Από παιδί,
έσβηνα τα καβαφικά κεριά μου
φυσώντας ηχηρά και δεν τα μέτραγα.
Χρόνια πολλά, σαν μεθυσμένη πεταλούδα,
με τράβαγε το φως της γνώσης.
Με δαχτυλόδειχναν: -«Να ένας σοφός»!
Στα χείλη στέγνωνα μια δίψα γλυκερή
και μια λαλιά μελίρρυτη και ζυγισμένη.
Μα τώρα πια,
καλλιεργώ, σε ποικιλίες, δέντρα
της γνώσης του καλού και του κακού.
Συνθλίβω τους καρπούς, παρασκευάζω
ιάματα που ξεδιψούν ηδονικά,
με μιας σοφίας υπόπικρης επίγευση.
Και κάθε χρόνο, αφήνω τα κεριά
να φέγγουν στοργικά, μέχρι να λιώσουν.
Ούτε και τώρα, βέβαια, τα μετρώ.
Όμως, σταμάτησα, για πάντα, να ζυγίζω .