Της τηλεφώνησα για να της ευχηθώ καλές γιορτές. Και κείνη, με το θάρρος της φιλίας μας, ξέσπασε:
Κάθε χρόνο τα ίδια και τα ίδια. «Πότε θα στολίσεις;» με ρωτάει. «Κάτσε άνθρωπέ μου», του απαντάω, «παιδάκι είσαι; Χτες ακόμη μπήκε ο Νοέμβριος». Αναστενάζει. «Ξεκίνησε η σαρακοστή των Χριστουγέννων», μου λέει με υπονοούμενο μισό μήνα μετά. Λες και είναι της εκκλησίας. Δεν του δίνω σημασία. «Φέτος λέω ν’ αγοράσω φυσικό έλατο», μουρμουρίζει σαν να με απειλεί. «Και ποιος θα καθαρίζει μετά;» ουρλιάζω. Ευτυχώς που είναι και σφιχτοχέρης. «Ησύχασες τώρα;» τον ρωτάω όταν βλέπει το δέντρο στολισμένο. Μπα! Τώρα τον πιάνουν οι φούριες του. Τραγουδάει «τρίγωνα κάλαντα» και γεμίζει το σπίτι πολύχρωμα λαμπάκια. Μετά βγαίνει στο μπαλκόνι με άλλα τόσα φωτάκια, αλλά με διαφορετική μουσική υπόκρουση: «Καλήν εσπέραν άρχοντες». Το λέει και το ξαναλέει για μέρες. Του το ξεκόβω. «Όσες φορές και να το πεις, δεν πρόκειται να σου δώσω μήτε ευρώ». Σκασίλα του. Αυτός έχει αλλού τον νου του. Πρώτα έρχεται με έναν τεράστιο σοκολατένιο Αγιοβασίλη και τον κουνάει για ν’ ακούσω πως έχει μέσα σοκολατάκια. Νομίζει πως έτσι θα με καλοπιάσει για τα δώρα που δεν κάνει ποτέ του. Ύστερα το ρίχνει στα γούρια, πέταλα, κρεμμύδες, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Δεν αφήνει γούρι για γούρι που να μην το κουβαλήσει στο σπίτι. «Για το καλό του χρόνου», λέει κάθε φορά που περνάει το κατώφλι φορτωμένος. Κάθε χρόνο ούτε που το βλέπουμε «το καλό του χρόνου». Και την παραμονή της πρωτοχρονιάς πια κατεβάζει κάτι μούτρα μέχρι το πάτωμα. Σαν να έχει χάσει η ομάδα του. «Πάλι δεν μου έπεσε το πρωτοχρονιάτικο», λέει και βρίζει την τύχη του. «Πάλι μαύρη πρωτοχρονιά θα κάνουμε», σκέφτομαι. Ο καημένος κάθε φορά τα έχει υπολογίσει όλα. Τόσα θα βάλω στην άκρη, με αυτά θ’ αλλάξω αμάξι και με αυτά θα πάρω σκάνερ. Και βέβαια θα σταματήσω να ξυπνάω κάθε πρωί με ξυπνητήρι. «Τι το θες το σκάνερ;» μου έρχεται να τον ρωτήσω, αλλά το ράβω. Για λόγια είμαστε; «Δεν θα ετοιμαστείς;» τον ρωτάω κάθε μεσημέρι πρωτοχρονιάς. «Οι γονείς σου θα μας περιμένουν». «Άσ’ τους να περιμένουν», μου λέει στρωμένος στο αγαπημένο του ηλεκτρονικό, χωρίς να πάρει τα μάτια του από την οθόνη. «Κι εγώ περιμένω», συμπληρώνει με ικανοποίηση, σαν να έχει πει κάτι σημαντικό. Κάθε χρόνο τα ίδια και τα ίδια.