Η συλλογή ποιημάτων ξεκινά με ένα ποίημα προϊδεασμού, με τίτλο Χορεύω πάνω στον ρυθμό των στίχων, ποίημα που έμμεσα οριοθετεί την ταυτότητα της συλλογής, συστήνει τη συλλογή ως θεματολογία και κυρίως ως κλίμα συναισθημάτων, αναζητήσεων, προβληματισμού.
Το όλο έργο διαρθρώνεται σε τέσσερις ενότητες με επιμέρους τίτλους η κάθε ενότητα, όπου ο κάθε τίτλος δίνει το πρόσημο των ποιημάτων της οικείας ενότητας. Η πρώτη ενότητα, που έχει ως τίτλο τον γενικό τίτλο της συλλογής, Χορεύοντας στον ρυθμό των στίχων, ενώ διέπεται από τα βασικά χαρακτηριστικά του ποιητικού λόγου –ως λόγος νοείται τόσο το σημαίνον νόημα όσο και η «λέξη», το λεκτικό μέρος- ακολουθεί μια αυστηρή, επιτρέψτε μου να πω, λογική γραμμή γραφής, που εισάγει σταδιακά και με γόνιμη πρόσκληση τον αναγνώστη στο πνεύμα της. Σε αυτή την ενότητα ο Ν.Κ. επέλεξε να «χορέψει» όντως στον ρυθμό των στίχων, να εκφραστεί δηλαδή με την παραδοσιακή φόρμα, μέτρο και ρίμα/ομοιοκαταληξία. Σεβόμαστε την επιλογή –επιλογή δύσκολη και κοπιώδης- που απαιτεί πειθαρχία και σύνθετη τακτική και βέβαια δηλώνει τον σεβασμό του γράφοντα προς την παραδοσιακή μας ποίηση και προς τους ποιητές που την υπηρέτησαν.
Η δεύτερη ενότητα με τίτλο «…Και της καρδιάς τη φλόγα συνδαυλίζω, τα όνειρά μας να ‘ναι αναστημένα!» περιλαμβάνει δέκα ποιήματα, που όπως δηλώνει ο τίτλος, μας κατευθύνουν, κατά τη γνώμη μου, στο θυμοειδές, στην έδρα των συναισθημάτων, αλλά πάντα με επίκουρο τη λογική, ώστε να φθάσουμε με ασφάλεια στο μήνυμα. Η λογική αυτή συνταιριάζει αρμονικά με το συναίσθημα κι επιτρέπει ακόμη και την πλάνη. Έτσι μας λέει το ποίημα «Τρελό κορίτσι» (σ.29) Τρελό κορίτσι που παντρεύτηκε το τώρα./Περιγελά τους γνωστικούς/κι αυτή πλανιέται/στον κόσμο των παιδιών και των φευγάτων. Μέσα στα συγκείμενα του ποιήματος, νομίζω, ότι το ρήμα «πλανιέται» επιλέχθηκε για να υπονοεί και τη σημασία του «πλανάται»· «πλανιέμαι» και «πλανώμαι» δηλαδή. Αυτή είναι η μαγευτική δύναμη του ποιητικού λόγου, η ποιητική γοητεία.
Ο τίτλος του τρίτου μέρους «Βυθίζομαι στο πονεμένο βλέμμα, στη θλίψη του ανθρώπου, την οδύνη…» με τα είκοσι ποιήματα μας πάει βαθύτερα, μας καλεί να ακολουθήσουμε τον γράφοντα στο βύθισμά του στο πονεμένο βλέμμα, στη θλίψη του ανθρώπου. Πρόκειται για την ενότητα της ενσυναίσθησης, της συμπόνιας, της ανθρωπιάς. Δυσάρεστες καταστάσεις, όπως είναι ατομικές διαψεύσεις, κοινωνικές αστοχίες, κάθε ύβρις που γεννά την τραγικότητα, μέχρι τα σύγχρονα συλλογικά δράματα που βιώσαμε ως έθνος, Μάτι, Πανδημία, Τέμπη, ξαναζούν με τον τρόπο της Ποίησης: χαϊδεύω τις τριμμένες λέξεις/…παιδεύω το χαρτί να μιλήσει (σ. 44) ομολογεί ο Ν.Κ. αποκαλύπτοντας ότι η ποιητική λειτουργία είναι απαιτητική και απρόβλεπτη, αφού κινείται από το χάδι μέχρι το παίδεμα. Η ενότητα αυτή γέμει από συναντίληψη για τον Άλλον, τον ξένο, τον άστεγο και πλάνητα, τον προδομένο, τον αναγκεμένο, τον Άνθρωπο που τελικά ταυτίζεται με το ποιητικό υποκείμενο, καθώς κι αυτό κοινωνεί, κατά βάθος, την ίδια ουσία.
Η συλλογή κλείνει με την πέμπτη ενότητα «Και στης ζωής ζυγώνοντας το γέρμα…». Εδώ συντελείται ένας εξαγνισμός δια του συναισθήματος και μέσω της Αγάπης. Πρόσωπα που δεν ονομάζονται, αλλά καθαρά υπονοούνται, εμπειρίες πνευματικού πλουτισμού, καταστάσεις αντιφάσεων, υπερβάσεων ή αποτυπώματα οδύνης υποστασιοποιούν τον ανήσυχο άνθρωπο και νοηματοδοτούν τον πιο σκληρό -ίσως- αγώνα, τον αγώνα της βιωμένης ύπαρξης που αρνείται το σύνηθες και μάχεται το τυχαίο. Δεν είναι τυχαίο –πιστεύω- ότι σε αυτή την ενότητα κυριαρχούν της Φύσης στοιχεία, άλλοτε απλά όπως το κυκλάμινο, η μαργαρίτα, το αγριολούλουδο και η αράχνη ή η μέλισσα κι άλλοτε τα πιο θαυμαστά, το φεγγάρι, ο ήλιος, η θάλασσα μέχρι ο Γαλαξίας και ο Παράδεισος. Έχω την πεποίθηση ότι αν διαβαστεί η ενότητα ενιαία ο αναγνώστης θα νιώσει να συντελείται μια ιδιότυπη έκρηξη και να αποκαλύπτονται τα υλικά που γέννησαν την ενότητα με κυρίαρχο το έλλογο πάθος για τα μικρά και τα μεγάλα, συγκερασμένο αρμονικά με την κατάλληλη κάθε φορά λέξη.
Τελικά, το πνεύμα της Μούσας της Ποιήσεως όπου θέλει «πνεῖ» και καταλαμβάνει δημιουργικά όποιον άνθρωπο είναι ανοιχτός στα θαύματα που αθόρυβα συντελούνται γύρω μας, ευαίσθητος στην Αγάπη αλλά και στον πόνο, ικανός στο να αποθησαυρίζει βιώματα, στο να μεταβολίζει πνευματικές απολαύσεις. Η Ποίηση δεν έχει άλλα προαπαιτούμενα πλην της ευαισθησίας, της έγνοιας για τον άλλον και του σεβασμού στη γλώσσα, δεν έχει στεγανά, υπηρετείται αιώνες τώρα από διαφορετικής αφετηρίας ανθρώπους και από Μαθηματικούς, όπως είναι κι ο Νίκος Κατσής.
Θα ήθελα να ολοκληρώσω τις σκέψεις μου με λίγα λόγια για το εξώφυλλο. Οι τρεις Χορευτές του Πάμπλο Πικάσο υπομνηματίζουν τόσο εύστοχα τον τίτλο της συλλογής, σαν να καθοδηγούνται οι χορευτικές κινήσεις τους από τον ρυθμό των στίχων· όντως ευρηματικά επιτυχής συνύπαρξη μορφής και περιεχομένου και σε αυτό το σημείο.
Χρύσα Ευστ. Αλεξοπούλου
Δρ Κλασικής Φιλολογίας-ποιήτρια