Η γιαγιά μου η Σταμάτα, από «χωρίον Κουρουνιού, Καρύταινας, Γορτυνίας, Αρκαδίας», όταν , αραιά και πού, ερχότανε στη Σπάρτη, για να δει τα παιδιά και τα εγγόνια της, όλο μπροστά στο παράθυρο του χειμωνιάτικου έστεκε κι αγνάντευε τον ουρανό, σαν να πρόσμενε κάποιο διαβατάρικο πουλί, για να στείλει χαιρετίσματα στο χωριό της.
Καμιά φορά, όταν ο ουρανός ήτανε βαριά συννεφιασμένος, ακούγαμε τη γιαγιά μου να μονολογεί:
-Θα βρέξει με το τουλούμι σήμερα.
Κι εμείς, παιδιά της πόλης, άμαθα και ξεκομμένα απ’ τις Ρίζες, ρωτάγαμε:
-Τι είναι, γιαγιά, το τουλούμι;
Κι εκείνη μας αποκρινότανε:
-Δεν ξέρετε το τουλούμι; Καθίστε εδώ στο τζάκι να σας πω.
Κι εμείς καθόμαστε ανακούρκουδα στο παραγώνι, καθότανε κι η γιαγιά μου στο σκαμνί της κι άρχιζε να λέει, μ’ εκείνα τα λόγια τα όμορφα και θιαμαστά, που μοιάζαν με κάτασπρα στρόγγυλα βότσαλα του ποταμού, που τα σκάλισε και τα λείανε το καθάριο νερό των χρόνων, της σοφίας και της παράδοσης του Λαού:
–Λοιπόν, παιδάκια μου, το τουλούμι (το λέγαμε και ασκί) ήτανε από τομάρι κατσικίσιο. Όταν σφάζαμε ένα καλό κατσίκι, του βγάζαμε το τομάρι χωρίς να το σκίσουμε, ολόκληρο, έτσι που βγάζετε κι εσείς τη φανέλα σας. Μετά το πλέναμε καλά και το αλατίζαμε, μέσα-όξω, και το κρεμάγαμε, κάμποσες μέρες, στον ήλιο, να στεγνώξει και να ψηθεί. Κατόπι, με το προβατοψάλιδο κουρεύαμε το μαλλί απ’ το τομάρι, αλλά αφήναμε κάμποση τρίχα, όσο ένα δάχτυλο να ειπούμε, γιατί οι τρίχες κρατάγανε δροσά μέσα στο τουλούμι και δε χάλαγε το τυρί. Κράταγε πολύ καιρό. Το πλέναμε πάλι καλά, μέσα-όξω, και το ξαναστεγνώναμε. Όταν ήτανε έτοιμο, ένας που ήξερε καλά τη δουλειά έδενε γερά και καλά τα πόδια του τομαριού (γινόντουσαν σαν κόμποι), σούφρωνε το πίσω μέρος μ’ ένα σουφλί. Και το έδενε σφιχτά να μην παίρνει καθόλου αέρα και μετά το γύριζε ανάποδα, μέσα το τριχωτό και όξω το γυαλιστερό.). Άφηνε μόνο ένα άνοιγμα, στο απάνου μέρος, στην τραχηλιά, για να βάζουμε και να βγάζουμε το τυρί.
-Τι λες, γιαγιά; Βάζατε τυρί μέσα στο τομάρι με τις τρίχες και το τρώγατε;
-Ναι, παιδιά μου. Εκεί στο μαντρί, στο τυροκομιό, φτιάναμε τυρί με πρόβειο και κατσικίσιο γάλα και μετά το ρίχναμε μέσα στο τουλούμι μέχρι να γιομίσει καλά-καλά και να μη χωράει άλλο. Κατόπι το δέναμε καλά στην τραχηλιά και το βάζαμε στο κατώι σε μέρος δροσερό, μέχρι να «γίνει» το τυρί. Κάθε τόσο, που ξέραμε, ανοίγαμε το τουλούμι, «ποτίζαμε» το τυρί με φρέσκο γάλα και το ξανακλείναμε. Όταν το τυρί «είχε γίνει», βγάζαμε όσο χρειαζόμαστε από το τουλούμι και τρώγαμε.
-Και ήταν, γιαγιά, καλό και νόστιμο αυτό το τυρί το τουλουμίσιο;
-Καλό και νόστιμο; Πεντανόστιμο ήτανε. Φτιάναμε, τότε, καλά τυριά, αλλά το τουλουμίσιο ήτανε αλλιώτικο! Ήτανε κάπως κιτρινωπό και μαλακό και μερικοί το τρώγανε με το πιρούνι. Είχε μια μυρουδιά λαχταριστή και πιπέριζε στο στόμα. Καμιά φορά μαζί με το τυρί έβγαινε και καμιά τρίχα από το μέσα του τουλουμιού, αλλά τη βγάναμε και τρώγαμε. Δε μας πείραζε καθόλου. Το παίρναμε το τουλουμοτύρι και κοντά μας, μέσα στον ντορβά, μαζί με ψωμί, καμιά ελιά, καμιά ντομάτα και προσφαΐζαμε στα πρόβατα και στο χωράφι. Το ρίχναμε και στον τραχανά και νοστίμευε και στον καγιανά με τις ντομάτες, το παστό και τ’ αυγά . Αυτό κι αν ήτανε μεζές!
-Και γιατί, γιαγιά, είπες ότι θα βρέξει με το τουλούμι;
-Κοιτάτε. Μέσα στο τουλούμι, βάζαμε και νερό. Κι άμα γύριζες το τουλούμι για να πιάσεις νερό ή να πιείς, έτρεχε πολύ γιατί ήτανε πολύ ανοιχτό. Γι’ αυτό λέμε «θα βρέξει με το τουλούμι», που πάει να πει θα ρίξει πολύ νερό σα ν’ αδειάζεις νερό στο κεφάλι σου με το τουλούμι.
-Ωραίες ιστορίες γιαγιά! Πού τις έμαθες;
-Μου τις είχε πει η γιαγιά μου κι εκεινής η γιαγιά της. Γιατί έτσι γινότανε τότες. Ό,τι ήξερε ο ένας το έλεγε στον άλλονε.
-Γιαγιά, γιαγιά … η μάνα μας μια μέρα είπε του Λια ότι θα τον κάνει τουλούμι στο ξύλο.
-Α! Θα σας πω και γι’ αυτό: Όποιος, παιδιά μου, φάει πολύ ξύλο πρήσκεται, έτσι όπως φουσκώνει το τουλούμι όταν το γιομίζουμε με το τυρί ή το νερό. Γι’ αυτό λέμε: «Θα σε κάνω τουλούμι στο ξύλο». Πάει να πει ότι θα φας τόσο ξύλο που θα πρηστείς όπως το γιομάτο τουλούμι.
Άντε τώρα γιατί πέρασε η ώρα και πρέπει να ξαπλώσετε να κοιμηθείτε. Αύριο θα πούμε κι άλλα.
ΣΣ: Τουλουμοτύρι, θυμάμαι, μια φορά έφαγα στη ζωή μου, όταν, μικρό παιδί, ακόμα, λέει μια μέρα ο πατέρας μου: «Πήγαινε στου Κακαλέτρη να πάρεις τυρί. Έμαθα ότι έφερε τουλουμοτύρι». Πράγματι, πήγα με τα λεφτά στο χέρι και πήρα από την μπακαλοταβέρνα του κυρ-Παναγιώτη του Κακαλέτρη, στο Νέο Κόσμο, τουλουμοτύρι. Έτσι όπως το πήγαινα στο σπίτι, τυλιγμένο στη λαδόκολλα, μου έσπασε τη μύτη με τη μυρουδιά του. Κι όταν το δοκίμασα στο φαΐ και στο προσφάι, με μαλακό φρέσκο ψωμί, ξετρελάθηκα από την ιδιαίτερη νοστιμάδα του, τη μυρουδιά του και τη γεύση που άφηνε στο στόμα. Πραγματικά, αν και έχουν περάσει τόσα χρόνια, όποτε θυμάμαι το τουλουμοτύρι, νιώθω όλη εκείνη την πολύ ευχάριστη, την απίστευτη θα έλεγα, γευστική απόλαυση που μου χάρισε, εκείνες τη μοναδική φορά που αξιώθηκα να το δοκιμάσω.
Έτσι, λοιπόν, μάθαμε τα εγγόνια, από τη γιαγιά μας τη Σταμάτα, για το τουλούμι αλλά και τόσα άλλα, κατά καιρούς, που γίνανε σποράκια μες στην ψυχή και την καρδιά μας και ζούνε και προκόβουν και καρπολογούν μέχρι σήμερα, γιατί ήτανε ο Ήλιος ο Ηλιάτορας της Σοφίας, της Αγάπης και του Δέντρου της Παράδοσης, που με τις ζωογόνες ακτίνες του φώτιζε (και φωτίζει) τον Ελληνισμό και τους Έλληνες, για να μη χαθούν στους σκοτεινούς κι επικίνδυνους λαβύρινθους που φτιάχνονται συνεχώς στην αυλή τους..
Σαν περάσανε τα χρόνια, διαβάσαμε, ακούσαμε, ψάξαμε, μάθαμε, συναντήσαμε το τουλούμι, αρκετές φορές στις αναζητήσεις μας, μάθαμε πολλά γι’ αυτό, αλλά, πάντα, της γιαγιάς μας η ιστόρηση παρέμεινε μία και μοναδική.
Το τουλούμι της γιαγιάς μου ήτανε ο ασκός των αρχαίων Ελλήνων, που βρήκε θέση στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου, του μεγαλύτερου από τους ποιητές όλων των αιώνων:
Εκεί που ο Θεός των Ανέμων, ο Αίολος, βάζει όλους τους ανέμους μέσα σε ένα ασκί για να γυρίσει ο Οδυσσέας ασφάλεια στην Ιθάκη του, γράφει ο Όμηρος:
«δῶκε δέ μ’ ἐκδείρας ἀσκὸν βοὸς ἐννεώροιο,
ἔνθα δὲ βυκτάων ἀνέμων κατέδησε κέλευθα·
κεῖνον γὰρ ταμίην ἀνέμων ποίησε Κρονίων,
ἠμὲν παυέμεναι ἠδ’ ὀρνύμεν, ὅν κ’ ἐθέλῃσι.
νηῒ δ’ ἐνὶ γλαφυρῇ κατέδει μέρμιθι φαεινῇ
ἀργυρέῃ, ἵνα μή τι παραπνεύσει’ ὀλίγον περ·»
«Έγδαρε βόδι εννιάχρονο, και μου ΄δωσε τ΄ ασκί του
με κάθε ανέμου βουητερού φυσήματα γεμάτο·
τι ο γιος του Κρόνου φύλακα τον είχε των ανέμων,
να παύει ή να σηκώνει αυτός όποιον αγέρα θέλει.
και μ΄ ασημένιο το ΄δεσε μες στο καράβι νήμα,
που μήτε λίγο φύσημα απεκεί να μην ξεφεύγει·»
ΟΔΥΣΣΕΙΑ Κ, 19-24
Μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη
Και στην Ιλιάδα, εκεί που Τρώες και Αχαιοί κάνουν ένορκη θυσία πριν από τη μονομαχία του Μενέλαου με τον Πάρη, γράφει, πάλι, ο θείος Όμηρος:
«Κήρυκες δ᾽ ἀνὰ ἄστυ θεῶν φέρον ὅρκια πιστά,
ἄρνε δύω καὶ οἶνον ἐΰφρονα, καρπὸν ἀρούρης,
ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ· φέρε δὲ κρητῆρα φαεινὸν
κῆρυξ Ἰδαῖος ἠδὲ χρύσεια κύπελλα·»
«Και οι κήρυκες τες προσφορές της ένορκης θυσίας,
δύο κριάρια κι έν᾽ ασκί γλυκό κρασί γεμάτο,
μέσ᾽ απ᾽ την πόλιν έφερναν· και ο κήρυξ ο Ιδαίος
έναν κρατήρα ολόκληρον με τα χρυσά ποτήρια.»
ΙΛΙΑΣ Γ, 245-248
Μετάφραση Ιάκωβος Πολυλάς
Γιατί, πράγματι ο ασκός ήτανε από τα πρώτα δοχεία που έφτιαξαν και χρησιμοποίησαν ο Αρχαίοι Έλληνες, για να βάζουν το νερό, το λάδι, το κρασί, το τυρί κ.α. . Τον χρησιμοποιούσαν, επίσης, και στα φυσερά των σιδεράδικων της εποχής, για να δίνει αέρα στο καμίνι.
Και φαίνεται πως ήταν ο ασκός πολύ δημοφιλής στα αρχαία χρόνια, αφού οι πρόγονοί μας χρησιμοποιούσαν πολλές φράσεις με τη λέξη ασκός σε κυριολεκτική ή μεταφορική σημασία. Λόγου χάρη, η λ. ασκός αρχικά δήλωνε «το δέρμα γδαρμένου ζώου», σημασία από την οποία προέκυψαν οι έννοιες «τουλούμι, ασκός για κρασί» και «φυσερό» (Όμηρος, Ιων.-Αττική), ενώ, συχνά, η λέξη απαντούσε με μεταφορική χρήση για να χαρακτηρίσει «τον μέθυσο» ή «την κοιλιά» καθώς και τον περήφανο και φαντασμένο άνθρωπο. Ακόμα, έχουν διασωθεί οι αρχαίες φράσεις: «ἀσκὸν δείρειν», «ἀσκὸς δεδάρθαι» δηλ. γδέρνω κάποιον ζωντανό ή τον κακοποιώ βάναυσα.
Αρχαία παράγωγα της λέξης «ασκός» ήταν οι λέξεις: ασκί (-ίον), ασκίτης ασκίδιον, άσκωμα και σύνθετα τα: ασκοδέτης, ασκοδορώ, ασκοθύλακος, ασκοπήρα, ασκοπυτίνη, ασκοφόρος καθώς και το μεσαιωνικό-νεοελληνικό ασκοδάβλα (Αγγείο για τη μεταφορά ύδατος και άλλων πόσιμων υγρών.)
Μένοντας στα χρόνια των Αρχαίων αξίζει να αναφέρουμε και το παρακάτω περιστατικό:
Όταν στις αρχές του 2ου προχριστιανικού αιώνα ο πολύπειρος Αρκάδας στρατηγός Φιλοποίμην, είδε την διάθεση για εμπλοκή στα Ελληνικά πράγματα του Ρωμαίου υπάτου Φλαμινίνου, κατάλαβε πως οι Έλληνες βρισκόταν μπροστά σε τεράστιες περιπέτειες.
Ο Φιλοποίμην αποφάσισε τότε να συμβουλευθεί το Μαντείο των Δελφών για το μέλλον της Ελλάδος.
Η Πυθία έδωσε τον εξής χρησμό και ταυτόχρονα τον απόλυτο ορισμό της Ελλάδας, που εδώ και 22 αιώνες επιβεβαιώνεται στο ακέραιο:
«Ασκός κλυδωνιζόμενος μηδεπώποτε βυθιζόμενος»
Η ιέρεια των Δελφών παρομοίασε, δηλαδή, την Ελλάδα με φουσκωμένο ασκί στο φουρτουνιασμένο πέλαγος, που κλυδωνίζεται μεν λόγω των κυμάτων, αλλά που δεν πρόκειται να βυθιστεί ποτέ!
Και πράγματι, επιβεβαιώνοντας τους φόβους του Φιλοποίμενα:
Οι Ρωμαίοι ήρθαν.
Οι Γότθοι ήρθαν.
Οι Άβαροι ήρθαν.
Οι Φράγκοι ήρθαν.
Οι Τούρκοι ήρθαν.
Οι Άραβες ήρθαν.
Οι Γερμανοί ήρθαν.
Σύμμαχοι ήρθαν, προδότες ήρθαν, χρεωκοπίες ήρθαν, μνημόνια ήρθαν…
Αλλά ο ασκός, σε πείσμα όλων αυτών και πολλών άλλων, «μηδεπώποτε βυθίζεται»!
Ιωάννης Ασλανίδης, «Ο χρησμός του Μαντείου των Δελφών», http://www.elzoni.gr/
Στη Μινωική Κρήτη (αλλά και στην υπόλοιπη αρχαία Ελλάδα) ο ασκός, σαν το μοναδικό δοχείο με το οποίο μπορούσε να μεταφερθεί γρήγορα και εύκολα το λάδι, ήταν στενά συνδεμένος με το μάζεμα της ελιάς, που ήταν η πιο σπουδαία αγροτική ασχολία των αρχαίων Ελλήνων, αφού τους έδινε την «ιερή» τους τροφή, το λάδι και τις ελιές:
«Το μάζεμα της ελιάς ήταν η τελευταία συγκομιδή της χρονιάς και απαιτούσε τον περισσότερο χρόνο. Άρχιζε το Νοέμβριο και δεν τελείωνε παρά στις αρχές Μαρτίου, όταν οι πολύ ώριμοι καρποί έπεφταν μόνοι τους.
Μάζευαν με τα χέρια μερικές ελιές, τα ψηλά, ωστόσο, κλαδιά τα ράβδιζαν οι άντρες. Οι γυναίκες και τα παιδιά μάζευαν τις ελιές στο προσεχτικά καθαρισμένο χώμα, που, καμιά φορά, το σκέπαζαν με σεντόνια και τις ξεχώριζαν από τα φύλλα και από κανένα κοτσάνι. Έβαζαν τις λιωμένες ελιές σε τρίχινα τσουβάλια, που τα τοποθετούσαν ανάμεσα σε ένα είδος μικρού κάδου με στόμιο και σ’ ένα σωρό από μαδέρια που χρησίμευαν για πρέσα. Η συνήθεια αυτή διασώθηκε σε πολλά χωριά έως σήμερα. Αύξαιναν κατά κανόνα την πίεση, βάζοντας πάνω από τα μαδέρια ένα πελώριο βραχίονα μοχλού, που τη μια του άκρη τη στερέωναν μέσα στον τοίχο και την άλλη τη λύγιζαν με τη δύναμη των ανθρώπινων χεριών και των σάκων με πέτρες, που κρεμούσαν.
Το λάδι από αυτή την πρώτη εν ψυχρώ απόσταξη έσταζε σ’ ένα πιθάρι ή κάδο, απ’ όπου το έβγαζαν για να το αποθηκεύσουν στις στέρνες του αγροκτήματος ή για να γεμίσουν τα τουλούμια από κατσικίσιο δέρμα. Μετέφεραν τα τουλούμια με το λάδι στο σπίτι του ηγεμόνα, του ιερέα ή του εμπόρου.»
«Η Ελαιοκαλλιέργεια στη Μινωική Κρήτη» https://polelia.sedik.gr/
Όμως, οι ευρηματικοί Αρχαίοι Έλληνες, με το δημιουργικό και φωτισμένο Πνεύμα τους, κατόρθωσαν, απ’ αυτόν τον ταπεινό ασκό, να δημιουργήσουν τον Άσκαυλο, ένα μουσικό όργανο που τους ικανοποιούσε την εσωτερική ανάγκη για έκφραση, μέσα από τη μουσική τέχνη, που την αγαπούσαν τόσο πολύ, ώστε να πιστεύουν πως είχε θεϊκή προέλευση.
«Ο Άσκαυλος (άσκαυλος < ασκός + αυλός ) είναι πανάρχαιο Ελληνικό πνευστό μουσικό όργανο ποιμενικού χαρακτήρα, που χρησιμοποιεί αέρα αποθηκευμένο σε ασκό. Χρησιμοποιείται στην Ελληνική μουσική του Αιγαίου εδώ και τουλάχιστον 2.500 χρόνια ενώ ήδη από τον 5ο π.Χ. αι είναι γνωστός ως “ο ασκός του Διονύσου” και αναφέρεται από πολλούς συγγραφείς όπως ο Αριστοτέλης στο βιβλίο του “(Μουσικά) προβλήματα” .
Πρόκειται για πνευστό όργανο (πρόγονο της τσαμπούνας) που έδινε τη δυνατότητα στον εκτελεστή του να παίζει χωρίς παύσεις για την αναπνοή του. Αποτελούνταν από έναν έως τέσσερις αυλούς (με γλωσσίδες) προσαρμοσμένους σε έναν ασκό φτιαγμένο από ολόκληρο το δέρμα ενός μικρού ζώου ή την κύστη ενός μεγαλύτερου.
Ο ασκός χρησίμευε ως αεροδεξαμενή που γέμιζε κατά τη βούληση του “ασκαύλη” με εμφύσηση από το στόμα (μέσω ενός καλαμένιου αγωγού που έφερε μια ανεπίστροφη δερμάτινη βαλβίδα) ή με ποδοκίνητο φυσερό. Ο εκτελεστής κρατούσε τον άσκαυλο στην αγκαλιά του πιέζοντας τον ώστε να διατηρεί σταθερή την πίεση του περιεχόμενου αέρα. Ο ένας (ή δύο) από τους αυλούς έπαιζαν την μελωδία (“τραγουδιστές”) με τους κατάλληλους δακτυλισμούς ενώ οι υπόλοιποι κρατούσαν τον ίσο (“ισοκράτες”) παράγοντας μια συνεχόμενη νότα.»
https://el.wikipedia.org/
Ο ασκός συνέχισε να είναι, λειτουργικά, «παρών», χωρίς καμιά ιστορική διακοπή, ΚΑΙ στη νεότερη εποχή των Ελλήνων και, μάλιστα, ήταν τόσο ισχυρή και ζωντανή η παρουσία του, ώστε δέθηκε άρρηκτα με την Παράδοση των Ελλήνων.
Κι αν στην τουρκοκρατία ο ασκός πήρε το όνομα «τουλούμι» από το τουρκικό tulum, που σημαίνει ασκί από κατσικίσιο δέρμα, παρέμεινε, ωστόσο, πέρα για πέρα, ελληνικός. Σε κάποια μέρη τον ασκό (τουλούμι) τον έλεγαν και «δερμάτι» προφανώς επειδή ήταν κατασκευασμένος από δέρμα.
«Έδωκέ μας μιαν ελιά στο στόμα κι εκρέμασέ μας ένα τουλούμι από πίσω μας», λέει ο Λαός μας, γι’ αυτούς που κάνουν μια μικρή εξυπηρέτηση, για να ζητήσουν, μετά, πολλά ανταλλάγματα.
Λέει ακόμα κι εκείνα που μας είχε μάθει η γιαγιά μας η Σταμάτα:
«Θα βρέξει με το τουλούμι» (Θα βρέξει πάρα πολύ), «Θα σε κάνω τουλούμι» (Θα φας πολύ ξύλο) κι ακόμα «με τουλούμιασε στο ξύλο».
Το τουλούμι γινότανε, κυρίως, από κατσικίσιο δέρμα, μπορεί κι από δέρμα προβάτου και βοδιού (στα αρχαία χρόνια). Δεν γινόταν, όμως, ποτέ, από δέρμα γουρουνιού, επειδή, σίγουρα, θα είχε δοκιμαστεί και δεν είχε επιτυχία στη διατήρηση του περιεχομένου του, αφού δεν έχει μακρύ τρίχωμα. Γι’ αυτό και ο Λαός μας έχει πει πάλι:
«Που χοιρινό τουλούμι κρασί δεμ πίνης.»
(Από χοιρινό τουλούμι κρασί δεν πίνεις)
ΡΟΔΟΣ
Με το τουλούμι ο Λαός μας, συνδύασε και την αιτία που οι Μωαμεθανοί δεν τρώνε το χοιρινό κρέας:
Γιατί δεν τρώνε οι Τούρκοι χοίρο
Ο Μουχαμέτης όταν διάβασε πως ο Μωυσής εχτύπησε με τη βέργα του κι έβγαλε νερό είπε κι αυτός: Κι εγώ θα βγάλω νερό. Πάει και γεμίζει ένα ασκί νερό και το βάνει στη γή μέσα κι επήγε να καλέση τσι Τούρκους να κάμη το θαύμα. Την ώρα που ‘λειπεν πήγε ένα γουρούνι κι ετρύπησε το τουλούμι για να κυλιστή κι έτσι δε μπόρεσε να κάμη το θαύμα του ο Μουχαμέτης. Γι αυτό έδωκε κατάρα να μη φάνε οι οπαδοί του χοίρο απο τη μεριά που κυλίστηκε το γουρούνι. Μα επειδή δεν ξέρουνε απο ποια μεριά κυλίστηκε δεν τρώνε καθόλου χοιρινό κρέας.
Τόπος Καταγραφής: Κρήτη, Ινναχώριο, Τοπόλια Χρόνος καταγραφής 1938
Στα παλαιότερα χρόνια η ανάγκη ασκών για αποθήκευση προϊόντων και διεξαγωγή εμπορίου ήταν τόσο μεγάλη, ώστε δημιούργησε το επάγγελμα του «τουλουμτζή».
Ο εκλεκτός μελετητής και αρθρογράφος της Παράδοσης Λούης Σερεμέτης, από τις Κροκεές Λακωνίας γράφει:
« (…) Η λαλαγγίδα όμως ήθελε και τυρί, και όσοι δεν είχανε ζωντανά για να έχουν δικό τους τυρί, το προμηθεύονταν από τους «βλάχους» όπως τους λέγανε, που ερχόντουσαν τέτοιες μέρες από τα χωριά της Τρίπολης με τα μουλάρια τους φορτωμένα τυρί σε τουλούμια. Όταν έφταναν στο χωριό μαθευόταν το νέο.
Σταματούσαν στις γειτονιές, άνοιγαν τότε τα τουλούμια και ο κόσμος μαζευόταν να πάρει τυρί. Έφερναν μαζί τους οι βλάχοι και λαδούσες, γιατί συνήθως ο πολύς ο κόσμος αντάλλασσε το τυρί με φρέσκο λάδι, και πολλοί λίγοι το αγόραζαν με λεφτά. Έτσι συνήθως λειτουργούσε η οικονομία τότε, με ανταλλαγές , είδος με είδος.
Λ.Σερεμετης : «Λαογραφικά και …. Άλλα» krokeai.gr, 5 Ιανουαρίου, 2021
Και στο περιοδικό «Νεχωρίτικα» (τ. 40-2012) γράφτηκε, μεταξύ άλλων:
«Στον Ξεριά της Υπάτης, στις 27 Σεπτεμβρίου γινόταν παζάρι. Πήγαινε ο κόσμος να πουλήσει ό,τι είχε: φασόλια, ρεβίθια, καρύδια, άλογα, μουλάρια κλπ. Το μεγαλύτερο εμπόρευμα ήταν το τυρί στα δερμάτια. Το Νεχώρι τότε είχε τη μεγαλύτερη κτηνοτροφία και έφερνε πολλά. Αν δέκα οικογένειες πήγαιναν πέντε ή δέκα τουλούμια τυρί, ήταν εκατό δερμάτια. Σκορπισμένα επάνω στα πεζούλια ή σε στρωμένες μαντανίες, γιατί τότε δεν υπήρχαν πάγκο ια να τα τοποθετήσουν, έμοιαζαν σαν μικρά παιδιά που κοιμόντουσαν…»
Τ Ο Δ Ε Ρ Μ Α Τ Ι [Αλέξανδρος Κ. Σταμέλος, Νεχωρίτης]-2013
Οι τουλουμτζήδες, λοιπόν, λόγω της αυξημένης ανάγκης για τουλούμια, δούλευαν, τότε, καλά κι έκαναν επαγγελματική δουλειά στην κατασκευή τουλουμιών, που ξεπερνούσε την εμπειρική κατασκευή τους από τους τσοπάνηδες και όποιονδήποτε άλλον κατασκεύαζε τουλούμια για τις προσωπικές του ανάγκες στο χωριό. Η διαδικασία για την κατασκευή του τουλουμιού περνούσε από πέντε φάσεις: το αλάτισμα, το κούρεμα, το πλύσιμο, το μπάλωμα (αν χρειαζόταν), το ράψιμο και το δέσιμο και τελικά το κλείσιμο του ασκού ανάλογα με τη χρήση του (δοχείο ή «σάκος» τουλουμοτυριού).
Το επάγγελμα του τουλουμτζή άρχισε να φθίνει μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Όπως αναφέρεται σε ηλεκτρονική δημοσίευση του Εργαστηρίου Κοινωνικής και Πολιτισμικής Ψηφιακής Τεκμηρίωσης του Πανεπιστημίου Αιγαίου «…παρότι ήδη από το 19ο αιώνα χρησιμοποιήθηκαν και τα (πήλινα) λαγήνια, ενώ στη συνέχεια και τα βαρέλια, τα «τουλούμια» εξακολούθησαν να χρησιμοποιούνται ως μέσα μεταφοράς, μέχρι και το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο…» .
Η καθιέρωση των ψυγείων, στη νέα εποχή, περιόρισε την κατανάλωση τουλουμοτυριού, αφού δεν χρειαζόταν πλέον το τουλούμι για τη διατήρηση του τυριού. Έτσι, πολύ γρήγορα, η παραδοσιακή τέχνη του τουλουμτζή χάθηκε και σήμερα την ασκούν ελάχιστοι τυροκόμοι που εξακολουθούν να παράγουν τουλουμοτύρι, στην Κέα, στην Εύβοια, στη Λέσβο, στη Λευκάδα, στην Κρήτη και (ίσως) σε κάποιες άλλες λιγοστές περιοχές της Ελλάδας.
Στα μέρη αυτά έχουν διασωθεί και παραδοσιακές συνταγές με βάση το τουλουμοτύρι, όπως : Τυροπιτάρι με τουλουμοτύρι, τυροκεφτέδες με τουλουμοτύρι, σπαράγγια με τουλουμοτύρι, γκιούλμπασι με τουλουμοτύρι, τραχανοπαπάρα με τουλουμοτύρι, κατημέρια (ποντιακή τυρόπιτα) κ.α.
Να σημειωθεί ότι «τουλουμτζήδες», σε μερικά μέρη, λέγανε και τους μουσικούς που έπαιζαν (ή παίζουν) «άσκαυλο» (γκάιντα) αλλά και τους πυροσβέστες του παλιού καιρού.
Το δέσιμο του ασκού (τουλουμιού) με τη ζωή των Ελλήνων της παλαιότερης εποχής αποτυπώθηκε και στο γεγονός πως υπάρχουν τρεις (τουλάχιστον) οικισμοί στη χώρα μας που φέρουν το όνομα «Ασκός»:
1.Ασκός Λαγκαδά Θεσσαλονίκης, μεγάλος ημιορεινός οικισμός σε υψόμ. 480 μ., Βρίσκεται λίγο βορειότερα της λίμνης Βόλβης. Μέχρι το 1926 ονομαζόταν Γιακίνια, οπότε μετονομάστηκε σε Ασκό, σε ανάμνηση του χωριού Ασκώ της Ανατολικής Θράκης.
2.Ασκός Ζακύνθου: Ημιορεινός οικισμός σε υψόμ. 160 μ., στο βόρειο τμήμα του νησιού, 33 χλμ. βορειοδυτικά από την πόλη της Ζακύνθου. Σημαντικό αξιοθέατο της περιοχής είναι το φυσικό περιηγητικό πάρκο χλωρίδας και πανίδας «Ασκός» όπου υπάρχουν αυτοφυή φυτά, θάμνοι και δέντρα, αντιπροσωπευτικά θηλαστικά του νησιού, διαφόρων ειδών πτηνά, αμφίβια, έντομα καθώς και πέτρινες κατασκευές (στάβλοι, στέρνες, διάφορες συνθέσεις πέτρας και ξύλου κ.α.).
3.Ασκοί Πεδιάδος Ηρακλείου: Βρίσκεται στις δυτικές προσβάσεις των Λασιθιώτικων βουνών, σε μικρή απόσταση βόρεια του χωριού Ξιδάς, σε τοπίο εξαιρετικού φυσικού κάλλους, στην είσοδο του Ασκιανού φαραγγιού. Σε μικρή απόσταση βορειοανατολικά από το χωριό, στην κορυφή του λόφου Αμυγδαλοκέφαλο, βρίσκονται τα ερείπια μεγάλου οικοδομήματος του Ιερού Κορυφής.
Να, λοιπόν, ΤΙ είναι Παράδοση: Ακόμα κι ένα ταπεινό τυρί, όπως το τουλουμοτύρι, ΜΠΟΡΕΙ να έχει κρυμμένες πίσω του πολύτιμες ψηφίδες από το πανέμορφο ψηφιδωτό της Ιστορίας και της Ζωής του Ελληνισμού. Κι εμείς έχουμε χρέος αυτές τις ψηφίδες να τις κρατάμε φυλαγμένες, σαν πολύτιμο θησαυρό, στο πουγκί της μνήμης.
Γιατί όπως, πολύ σωστά, είπε ο Φώτης Κόντογλου:
«Ένας λαός που έχει χάσει την παράδοσή του, είναι σαν τον άνθρωπο που έχει χαμένο το μνημονικό του, που έχει πάθει αμνησία.
Το «σήμερα» και το «αύριο» είναι δεμένα με τα περασμένα. Το «σήμερα» θρέφεται από τα περασμένα, και τα μελλούμενα από το «σήμερα».»
Σπάρτη 22-11-2023
Βαγγέλης Μητράκος