«Μόλις στρίψαμε από την όχθη του Ρήνου για το κέντρο της πόλης ένιωσα ένα βάρος να μου πλακώνει την καρδιά, σαν να με περίμενε κάτι παράλογο, ίσως μια τρομερή είδηση…»
Όταν γράφει αυτές τις γραμμές η Άννα Ζέγκερς [1943] βρίσκεται στο άγριο τοπίο του Μεξικού. Επιθυμεί την επιστροφή στην πατρίδα. Επιθυμία ανέφικτη. Ο πόλεμος μαίνεται. Αναπολεί μια σχολική εκδρομή. Τι έγιναν οι συμμαθήτριες; Πού βρίσκονται τώρα η Λένι, η Μαριάννα, η Νόρα, η Γκέρντα, η Λόρε, η Έλζε, η Ίντα, η Έλλι, η Σοφία, η Λόττε; Απουσιάζουν. Η παρουσία τους όμως στη μνήμη της συγγραφέως την σπρώχνει να αφηγηθεί σε δύο χρόνους, στο τότε και στο παρόν, αυτή την εκδρομή στα ξέγνοιαστα προπολεμικά χρόνια μιας νεότητας χαμένης προ πολλού με τρόπο τραγικό. Τα χρόνια τα καλά τέλειωσαν.
Τα κορίτσια χάθηκαν, πέθαναν.
Δεκαπέντε κοπέλες, στο άνθος της ηλικίας τους, έπεσαν θύματα της γερμανικής τραγωδίας. Βίωσαν την κόλαση των εκτοπίσεων, την αυτοκτονία, τη θηριωδία των βομβαρδισμών, των βασανιστηρίων, των καταδόσεων.
Τα ειλικρινή σκιρτήματα, τα ευαίσθητα συναισθήματα της εφηβείας, τα ειδύλλια, τα όνειρα, οι προσδοκίες, όλα διαψεύδονται και υπονομεύονται από τα ύπουλα πλήγματα, τους συμβιβασμούς και τις ωμότητες της ωριμότητας.
Η εκδρομή των κοριτσιών που πέθαναν, όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος αυτής της σπαρακτικής ιστορίας, είναι ένα ρέκβιεμ της χαμένης νεότητας, του χαμένου χρόνου. Είναι η ζωή που πνίγηκε στο ποτάμι του μίσους που κατέκλυσε εκείνη την εποχή του ναζισμού. «Μια ιστορία υπάρχει μόνο αν την αφηγηθείς». Έτσι έγινε και με την εκδρομή των κοριτσιών. Κι ας είναι μόνο εν μέρει πραγματική αυτή η ιστορία της εκδρομής. Αλλά έτσι συμβαίνει συνήθως με τη λογοτεχνία.
Κι επειδή όπως έλεγε η συγγραφέας, «μόνο ό,τι αφηγούμαστε τελειώνει» θέλει αφηγούμενη να πενθήσει τις φίλες, τα χρόνια που πέρασαν. Τότε είναι που διαπιστώνει τη ματαιότητα των πάντων. Αυτών που χάνονται κι αυτού του ελάχιστου που μένει και τελειώνει μόνο αν το πεις.
Η Άννα Ζέγκερς [1900-1983] είχε νιώσει την πίκρα της προσφυγιάς, την αναγκαστική εξορία, βίωσε τη μοίρα του πρόσφυγα όταν τα πράγματα στη Γερμανία έγιναν αφόρητα γι αυτήν μια κομμουνίστρια, εβραία, συγγραφέα που ήθελε να είναι ελεύθερη να εκφραστεί. Κάτι που στη Γερμανία του Χίτλερ ήταν απαγορευμένο.
Το Ζέγκερς ήταν θάλεγε κανείς συνωμοτικό και ταυτόχρονα λογοτεχνικό ψευδώνυμο. Συνωμοτικό με την έννοια πως η Ζέγκερς δεν απεμπόλησε ποτέ την μαρξιστική της ιδεολογία, υπήρξε στρατευμένη ως συγγραφέας αν και δεν υιοθέτησε το δόγμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού όταν επέστρεψε και εγκαταστάθηκε στην Λαοκρατική Δημοκρατία της ηττημένης, εξαθλιωμένης και διχασμένης πια πατρίδας της. Τότε και για τα τριάντα τρία χρόνια που έζησε εκεί ως αναγνωρισμένη και βραβευμένη συγγραφέας βίωσε δραματικά την απογοήτευση για την ανελεύθερη κατάσταση στην οποία είχε βρεθεί ο κομμουνισμός, αλλά δεν αντέδρασε ούτε στο σταλινισμό, πράγμα για το οποίο και επικρίθηκε. Όπως είχε συμβεί και με τον Μπρεχτ. Αυτοί οι άνθρωποι δεν μπόρεσαν να αντισταθούν σ’ αυτό το οποίο υπερασπίστηκαν όταν διαπίστωσαν πώς εφαρμόστηκε. Έμειναν μόνο με την πικρία τους.
Η Άννα (Νέτι) Ράιλινγκ, όπως είναι το πραγματικό όνομα της Αννας Ζέγκερς, γεννήθηκε στο Μάιντς το 1900 σε μια εβραϊκή οικογένεια. Ο πατέρας της ήταν έμπορος αντικών. Παντρεύτηκε τον Λάζλο Ραντβάνυ, επίσης γνωστό ως Johann Lorenz Schmidt, έναν Ούγγρο κομμουνιστή το 1925, αποκτώντας έτσι την ουγγρική υπηκοότητα.
Στην Κολωνία και τη Χαϊδελβέργη σπούδασε ιστορία, ιστορία τέχνης και κινέζικα. Έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας το 1928, σε μια εποχή που η Δημοκρατία της Βαϊμάρης πλησίαζε στο τέλος της.
Το 1932, το μυθιστόρημα της, Οι σύντροφοι, ήταν μια προφητική προειδοποίηση για τους κινδύνους του ναζισμού, που οδήγησε στη σύλληψή της από τη Γκεστάπο.
Το 1934 μεταναστεύει, μέσω της Ζυρίχης, στο Παρίσι. Μετά την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων στη Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία το 1940, φεύγει για τη Μασσαλία και ένα χρόνο αργότερα στο Μεξικό, όπου ίδρυσε το αντιφασιστικό «Χάινριχ Χάινε Κλαμπ», που πήρε το όνομά του από το μεγάλο ρομαντικό γερμανοεβραίο ποιητή Χάινριχ Χάινε και ίδρυσε το «Ελεύθερη Γερμανία» (“Freies Deutschland”), ένα ακαδημαϊκό περιοδικό.
Όντας ακόμα στο Παρίσι το 1939- αγαπούσε τους Γάλλους και την κουλτούρα τους, όπως ο Γκαίτε κι ο Χάινε αντίθετα με την αντιπάθεια που έτρεφαν γι αυτήν οι Γερμανοί -, είχε γράψει τον Έβδομο Σταυρό, για τον οποίο έλαβε το Βραβείο Γκέοργκ Μπύχνερ το 1947. Το μυθιστόρημα εξελίσσεται το 1936 και περιγράφει τη διαφυγή επτά κρατουμένων από ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Δημοσιεύθηκε στις ΗΠΑ το 1942 και έγινε ταινία το 1944 από τον Metro-Goldwyn-Mayer με πρωταγωνιστή τον Σπένσερ Τρέισι.
Ανέπτυξε έντονο ενδιαφέρον για τον υπαρξιακό Χριστιανισμό του Σαίρεν Κίρκεγκωρ (1813-1855), καθώς και τα γραπτά του Εβραίου φιλόσοφου και σιωνιστή Μάρτιν Μπούμπερ (1878-1965) αφότου παραιτήθηκε από την ορθόδοξη πίστη του πατέρα της. Αλλά σε όλη τη ζωή της διατήρησε βαθύ και έκδηλο σεβασμό για τη θρησκεία, για την εβραϊκή πίστη, καθώς και για τον Χριστιανισμό. Πίστευε παράλληλα ότι ο κομμουνισμός θα μπορούσε να συνεχίσει και να ολοκληρώσει την κοινωνική αποστολή του Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού.
Η διδακτορική της διατριβή, είχε τίτλο «Οι Εβραίοι και ο Ιουδαϊσμός στο έργο του Ρέμπραντ» και ήταν απόδειξη για το ενδιαφέρον της για την τέχνη αλλά και τη θρησκεία που κληρονόμησε από τους γονείς της.
«Γιατί θεωρούσα νεκρούς αυτούς που είχαν εγκαταλείψει την πραγματική ζωή τους στις χαμένες τους χώρες[…] Όσο κι αν παρίσταναν ακόμα τους ζωντανούς με τα παράτολμα σχέδιά τους, με τα πολύχρωμα ρούχα τους, με τις βίζες τους για αλλόκοτες χώρες, με τις σφραγίδες του τράνζιτο. Τίποτε δεν μπορούσε να με ξεγελάσει για το είδος του ταξιδιού τους» αφού, είναι «όλοι πάντα σε μια φυγή από το θάνατο προς το θάνατο».
Οι ατέλειωτες ουρές των επίδοξων φυγάδων μπροστά στα προξενεία για την απόκτηση διαφόρων εγγράφων από τη χώρα από την οποία θα έφευγαν, από τις αρχές κατοχής και βέβαια τη χώρα προορισμού ήταν η κατάσταση του τίτλου: Τράνζιτο. Αλλεπάλληλες τρικλοποδιές μιας βασανιστικά αργής και σαδιστικής γραφειοκρατίας που επιχειρεί να κοσκινίσει τους ακατάλληλους και επικίνδυνους. Λες και οι αρχές δεν τους θεωρούσαν όλους ως τέτοιους.
Στην εισαγωγή της στο Τράνζιτο η Ανατολικογερμανίδα συγγραφέας Κρίστα Βολφ που θεωρεί την Ζέγκερς μέντορά της και τη θαυμάζει απεριόριστα γράφει:
«Το Τράνζιτο είναι από τα βιβλία που επεμβαίνουν στη ζωή μου, που η ζωή μου συνεχίζει να τα γράφει, έτσι ώστε κάθε δύο ή τρία χρόνια να πρέπει να τα ξαναδιαβάζω για να δω τι έχει συμβεί στο μεταξύ σε μένα και σ’ εκείνα. […] Η επιμονή με την οποία δούλεψε η Άννα Ζέγκερς το Τράνζιτο -στο ρυθμό των γεγονότων, η ίδια σε τράνζιτο, η ίδια περιμένοντας στους προθαλάμους των διαφόρων προξενείων της Μασσαλίας, περιμένοντας στα καφέ, ριψοκινδυνεύοντας ακόμα μια φορά να πέσει στα χέρια των Γερμανών ή να την παραδώσουν σε αυτούς, με την πιο μεγάλη ψυχολογική πίεση -, αυτή η επιμονή είναι επίσης μια απόδειξη για τη δύναμη που μπορεί να δώσει μια τέτοια πειθαρχία, μια τέτοια δουλειά».
Ο Χάινριχ Μπελ γράφει για το Τράνζιτο:
«Αν τούτο το μυθιστόρημα της Άννα Ζέγκερς αποδείχτηκε το ωραιότερό της, αυτό οφείλεται στην τρομακτική μοναδικότητα της ιστορικοπολιτιστικής κατάστασης που επιλέχθηκε ως πρότυπο: η Μασσαλία το 1940. Το γεγονός που στη γλώσσα μας ονομάζεται ακόμη τόσο χαριτωμένα -σαν να ήταν μια επιχείρηση προσκόπων- “εκστρατεία στη Γαλλία”, ανάγκασε έναν ολόκληρο λαό μεταναστών να φύγει κυνηγημένος από το Παρίσι, απ’ όλα τα μέρη της Γαλλίας, από στρατόπεδα, ξενοδοχεία, πανσιόν. Όλοι πάσχιζαν να φτάσουν στον μοναδικό προορισμό που τους απέμενε: τη Μασσαλία…».
Στη Συνάντηση μια νουβέλα οργανώνει «αυθαίρετα» μια φανταστική συνεύρεση του Ε.Τ.Α. Χόφφμαν, του Νικολάι Γκόγκολ και του Φραντς Κάφκα σ’ ένα καφενείο της Πράγας, κατά το πρότυπο των παιχνιδιών με το χρόνο του Χόφφμαν. Οι τρεις μεγάλοι συγγραφείς συνομιλούν και ανταλλάσσουν απόψεις για το έργο τους, τον κόσμο και τη λογοτεχνία.
Μέσα το δυναμικό σύντομο αφήγημα με τίτλο το Τέλος, όπου ζούμε το αγωνιώδες και αδιέξοδο τέλος ενός βασανιστή, η Άννα Ζέγκερς θέτει δραματικά το κεντρικό ερώτημα μετά το 1945 στη Γερμανία: είναι δυνατή η κάθαρση από το ναζισμό;
Το 1950, μετακόμισε στο Ανατολικό Βερολίνο, συνίδρυσε την Ακαδημία Τεχνών της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας και έγινε μέλος του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης. Το 1951, έλαβε το Εθνικό Βραβείο της ΛΓΔ και το Βραβείο Ειρήνης Λένιν. Έλαβε επίτιμο διδακτορικό από το Πανεπιστήμιο της Ιένας το 1959. Η Ζέγκερς προτάθηκε για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας του 1967 από τη Γερμανική Ακαδημία Τεχνών. Το 1981, έγινε επίτιμος πολίτης της πατρίδας της, του Μάιντς.
Πέθανε στο Βερολίνο την 1η Ιουνίου του 1983, σε ηλικία ογδόντα τριών ετών.
Βοηθήματα
– ANNA SEGHERS, Τράνζιτο, μτφρ. Γιώργος Δεπάστας, Άγρα, 2006 (εξαντλ.)
– ANNA SEGHERS, Η Εκδρομή των κοριτσιών που χάθηκαν, μτφρ. Γιώργος Δεπάστας, Άγρα 2000
– ANNA SEGHERS, Εκείνο ακριβώς το μπλε, μτφρ. Γιώργος Δεπάστας, Άγρα 2002 (εξαντλ.)