τριάντα οκτώ, τριάντα εννέα… πρόλαβα και τα είδα την περασμένη εβδομάδα… χρυσά, πορτοκαλιά, κόκκινα σε όλες τις αποχρώσεις τα χρώματα των δέντρων. Κλασική φωτογραφία φθινοπωρινού δάσους κρεμασμένη στον τοίχο… σαράντα, σαράντα ένα, σαράντα δύο, σαράντα τρία…με καρφώσανε απέναντι να βλέπω την εικόνα και να περπατώ στον κυλιόμενο τάπητα… σαράντα τέσσερα, σαράντα πέντε, σαράντα έξι… να φορώ μια ζώνη με ηλεκτρόδια κολλημένα στον θώρακα, να νιώθω έτοιμη να εκραγώ σαν τις γυναίκες καμικάζι, να μου παίρνει την πίεση συνεχώς η νοσοκόμα και να μου λέει ο γιατρός «αντέχετε λίγο ακόμα»… σαράντα επτά, σαράντα οκτώ, σαράντα εννέα… και να μπαίνω όλο και πιο βαθιά μέσα στο δάσος και να λιώνουν τα δέντρα σαν τα κεριά και να γίνονται χρυσαφιά ρυάκια που κυλούν και σμίγουν με τα πορτοκαλιά και τα κόκκινα και να βουλιάζω μαζί τους…. πενήντα, πενήντα ένα, πενήντα δύο, πενήντα τρία …ζαλίζομαι γιατρέ!
-Αρκετά καλό το τεστ κοπώσεως για την ηλικία σας, απεφάνθη ο ολιγομίλητος γιατρός.
Πενήντα τέσσερα, πενήντα πέντε, πενήντα έξι… αυτό το «για την ηλικία σας» πολύ μου τη δίνει, ούρλιαζε το πρωί στο τηλέφωνο η Λίνα… πενήντα επτά, πενήντα οκτώ, πενήντα εννέα…
-Πήγα σήμερα στο Let’ s Dance, let’s perform, ξέρεις εκεί που διδάσκει η περίφημη Anty, πρώην χορεύτρια νυν performer. Ενδιαφέρομαι να παρακολουθήσω μαθήματα της λέω. Πόσων χρονών είστε με ρωτάει. Εξήντα της λέω. Λυπάμαι, δεν είναι για την ηλικία σας, μου λέει. Ακούς εκεί να με αποκλείσει χωρίς να με δοκιμάσει, χωρίς να ρωτήσει ποια είμαι και τι κάνω, εμένα που γυμνάζομαι μια ζωή και βάζω κάτω τις τριαντάρες, εμένα που έχω και δίπλωμα δασκάλας χορού. Ηλικιακός ρατσισμός. Έπρεπε να το καταγγείλω στα κοινωνικά δίκτυα. Να της το μαυρίσω το μαγαζί, αλλά κρατήθηκα. Η λατρεία της νιότης. Ζόρικοι καιροί για μας. Με παράτησε ο τύπος για μια τριαντάρα. Είπα να κάνω restart, αλλά πού.
Εξήντα, εξήντα ένα, εξήντα δύο … restart και η φίλη μου η Αθανασία τό ‘ριξε στις συναυλίες, Τσαλιγκοπούλου, Μποφίλου, Παπακωνσταντίνου…
-Είσαι τρελή; πού πας με τον γύψο και τις πατερίτσες;
-Όλα κι όλα, βρέξει χιονίσει, τον Θανάση δεν τον χάνω.
Γεννιέται ο κόσμος όταν φιλιούνται οι δυο, η αγάπη πόλεμος, πόρτα που ανοίγει. Μέσα στα σπλάχνα σταλάζει λίγο φως… μέσα απ΄τα σπλάχνα χιλιάδων ανθρώπων ξεπηδάει το τραγούδι, σκίζει μέτωπα, ανοίγει κρατήρες, ανάβει φωτιές, σείεται συθέμελα το Θέατρο Γης… πιάνει μπόρα, αστράφτει και βροντάει ο Δίας, σηκώνεται όρθια στις κερκίδες η Αθανασία με τις πατερίτσες και τραγουδάει ΔΕΝ ΤΟ ΧΑΝΩ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ !
Εξήντα τρία, εξήντα τέσσερα, εξήντα πέντε… νά και η Μαρίνα ψηλή και λυγερόκορμη αφοσιωμένη περιπατήτρια.
-Μαρίνα, πόση ώρα περπατάς;
-Κοντεύω την ώρα.
-Χαρά στο κουράγιο σου, αχ, νά΄χα τα νιάτα σου!
-Στην ανάγκη και οι θεοί πείθονται. Εγχείρηση στη μέση βλέπεις, δεν είναι παίξε γέλασε. Παραλίγο να μείνω παράλυτη, μου χαμογελάει και με προσπερνάει σαν άνεμος.
Δαγκώνομαι… σκάσε και περπάτα… εξήντα έξι, εξήντα επτά… παράλυτη… δεν το χωράει ο νους μου… περπατώ σημαίνει υπάρχω… «αεικίνητη» με φώναζε η μάνα, «έξι μηνών μπουσούλησες και έφερες βόλτα όλο το σπίτι, εννιά μηνών περπάτησες και πού να σταματήσεις»… εξήντα οκτώ, εξήντα εννέα, εβδομήντα… πώς μεγαλώσαμε… τι είναι αυτό που στην αρχή στέκεται στα τέσσερα, έπειτα στα δύο και προς το τέλος της ζωής του στα τρία, δεν το βρίσκω, θα με πνίξει η Σφίγγα… δεν το βρίσκω… εβδομήντα ένα, εβδομήντα δύο, εβδομήντα τρία… μπήκε το φθινόπωρο και στο γήπεδο… γέμισε φύλλα… κίτρινα, κανελιά, καφετιά… τα κουβάλησε το αεράκι από τα δέντρα ολόγυρα… πατώ τα φύλλα και γίνονται αριθμοί… βαδίζω σ΄έναν μακρύ δρόμο στρωμένο με αριθμούς… εκατοντάδες, χιλιάδες, εκατομμύρια αριθμούς, ανείπωτους, άρ… ρητους αριθμούς… εκτείνεται πέρα μακριά ο δρόμος… χάνεται στον ορίζοντα… στο άπειρο…