ΞΥΠΝΗΣΕ
Γύρισε από το ταξίδι
και ήταν πανευτυχής.
Από την απόχη της μνήμης
είχε ξεφύγει το όνειρο
αλλά της άφησε μία ηρεμία
μια έσχατη πληρότητα
τέτοια που δεν μπόρεσε
καθόλου να σηκωθεί·
ένας λήθαργος ευδαιμονίας
την καθήλωσε οριζόντια
λες και ήταν ευαγγελισμός
και ο καρπός θα ’ταν ο κόσμος.
Μόνο ώρες αργότερα
άρχισε να συνέρχεται
από κάτι πολύ μεγάλο
ακατονόμαστο και δυνατό
για μέρες δεν ήταν η ίδια
την είχε αγγίξει το άγνωστο
εκείνο το άρρητο, το άφατο
ο εσώτερος πυρήνας του όλου
δεν μιλούσε ποτέ γι’ αυτό
λέξη, να μην της φύγει
η ανάμνηση της στιγμής
όταν συνέλαβε, όταν γέννησε
το ανώνυμο καλό του κόσμου.
Αυτό το δώρο το δέχεσαι μία φορά
δεν το φανερώνεις, δεν το σπαταλάς
το κρατάς δικό σου μία για πάντα.
Με τα ονόματα αρχίζει το κακό
την πρώτη πράξη της εξουσίας.
Λέξη δεν είπε· με τις λέξεις
ξέρεις, αρχίζουν όλα.
(Από την ποιητική συλλογή “Το αναπάντεχο”, εκδ. Όταν, 2021)