Ήδη από το φθινόπωρο του 1972, όταν η Χούντα είχε κανονίσει να γίνουν εκλογές στις Σχολές, έβραζαν τα αισθήματα. Οι πολλοί φοιτητές δεν ήθελαν να δεχτούν το αποτέλεσμα των εκλογών, αφού πάλι είχαν βγει στα συμβούλια των φοιτητικών συλλόγων των σχολών οι ίδιοι οι διορισμένοι ή σχεδόν οι ίδιοι. Μάλλον, όχι οι πολλοί φοιτητές, οι πολλοί σιωπούσαν, κάποιοι, που μετά φάνηκε να είναι κυρίως με τις οργανώσεις της Αριστεράς, κινήθηκαν παίρνοντας τη συναισθηματική συναίνεση των γενικά αντιχουντικών, όπως αυτή. Άρχισαν οι διεκδικήσεις νέων εκλογών, κανονικών και αδιάφθορων, οι συζητήσεις σε παρέες, οι μικροσυγκεντρώσεις, οι επιτροπές. Πήγε μια μέρα του Φλεβάρη στη Σχολή, στη Σόλωνος, για μάθημα και μάθημα δεν βρήκε. Αποφασίστηκε, λέει, κατάληψη. Ποιος την αποφάσισε δεν την ένοιαζε, έμεινε εκεί όμως. Την είχε ταράξει που λίγο καιρό πριν είχαν επιστρατεύσει τους πρωτοκινητές, αυτούς που διεκδικούσαν εκλογές στις σχολές και κυρίως τον παιδικό της φίλο, τον Δημήτρη. Όλη τη μέρα κι όλη τη νύχτα, λοιπόν, να χοροπηδάει ενθουσιασμένη στην ταράτσα «πότε θα κάνει ξαστεριά, πότε θα φλεβαρίσει». Να που φλεβάρισε και να που ήταν καιρός για το ντουφέκι, την όμορφη ματρώνα, συμβολικά έστω. Πάρα πολύ ωραία! Μόνο που της χάλασε το φερμουάρ του παντελονιού. Το παντελόνι καφέ κολλητό, καμπάνα, το μπλουζάκι κόκκινο κοντό, ως τη μέση, ο καιρός τόσο καλός που δεν είχε βάλει πανωφόρι, και τώρα; Το παντελόνι δεν είχε κουμπί η πιαστράκι στη μέση, κανείς από όσους ρώτησε στην κατάληψη δεν διέθετε παραμάνες, αχ, πολύ έντονη ανησυχία. Δεν ανησυχούσε τόσο για τους αστυνόμους που είχαν αποκλείσει το κτίριο, δεν την πείραζε η πείνα. Την πείραζε ότι έπρεπε να κρατάει και με τα δυο χέρια το παντελόνι κλειστό μην της πέσει! Επιπλέον, είχε και μια μεγάλη ματαίωση: ένα από τα αγόρια με μακρύ μαλλί προβατίσιο, που τα ήξερε εξ όψεως ως πολύ προοδευτικά, το είδαν από πάνω να πλησιάζει ψου ψου ψου τους αστυνόμους. Και ενώ τα ουρλιαχτά βγήκαν αυθόρμητα «Μπάτσοι, αφήστε το παιδί», είδαν ότι το παιδί έδινε οδηγίες στους μπάτσους! Μία από τις μεγάλες ανατροπές της ζωής της. Το σημαίνον και το σημαινόμενον (που τότε ακόμα δεν τα είχε ακούσει) σε απόλυτη διάσταση!
Τέλος πάντων, παρενέβη η πρυτανεία, ήρθε ο πρύτανης να εγγυηθεί την ασφαλή έξοδο, πήγε κι εκείνη δίπλα στον Τούντα, να κρατιέται από το σακάκι του σχεδόν (με το άλλο χέρι κρατούσε κλειστό το παντελόνι…), βγήκαν απάνω στη Μασσαλίας τρέχοντας, αχ, γλύτωσε, πήρε ένα ταξί κρατώντας το παντελόνι και πήγε στην Πατησίων, στο σπίτι της στην Αστυπαλαίας. Και κει την πλάκωσε στο ξύλο η μαμά της, επισκέπτρια στην Αθήνα αυτές τις μέρες και η νονά της, «Γαϊδούρα, μας λαχτάρησες». Εντάξει, δεν ήταν και το φοβερό ξύλο, γελούσε «σιγά, καλέ, σιγά», αρκετά ένοχη, ώστε να θέλει να βεβαιώσει ότι δεν φοβήθηκε καθόλου μα καθόλου, δεν ήταν τίποτα επικίνδυνο, και αυτές να της ρίχνουν παλαμιές στον κώλο. Όπως δέρνεις ένα παιδί.
Κατόπιν, οι εφημερίδες επαινούσαν τους φοιτητές και υποστήριζαν τις διεκδικήσεις τους, οι γνωστοί τους μιλούσαν φανερά πλέον για δημοκρατία, ο Μαρκεζίνης ορίστηκε πρωθυπουργός. Οι φοιτητικές παρέες δεν τον είδαν σαν λύση τον Κοντοστούπη, καθότι η λύση θα ήταν κάτι πολύ πιο ριζοσπαστικό. Ασαφές, ασαφέστατο, σίγουρα όμως περιλάμβανε την εξόντωση της Χούντας. Ο Κοντοσβόιρας απλώς έριχνε στάχτη στα μάτια, ετοιμάζοντας τάχα μου εκλογές. Κι εντάθηκε ένα κλίμα χαράς, στους φοιτητές, για τους άλλους δεν την ενδιέφερε! Οι μισητοί χουντικοί ας έκαναν ό,τι ήθελαν, μετρημένες ήταν οι μέρες τους.
Ήταν ένα υπέροχο καλοκαίρι το καλοκαίρι του 1973. Στο χωριό. Χωρίς διάβασμα, αλλά με πολλή συζήτηση, πολλές εκδρομές για μπάνιο, με τη μεγάλη παρέα του Συλλόγου Φοιτητών του χωριού. Και το φθινόπωρο ωραίο ήταν. Χαιρετούσε πλέον και άλλα παιδιά στη Σχολή, εκείνα που είχε δει στην κατάληψη. Δεν τη χαιρετούσαν με τον ίδιο ενθουσιασμό! Όπως αποκαλύφθηκε εκ των υστέρων οι πιο πολλοί ήταν οργανωμένοι κάπου σοβαρότερα, με δίκτυο και διασυνδέσεις και προφυλάσσονταν από τις τυχαίες συζητήσεις που μπορεί να άνοιγαν άγνωστες γοητευμένες από τον αντιχουντισμό. Υπήρχαν όμως κι άλλοι πολλοί σαν αυτή. Που τον Νοέμβριο πλέον μπορούσαν να συγκροτούν αυθόρμητα ομαδούλες των τριών τεσσάρων, να βάζουν τις φωνές στα ξαφνικά «Κάτω η Χούντα» και να τρέχουν στα στενά των Εξαρχείων να αποφύγουν την Αστυνομία. Τώρα που το σκέφτεται, δεν θυμάται να τους κυνηγούν αστυνόμοι. Μόνο κάποιοι περαστικοί τους κοίταζαν έκπληκτοι και ένας γέρος τους έβγαλε κλωτσηδόν από μια είσοδο στην Τζαβέλα, «που θα με βάλετε σε μπελάδες, παλιόπαιδα!». Πάντως η δική τους αντίσταση γινόταν. Συντελούσαν λίγο, έστω, ελάχιστα, να χαλάσει η τάξη που διαφήμιζε η Χούντα, δεν κάθονταν στα αυγά μας, σαν μικροαστοί! Άφοβοι! Παιδιά μόνα τους στην Αθήνα, χωρίς έλεγχο, ξένοι, αλλά κατακτητές σε τέτοιες εκδηλώσεις!
Στις συνελεύσεις για τις επερχόμενες φοιτητικές εκλογές οι σχολές έβραζαν. Οι εκλεγμένοι του 1972 εξαφανίστηκαν από το προσκήνιο, διάφοροι νέοι ρήτορες άρχισαν να γίνονται γνωστοί, όλοι οι θεατές της Κινηματογραφικής Λέσχης και οι ακροατές των μουσικών γεγονότων. Στις 14 Νοέμβρη ανακοινώθηκε στη Συνέλευση ότι στο Πολυτεχνείο οι φοιτητές αποφάσισαν κατάληψη. Ώρα λοιπόν να πάνε και αυτοί, συντεταγμένοι κιόλας, εντάξει δεν ήταν ακριβώς άγημα, αλλά ήταν μια καλή ομάδα. Η αστυνομία δεν φάνηκε να ενοχλείται, δεν φάνηκε πουθενά. Όταν έφτασαν στο Πολυτεχνείο, ήταν σαν πανηγύρι. Πέρασαν χρόνια και ξέχασε ποιους ακριβώς είχε συναντήσει εκεί, αλλά την αίσθηση την έχει. Έκσταση και αγωνία. Αγωνία και έκσταση. Αδυναμία να σκεφτεί οτιδήποτε πέρα από αυτό που ζούσε. Δηλαδή, τις προκηρύξεις που έγραφε και έδινε στους περαστικούς, τις προκηρύξεις που έγραφαν άλλοι με έξυπνα σκίτσα και τις μάζευε στην τσάντα της για να τις έχει, τις συζητήσεις που προέβλεπαν την πτώση της χούντας, όπως έριξαν οι φοιτητές στην Ταϋλάνδη τη δική τους κυβέρνηση, τον ενθουσιασμό με την έλευση των αγροτών από τα Μέγαρα που τους έπαιρναν τα χωράφια για το καινούργιο διυλιστήριο. Τραγούδια, άνθρωποι που μπαινόβγαιναν στην αυλή κουβαλώντας δώρα. Κάποιος μοίρασε χαβιάρι και ελιές. Χαβιάρι! Πρώτη φορά έτρωγε και μετά είχε να το λέει, όχι ότι της άρεσε κιόλας, πανάλμυρη ψαρίλα. Έχει μπερδέψει τις μέρες και τις νύχτες.
Πέρασαν οι μέρες και οι νύχτες, έμενε εκεί, με τα ίδια ρούχα και εσώρουχα. Γονείς εδώ και συγγενείς να ανησυχήσουν δεν είχε. Προς τι λοιπόν να φύγει και να χάσει την ιστορία που γραφόταν μπροστά στα μάτια της; Που την έγραφε και η ίδια; Δεν μελετούσαν στο πανεπιστήμιο θεωρία της Ιστορίας, δεν το σκεφτόταν το θέμα, αυτά ήρθαν μετά το Ογδόντα. Όμως ενστικτωδώς είχε την αίσθηση ότι στο Πολυτεχνείο ζούσαν τέτοιες ώρες που θα γύριζαν τον ρου της ιστορίας.
Κυλούσε ονειρικός ο χρόνος στον Περίβολο, με σκέψη και δράση και αδρεναλίνη, αλλά το απόγευμα της Παρασκευής ζόρισαν τα πράγματα. Φοβηθήκαν κιόλας ή, εν πάση περιπτώσει αυτή φοβήθηκε, ανάμεσα στους ξερούς ήχους, κταπ, κταπ, που δεν αναγνώριζε, τις φήμες ότι πυροβολούσαν από το Ακροπόλ Παλάς απέναντι και τις τρομακτικές εικόνες φορείων που έβγαιναν από τον Περίβολο προς τα νοσοκομειακά, με ανθρώπους απάνω τους να αιμορραγούν. Πόσα τέτοια να είδε τάχα; Πολλά; Ένα και της έμεινε; Δεν θυμάται, ίσως δεν καταλάβαινε κιόλας από την αϋπνία, την κούραση, την ένταση και την έκσταση!
Και περνούσε η ώρα και δεν ήξερε τι να κάνει. Ποιος ήξερε δηλαδή; Πάντως στεκόντουσαν με τον Λευτέρη στο πρόστεγο του αριστερού κτιρίου καθώς βλέπουμε το Πολυτεχνείο και περιμέναν να δουν τι θα γίνει από την ώρα που έκλεισαν οι πύλες και είπαν ότι η αστυνομία είχε ζώσει την περιοχή. Μετά ήρθαν τα τανκς. Υπήρχαν παιδιά πάνω στην πύλη. ΄Εγιναν διαπραγματεύσεις με στρατιωτικούς που τις κοιτούσε από μακριά παγωμένη. Κι ύστερα ακούστηκε ένα ανατριχιαστικό σκρρααατς παααφ και είδε την πύλη να πέφτει. Την έβλεπε για πολύ καιρό σε αργή κίνηση, αργή κίνηση είχε και στην πραγματικότητα. Σκορπίσαν αλαφιασμένοι σαν του λαγού τα τέκνα, έντρομοι, αλαλιασμένοι, προς τα μέσα, πού πήγαιναν; Ακουγόταν ότι ήταν ανοιχτά από τη Στουρνάρα. Μπήκαν όμως στρατιώτες με όπλα και τους έδιωχναν και μάλιστα με αγωνία «φύγετε, φύγετε, έρχεται η αστυνομία». Έφυγε εν τέλει προς την Πατησίων, έτρεξε προς το μικρό στενάκι, την Πολυτεχνείου, έφαγε μια στο κεφάλι κι έπεσε κάτω, ένιωθε τα χτυπήματα σαν να ήταν έξω από το σώμα της, άκουγε τον κρότο και δεν πονούσε. Σκοτάδι.
……………………..
Κάποιος την τραβούσε να σηκωθεί σφαλιαρίζοντάς την κιόλας, ένας αστυνόμος. «Καθίκι, κομμούνι, πουτάνα!». Δεν την ένοιαζε, ούτε και πονούσε. Άσε τον βλάκα να βρίζει. Ούτε και είχε φόβο ή άγχος. Δεν αισθανόταν τίποτα, τίποτα απολύτως. Μόνο νύσταζε πολύ…
Βρέθηκε καθισμένη σε μια κλούβα, μαζί με άλλες κι άλλους, το ίδιο βουβούς κι αλαλιασμένους, ή τουλάχιστον δεν θυμάται τίποτα άλλο, κανέναν ψύχραιμο ή κεφάτο! Πού ο χτεσινός ενθουσιασμός, «Παπαδόπουλε φασίστα, πάρ’ τη Δέσποινα την πλύστρα», «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι», «τρεις κι εξήντα παίρνετε, τον λαό μας δέρνετε!». Πού κι ο χτεσινός λαός; Τώρα φωνές και ουρλιαχτά και βρισιές και κυνηγητά και το γαλάζιο φως από τα μπατσάδικα, κλούβες, σαν θρίλερ (λέει τώρα, τότε δεν είχε εμπειρίες από θρίλερ) και σαν εφιάλτης.
Η κλούβα σταμάτησε, «Στη Μεσογείων», άκουσε. Δεν είχε ξαναέλθει εδώ, τι να κάνει στη Μεσογείων, έμενε στην Πατησίων…
Μετά, σε ένα κελί. Μαραμένη, με πρησμένο πρόσωπο και ματωμένη μύτη, καθόταν και καθισμένη την έπαιρνε ο ύπνος. Μια κοπέλα από τις πολλές στο κελί προσπαθούσε να την κρατήσει ξύπνια «μην κοιμάσαι… προσπάθησε… διάσειση», αλλά αυτά τα άκουγε πολύ μακρινά, θαμπά, κι επιπλέον χωρίς νόημα, λες και αφορούσαν άλλη. Μια άλλη, δίπλα τη χτένιζε συνεχώς. Είδε τη χτένα ματωμένη, ούτε που φοβήθηκε. Σαν να ήταν αλλού. Πέρασαν ώρες, ήρθε το πρωί. Τις έπαιρναν μία μία για κατάθεση. Όταν ήρθε η σειρά της διαπίστωσε ότι δεν είχε την τσάντα της, που όταν βγήκε από τον περίβολο του Πολυτεχνείου την είχε περάσει χιαστί στο στήθος. Την ενημέρωσαν ότι οι μπάτσοι πήραν όλες τις τσάντες και όλα τα πράγματα από τις τσέπες όλων. Α, έτσι.
Είχε όμως συνέλθει κάπως. Νύσταζε ακόμα, αλλά πρόσεχε τις διπλανές, μιλούσαν για τις σχολές τους, για το ξύλο που έφαγαν, κυρίως για την ανάκριση, πήρε και να φοβάται τι θα γίνει. Όχι τόσο τη φυλακή, Παναγίτσα μου, αυτό απέφευγε να το σκεφτεί καν, αλλά την αναστάτωση των γονιών της, που τους είχε υποσχεθεί ότι τέρμα, δεν θα ανακατευόταν ξανά.
Την πήγαν στο γραφείο του αστυνόμου και την έβαλαν να καθίσει. Όνομα, καταγωγή, ιδιότητα. Η τσάντα της, καταλερωμένη, πάνω στο γραφείο. Μέσα στην ανοιχτή τσάντα να φαίνεται η συλλογή των προκηρύξεων-σκίτσων που μάζεψε με ενθουσιασμό. Ο αστυνόμος κρατούσε πολλές μεγάλες φωτογραφίες και μουρμούριζε «να, είσαι κι εδώ, κι εδώ, παντού». Δεν της τις έδειξε, αλλά εκείνη τον πίστεψε και πήρε να τρέμει. «Τώρα, τι θα γίνει τώρα, τι να πω;». Άγριος ο τύπος, «δεν ντρέπεσαι, μορφωμένη κοπέλα, από καλή οικογένεια που σε έστειλε να σπουδάσεις και να παρασύρεσαι από τους κομμουνιστές, χαλάτε τον κόσμο, διαλύσατε το σύμπαν». «Μπα, εγώ δεν είμαι κομμουνίστρια, εγώ θέλω εκλογές στα πανεπιστήμια και να γυρίσουν οι φοιτητές που στρατεύτηκαν». «Πού τα λες αυτά;». Τσιμουδιά. «Λοιπόν, για να τα πάρουμε από την αρχή. Πότε πήγες στο Πολυτεχνείο» «Την Τετάρτη». «Γιατί;» «Είδα κόσμο και μπήκα κι εγώ, έχω φίλους που τους πήραν φαντάρους». «Α, είδες κόσμο. Και ποιοι ήταν αυτές τις μέρες εκεί;» «Δεν ξέρω, δεν τους γνωρίζω με τα ονόματά τους». «Να τους θυμηθείς, δεν μπορεί να μην ξέρεις κανέναν» «Ε, να, τα παιδιά από τη φιλοσοφική, αλλά δεν ξέρω πώς τα λένε» «Καλά χαζή είσαι ή τη χαζή παριστάνεις; Άλλος;» «Την Καρυστιάνη είδα». Ο φόβος τη βοηθούσε να σκέφτεται πλέον και να λογαριάζει πως πρέπει, για να γλυτώσει τούτο το μαρτύριο και το, όπως είχε ακούσει τόσες φορές, πιθανό ξύλο, έπρεπε κάτι να πει. Και να δώσει, δεν ήταν και ψέμα, την εικόνα της ανοργάνωτης, λίγο χαζής, που πάει και μπλέκεται. Δεν ήταν καιρός για ηρωισμούς. Την Καρυστιάνη την ήξεραν και οι γάτες. «Και τον Τζουμάκα, είδα που ήρθε και ο Τζουμάκας. Και ο Ξυλούρης. Και ο Ξαρχάκος. Και ο Βούλγαρης». «Σαχλαμάρες, την παρέα σου να μου πεις. Ποιος σε ξεσήκωσε και σε καθοδηγεί». «Κανείς, σας είπα, μόνη μου ήμουν κι έκανα παρέα με τα παιδιά που ήμασταν εκεί». Την πίστεψε, δεν την πίστεψε, ποιος ξέρει, την ξανάστειλε στο κελί με τις πολλές. Όλες «ανακρίθηκαν». Όλες, είπαν ότι επέμειναν το ίδιο, πως δεν είχαν σκοπό να ανατρέψουν το καθεστώς, αλλά ζητούσαν «λευτεριά στα αδέλφια μας» και φώναζαν για τα θέματα της παιδείας. Ουσιαστικά οι πρώτες έδωσαν τη γραμμή και οι άλλες είχαν πια μια γνώση για το τι τις περίμενε, όλες το ίδιο θα απαντούσαν και δεν θα απαντούσαν.
Πέρασε η μέρα. Κάποια στιγμή έγινε ένα σούσουρο κι ώσπου να καταλάβει καλά καλά τι γινόταν βρέθηκε, βρέθηκαν, έξω από το κελί, στις σκάλες, στον δρόμο. «Τσακιστείτε, στα σπίτια σας». «Η τσάντα μου;» «Θα έρθετε να τις πάρετε με τον κηδεμόνα σας».
Έξω, στη λεωφόρο, δεν περνούσε ψυχή, ούτε αυτοκίνητα. Κάποιοι είπαν ότι απαγορεύτηκε η κυκλοφορία, βράδιαζε κιόλας. Είδε, με μεγάλη χαρά, τον φίλο της τον Λευτέρη, κι αυτός πέρασε τη νύχτα σε κελί. Κρατιόντουσαν από το χέρι βουβοί, θα είχαν τόσα να πουν, αλλά δεν ήταν ώρα. Πρέπει να πάνε στα σπίτια τους. Γρήγορα στον δρόμο. Μπουλούκι στην Αλεξάνδρας προς τα κάτω. Ο Λευτέρης έστριψε στου Γκύζη. Αυτή συνέχισε το περπάτημα με όση βιασύνη μπορούσε. Τώρα που κρύωσαν οι μπάτσες και οι γκλομπιές πονούσαν πολύ, αισθανόταν ξεχαρβαλωμένη. Κι οι άλλοι το ίδιο όμως, και βάδιζαν αργά και σαν χαμένα. Ώσπου έφτασαν κάποτε στο Πεδίο του Άρεως. Κι εκεί άκουσαν σφαίρες, είχαν πια την εμπειρία, ήξεραν τι σήμαινε ο ξερός ήχος. Εξάλλου, κάποιοι φώναξαν ότι είδαν τις σφαίρες να γαζώνουν τον δρόμο. Ίσως στρατιώτες από τη Σχολή των Ευελπίδων. Δεν χασομέρησαν να βρουν την προέλευσή τους. Χώθηκαν όλοι στην υπόγεια διάβαση, κάτω από την Αλεξάνδρας, μπροστά στο άγαλμα της Αθηνάς. Τρόμος. Δεν ήξεραν πού να στραφούν και τι να κάνουν. Πέρασαν στην απέναντι μεριά και κοίταζαν, πριν βγουν απάνω εντελώς, να δουν αν παραφυλάει κανείς να πυροβολήσει. Σε ένα μπαλκόνι, λίγο πιο κει, σε έναν πρώτο όροφο, τους έγνεφε μια κοπελίτσα και μια κυρία, μεγάλη, γκριζομάλλα, «ελάτε, ελάτε απάνω». Πήγαν κάποιοι, κάποιες μάλλον, τέσσερις, τρέχοντας. Τα άλλα παιδιά ποιος ξέρει πού κατέφυγαν.
Μα, αν είναι δυνατόν! Η νεαρή ήταν μια μαθήτρια που στο Πολυτεχνείο έγραφε προκηρύξεις, έγραφαν μαζί! Σαν θαύμα, μεγάλη παρηγοριά, ο κόσμος άρχισε να γίνεται καλός. Ανακουφίστηκε. Η κυρία ήταν η γιαγιά της που ζουν μαζί, γιατί οι γονείς, ζωγράφοι, ζουν, αυτοεξόριστοι, στο Παρίσι. Και ναι, η μικρή είχε διηγηθεί ενθουσιασμένη στη γιαγιά την εμπειρία από το Πολυτεχνείο και χτες το βράδυ έκλαιγαν από τον φόβο και τον εκνευρισμό τους με τους παλιοφασίστες που επιτέθηκαν στα παιδιά και σήμερα άκουσαν για την απαγόρευση κυκλοφορίας, αλλά κοιτώντας μέσα από το τζάμι είδαν το επεισόδιο με τους πυροβολισμούς απέναντι, το τανκ ήταν, δεν το είδατε; Αυτά τα βλαμμένα μας κατατρόμαξαν, αν σκότωναν κανένα;
Την πήρε στο λουτρό η γιαγιά, της έπλυνε το πρόσωπο, της έδωσε ασπιρίνη, έφτιαξε για όλες σάντουιτς με τυρί και σαλάμι, έβγαλε γλυκοπατάτες. Γλυκοπατάτες! Τι εμπειρία, σκεφτόταν με σαρκασμό! Έφαγε για πρώτη φορά χαβιάρι και γλυκοπατάτες και ξύλο! Και όχι το ξύλο του πατέρα και της μάνας και κάτι σφαλιάρες στο σχολείο, μιας δασκάλας κι αργότερα ενός καθηγητή. Ξύλο με γινάτι, με κακία, με μίσος. Μαζί και την τροφή πολυτελείας που την πρόσφεραν σε άγνωστους ανθρώπους άνθρωποι με ανθρωπιά.
Κοιμήθηκαν, μία στον καναπέ, άλλη σε πολυθρόνα-κρεβάτι, άλλες δυο σε μια μεγάλη κρεβατοκάμαρα, το σπίτι ήταν ωραίο και άνετο. Την επόμενη το πρωί που μπήκε, σερνάμενη από τον πόνο στη μέση και στην πλάτη, στο λουτρό και είδε το πρόσωπό της στον καθρέφτη, σκιάχτηκε. Κατατρόμαξε αναδρομικά, με όλον τον τρόμο που δεν ένιωθε όταν την κοπανούσαν. Μύτη πρησμένη, μάτι κλεισμένο, μελανιές παντού και τα μαλλιά, με όλο το χτεσινό συνεχές χτένισμα, κατάλερα από το αίμα.
Όμως ήταν καλύτερα, αναγεννημένη από τον πολύωρο ύπνο, και, παρόλο το πονεμένο κορμί, είχε ζωντάνια και ενεργητικότητα. Σηκώθηκαν, μετά από ένα καλό πρωινό με καφέ και μαρμελάδα, να φύγουν. Μία από τις φιλοξενούμενες, Αθηναία, θα περίμενε να την πάρει ο πατέρας της με αυτοκίνητο, την άλλη θα την έπαιρναν μαζί να την αφήσουν περνώντας στο σπίτι της, η κυρία έδωσε στις υπόλοιπες δυο λεφτά για εισιτήριο.
Βγήκε στην Ανωτάτη Εμπορική και περίμενε το τρόλεϊ. Αραιά τα δρομολόγια, καθότι Κυριακή πρωί, κατέβασε το κεφάλι να μη βλέπει ότι την παρατηρούσαν οι άλλοι στη στάση. Μπήκε στο όχημα κάποτε και έτεινε στον εισπράκτορα το δίφραγκο. Κι εκείνος της έβαλε το δίφραγκο μέσα στην παλάμη, της έκλεισε τη χούφτα μέσα στο δικό του χέρι και της ένευσε να προχωρήσει μπροστά.
Και τότε έβαλε τα κλάματα. Τα δάκρυα που είχε κρατήσει με γενναιότητα όταν έβλεπε το τανκ στην Πατησίων και όταν την κοπανούσε το γκλομπ και όταν έτρεμε στο κελί και όταν ντρεπόταν κάνοντας την ηλίθια στον αστυνόμο, όρμησαν με λυγμούς, με αναφιλητά, με κραυγές και της μούσκεψαν τα χέρια, τα μαντίλια που της έδωσε κάποια, την ψυχή. Αλλά την ηρέμησαν κιόλας. Όταν έφτασε στη στάση της, στο Ράδιο Σίτι, και μπήκε στο σπίτι της ήταν πλέον αρκετά ήρεμη για να αντιμετωπίσει, και ένα είδος έκπληκτης χαράς μάλιστα, την αγκαλιά της συγκατοίκου και του σπεύσαντος, τρομαγμένου αδελφού. Και να απολαύσει με περηφάνια την αφήγηση των γεγονότων, σταματώντας επίτηδες στα καίρια σημεία για να αυξάνει την αγωνία του ακροατηρίου.
Οι γονείς εν τω μεταξύ, τρελαμένοι από τα νέα που μάθαιναν και, κυρίως, από την έλλειψη επικοινωνίας, πήραν ταξί από το χωριό για πεντάωρο ταξίδι και έφτασαν, χτύπησαν το κουδούνι, ό,τι ακριβώς τελείωνε η εξιστόρηση των ηρωικών παθών. Ούτε νεύρα, ούτε γκρίνια, ούτε διαμαρτυρίες, ούτε «τι πήγες κι έκανες», τίποτα. Αγκαλιές και δάκρυα και ανακούφιση και αγάπη. Αχ, τι ωραίος μπορεί να είναι ο κόσμος!
Το επόμενο βήμα ήταν να λουστεί και να κάνει μπάνιο. Και τότε ανακάλυψε τις μαυρισιές παντού στο κορμί της. Σημάδια από πατημασιές στην πλάτη! Μα τι στο καλό, πάνω της χόρεψε ο άθλιος; Η μαμά της έβαλε τα κλάματα, ο μπαμπάς οργίστηκε πολύ με τους αληταράδες, τους εγκληματίες. Αυτές οι μαυρισιές ήταν η αιτία να στραφούν με πάθος εναντίον της Χούντας αρκετές από τις φίλες της. Όταν έφυγαν οι γονείς άρχισε η παρέλαση στο σπίτι και το ξεγύμνωμα, το συνωμοτικό στριπ τιζ, να δουν όλοι, όλες μάλλον, τα σημάδια της περιπέτειας, της αγριότητας των βλαμμένων που δεν σεβάστηκαν τα παιδιά! Και τα κόκκινα σημάδια έγιναν μελανά και πράσινα και κίτρινα και ως τα Χριστούγεννα χάθηκαν, αλλά αυτή άρχισε, χάρις και σε αυτά, να ζει την ευτυχέστερη και κοινωνικότερη περίοδο της μέχρι τότε ζωής της.
Είχε κάνει κάτι για να αλλάξει η κατάσταση. Είχε αγωνιστεί!
Μετά άκουγε πολλά αρνητικά για τη γενιά του Πολυτεχνείου. Άστους να λένε. Είχε ζήσει την ιστορία από τη μεριά του δίκιου! Τα άλλα είναι πολιτικούρες…