Τρίτη εμφάνιση. Ξεχωρίζω το εξής χαρακτηριστικό δείγμα σημασιοσυντακτικών συνδέσεων, όπου, εκτός των άλλων, οι εικόνες διαθλώνται, παράγοντας αλυσιδωτά πολύτιμες άμυνες της ύπαρξης: «Στρόβιλος παρελθόν φαντασμαγορία: ένα / τσεκούρι στο κέντρο του τραπεζιού (θ‘ αρνηθείς / τη γλυφή των ανίδεων σε συναίσθημα πετρωμένο). / Δεν μπορείς να ’χεις στον νου σου το καλό, / ούτε για τους αγαπημένους. / Ἐσκότισεν ἥλιον ὑποδραμὼν νέφος, καὶ νοῦν λογισμὸς ὀργῆς, / απ’ τον πυρπολημένο αχυρώνα θα σωθείς / κλέβοντας τη λάμψη». Οι συνειρμοί λειτουργούν αβίαστα. Η λεκτική μηχανή του Αλέξανδρου Μηλιά (1982 – ) επικεντρώνεται στην προάσπιση ενός σαφώς λογίου ιδιώματος, όπου το μπαρόκ ύφος εγκολπώνεται αβίαστα τους τρέχοντες κανόνες νοηματοδότησης. Η εκφορά του επικοινωνιακού σήματος δεν διαταράσσεται από παρένθετους τρόπους ετερογενών ομιλημάτων. Συγκρατώ ότι τα απανωτά χωρία από πλείστα έργα ινδαλμάτων του πρόσφατου και του απώτερου δυτικοευρωπαϊκού κυρίως λογοτεχνικού παρελθόντος δεν ταυτοποιούνται σε αρμόδιο βιβλιογραφικό πίνακα παραθεμάτων. Εν τούτοις δεν προκύπτουν προσκόμματα πρόσληψης. Εύκολα ανευρίσκονται στο πάντα φιλόξενο δίχτυ του Χόρχε Λουίς Μπόρχες: στο διαδίκτυο. Το ποιητικό υποκείμενο φαίνεται να γνωρίζει ήδη προ πολλού ότι συνέχεται κυρίως από ό, τι νοείται ως ιδέα του απόλυτου, του τέλειου και του αιώνιου. Τις αντιλαμβάνεται μάλιστα και τις τρεις αυτές ιδέες ως να ήταν εκ προοιμίου εγγενείς. Όταν όμως στοχάζεται, διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να τις γειώσει επ΄ ουδενί στο πεδίο της εξ αντικειμένου λεγομένης πραγματικότητας. Κατ΄ ανάγκην καταφεύγει σε εκλογικεύσεις και σε συστηματικές απωθήσεις. Εξ ου και ο παρατεταμένος διχασμός του. Παραπέμπω στα εξής ενδεικτικά: «Ύστερα η Κίρκη έσβησε την οθόνη. Ένας-ένας / σηκώθηκαν να φύγουν, στις πύλες του χρόνου / πάφλαζε ανέγγιχτη η ζωή, ένιωσα / τον τροχό του μαρτυρίου να σχίζει –τέτλαθι δή, κραδίη– / φθαρμένο ιστίο την επανάληψη, / την ανάταση των ψευδοεικόνων στο χώμα να σωριάζει, / τέλος, το χέρι μου μες στα μαλλιά της είχε απομείνει, / εγώ κι εκείνη μόνο είχαμε απομείνει, / ο κόσμος όλος είχε γίνει εγώ-κι-εκείνη». Η προβολή της εσωτερικής πραγματικότητας αποδίδει τοπία ιδιαίτερης αισθητικής τιμής. Η δε ροή της εμφανούς κι άλλο τόσο αμείωτης διακειμενικότητας προσδίδει στην ανάγνωση μιαν ιδιαίτερη σημασιολογική υφή. Η ενδελεχής αξιοποίηση πλείστων στοιχείων από την τάξη του συμβολικού χαρακτηρίζει το σύνολο των συγκεκριμένων εμπεδώσεων του παρόντος εντατικού λόγου. Ανάλογα ισχύουν και για ό, τι συνεισφέρει η ευρηματική εκμετάλλευση επίλεκτων όψεων και γωνιών του φαντασιακού πεδίου δράσης από το πολυμήχανο, ακάματο διηγητικό εγώ. Το δίπολο των ρητορικών χρήσεων του στοιχείου τόσο της μεταφοράς, όσο και της πρόσφορης μετωνυμίας, ως ικανών και αναγκαίων πολιτικών διαχείρισης του συνολικού στιχικού φορτίου, δρα αποτελεσματικά. Διακρίνω, μεταξύ πολλών, τα εξής πολύσημα: «Μάλλινη αυγή, μου έκαιγες το πρόσωπο δροσιά και σε ξεπλένω με νερό; / Χρύσωμα του ήλιου, φεύγει απ’ το σγουρό κεφάλι μεταξένιο χάδι. / Τα δάχτυλά της έτρεχαν σμαράγδια – σε αλμυρό σκοτάδι / λύνεται η φωνή μου, το εγκαταλελειμμένο σπίτι με συντρίβει σε λυγμό. / Μόνος μπορώ; ρωτάω, για να χαθώ σε μιαν ακόμα φλόγα μνήμης. / Ήταν πρωτοχρονιά, χρυσοστεφανωμένο χίλια εννιακόσια ενενήντα έξι. / Κι ήμουν συγχρόνως η μαμά, εκείνος, τα παιδιά. Ας μην το ήξερα./ Στη στέψη, / όταν ζητήσω ουράνια ρόδα πλέον να με ανασαίνουν, ίσως εξαπίνης / εμφανιστεί το γέλιο που είχα τότε. Και θα μου συγχωρεθεί / η αλαζονεία της στιγμής».
***********