Ανοίγει την πόρτα της ντουλάπας.
Σε μαύρη κρεμάστρα κρέμεται η μαύρη φούστα της με την ασορτί μπλούζα.
Τις ξεκρεμάει.
Κάνει να κλείσει την ντουλάπα.
Κοντοστέκεται.
Η μάλλινη χειμωνιάτικη ζακέτα αιχμαλωτίζει το βλέμμα της.
Μάλλον θα την πάρει κι αυτήν.
Το πρωϊνό αγιάζι περονιάζει τα κόκκαλα των ηλικιωμένων, μονολογεί.
Οι μαύρες κάλτσες βγαίνουν από το μεσιανό συρτάρι της σερβάντας, τα παπούτσια μαύρα κι αυτά από την πρόχειρη παπουτσοθήκη.
Όλα έτοιμα, για την εκκλησία αύριο, τακτικά βαλμένα στην καρέκλα πλάι στο κομοδίνο της. Χαμογελά ικανοποιημένη και παραδίνεται σ’ ανήσυχο ύπνο.
***
Ένας βιαστικός κόκορας λαλεί σε μια πέρα γειτονιά.
Ξυπνάει αλαφιασμένη.
Κοιτάζει γύρω της.
Πηχτό το σκοτάδι ακόμα έξω.
Στο αχνό φως το καντηλιού που άσβεστο καίει από τότε, δέκα και βάλε χρόνια τώρα, βλέπει τα μαύρα ρούχα της στην καρέκλα, και θυμάται…
Νύχτα ήταν και τότε όταν ο Μήτσος της είχε σηκωθεί αθόρυβα από το κρεβάτι και -σίγουρα- θα είχε γυρίσει να την κοιτάξει καθώς εκείνη ήρεμα κοιμόταν, λίγο πριν αυτός περάσει μέσα από τον τοίχο, σκιά άυλη για το ταξίδι χωρίς επιστροφή.
Τώρα, το πιάτο με τα κόλλυβα το έχει ήδη δεμένο σταυρωτά με την κόκκινη καρό πετσέτα του. Την ίδια πετσέτα που του δίπλωνε πάντα πλάι στο πιάτο του να σκουπίζεται καθώς έτρωγε. Τότε…
Τώρα ντύνεται.
Κρατά στο χέρι τα παπούτσια της καθώς βγαίνει αθόρυβα από το σπίτι μην και ξυπνήσει την κόρη της. Βιάζεται, έξω την περιμένει ο Μήτσος της να πάνε μαζί στην εκκλησία. Βάζει τα παπούτσια της όπως-όπως στο πεζοδρόμιο.
Ξεκινάνε.
Μαζί οι δυο τους.
***
Ανεπαίσθητος ήχος πόρτας που κλείνει με ξυπνάει.
Ξαφνιάζομαι.
Ανοίγω τα μάτια.
Αφουγκράζομαι.
Μπα ο αέρας ήταν, μονολογώ, κι αλλάζω πλευρό.
***
Πιάνει αγκαζέ τον Μήτσο της να στηριχθεί πάνω του, ‘παραμεγάλωσα φαίνεται και κουράζομαι εύκολα’ του λέει. ‘Ξέχασα στη βιάση μου και το μπαστούνι μου. Ένα μυαλό είναι αυτό τι να σου κάνει.’ Του μιλάει δυνατά γιατί γέρασε κι αυτός και βαριακούει. ‘Κοντεύουμε;’ την ρωτάει ξέπνοος κάποια στιγμή, ‘Κουράστηκα Μαριώ μου από το περπάτημα.’
‘Φτάνουμε’, του απαντάει. ‘Όπου να’ναι θ’ ακούσεις τις καμπάνες να χτυπάνε.’
‘Απόκαμα’, λέει εκείνος και κάθεται στα σκαλιά άγνωστου σπιτιού. Η Μαριώ βιάζεται και τον προσπερνάει, πρέπει να προλάβει τον παπά, να της διαβάσει τα κόλλυβα. Τα μάτια θολά προσπαθούν να ξεχωρίσουν το καμπαναριό της εκκλησιάς, τ’ αυτιά τεντωμένα ν’ ακούσουν τις καμπάνες…
Συνεχίζει να περπατάει…
***
Κάποιος χτυπάει την πόρτα.
Σηκώνομαι ν’ ανοίξω.
Κανείς.
Μπα όνειρο θα’ταν σκέφτομαι. Ξαπλώνω και κλείνω τα μάτια. Με παίρνει πάλι ο ύπνος. Μα τώρα κάποιος μου ψιθυρίζει στ’ αυτί.
Φωνή αγαπημένη -όχι δεν την ξέχασα- , η φωνή του πατέρα, λέει, ‘Ξύπνα, χάθηκε η Μαριώ μου, η μάνα σου…’
Πετάγομαι από το κρεβάτι, τρέχω στο δωμάτιο της, άδειο το κρεβάτι και τα ρούχα της πάνω στην καρέκλα.
Ψάχνω σ’ όλα τα δωμάτια.
Φωνάζω το όνομα της.
Βγαίνω στον δρόμο.
Σκοτάδι ακόμα.
Δεν ξέρω προς τα που να πάω.
Κάποια σκιά με κάνει να τρέξω προς τα εκεί.
Είναι μόνο ένα δέντρο μονάχο που αναμετριέται με τον αέρα.
Το χάραμα με βρίσκει ακόμη στον δρόμο, σταματώ τους πρωινούς διαβάτες. ‘Είδε κανείς σας μια ηλικιωμένη γυναίκα να παραδέρνει μόνη της στους δρόμους;’ ρωτάω.
Κανείς.
Γυρίζω σπίτι.
Παίρνω τηλέφωνα.
Δηλώνω την εξαφάνιση της.
Στέλνω τα στοιχεία της μαζί με πρόσφατη φωτογραφία της…
***
Γύρω στο μεσημέρι, η τηλεόραση διακόπτει απότομα το πρόγραμμά της…
Στην οθόνη το γνωστό σήμα
Silver Alert
ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΥ
ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΕΤΕ;