(…) Τη στιγμή εκείνη
Κάηκε το τρίτο των δασών. Πικράθηκε
Το τρίτο των υδάτων.
Έπεσε λοιμική. Άνοιξε η γη
Τις μικρές και τις μεγάλες κατοικίες
Των ανθρώπων καταπίνοντας.
Κι έγινε η μέγιστη συνάθροιση
Και ήταν ο πατέρας του εαυτού του γιος
Και εγγονός.
Και οι μητέρες
Μόνο με την λέξη.
Τότε γεννήθηκα ξανά, κατάπληκτη.
Στο ίδιο σπίτι, στο ισόγειο.
Φοβόμουνα τις σκάλες
Επειδή προς τα πάνω κι αυτές
Και προς τα κάτω.
Κι επειδή με σκότωσαν στις σκάλες.
Νύχτα τη νύχτα, χωρίς θαύματα
Μεγάλωνα κατάπληκτη.
Μεγάλωνα και το παλιό μες στο καινούργιο
Τρίζοντας. Σε σύγχυση.
Δεν ήξερα τι έρχεται, τι φεύγει
Μου λείψαν ξαφνικά πολλά
Και ψηλαφούσα άλλα, που δεν μ’ αναγνωρίζαν.
(…)