You are currently viewing Ιωσήφ Ιωσηφίδης: Αλογάκια

Ιωσήφ Ιωσηφίδης: Αλογάκια

ΑΛΟΓΑΚΙΑ

 

«Τι είναι αυτό το παιγνίδι;» ρώτησα τον συμμαθητή μου Χειμώνα (τον φωνάζαμε με το επίθετό του, χειμώνα καλοκαίρι). «Να», μου λέει «εγώ θα τρέχω μπροστά κάνοντας το άλογο κι εσύ πίσω μου καβαλάρης θα τρέχεις κρατώντας τις τιράντες μου για ηνία. Το ίδιο θα κάνουν δύο από την άλλη τάξη. Όποιο δίδυμο τρέξει πιο γρήγορα είναι ο νικητής της κούρσας», είπε και μου πρότεινε τις τιράντες και τις γράπωσα. «Όρμα Χειμώνα, μην μας φτάσουν… πιο γρήγορα, πιο γρήγορα» του φωνάζω βάζοντας μπρος.

 

Έτρεχε, έτρεχα και όλο φώναζα… όταν ξαφνικά έπεσε, χωρίς να είχε σκοντάψει κάπου.

«Σήκω, τι έπαθες, πλησιάζουν οι άλλοι». Μας πλησίασαν, μας ξεπέρασαν, κάτι ένιωσαν κι επέστρεψαν … έσκυψαν μαζί μου πάνω απ’ τον άπνοο Χειμώνα. Τίποτα… Μ’ έπιασε απότομο ρίγος, δεν ήθελα να δω τ’ ακίνητα μάτια του που κοίταγαν μόνο εμένα.

 

«Είναι νεκρός», είπε με κομμένη ανάσα ο διευθυντής μόλις πήρε τον σφυγμό του. «Ένα ασθενοφόρο, γρήγορα… κάντε πέρα, εσείς παιδιά.»

 

****

Στην κηδεία ήταν παρούσα όλη η τάξη μας. Μαρμαρωμένη. Άκρα του τάφου σιωπή. Οι δάσκαλοι πλάι μας να σκύβουν, ο δικός μας ν’ αναστενάζει «Το καημένο το παιδί…». Κάποιον πήρε το αυτί μου να μουρμουρίζει «η καρδία του τον πρόδωσε» αλλά δεν είμαι σίγουρος, μπορεί και να είπε «κόπηκε η ζωή του στο τρέξιμο»… Ο Χειμώνας εκεί, να με κοιτά, τα μάτια τώρα πια κλειστά, όλοι γύρω να με κοιτούν με μάτια λοξά, από παγερό γυαλί. Στα μαύρα οι γονείς του, στα κατάμαυρα η καρδιά μου. Κι εγώ να ιδρώνω, να δαγκώνω τα χείλη νευρικά, να κλείνω τα μάτια να μην βλέπω συμμαθητές και δασκάλους, να μην βλέπω τα κλειστά μάτια του Χειμώνα που θαρρώ με ρωτούσαν.

 

****

Βρισκόμασταν στα μέσα του Απελευθερωτικού Αγώνα της Κύπρου και ίσχυαν οι νόμοι της Αγγλίας.  Έπρεπε να γίνει δίκη, να καλεστούν μάρτυρες, να εξεταστούν τεκμήρια κι ο δικαστής να βγάλει απόφαση. Στο δικαστήριο με συνόδευσε η μητέρα μου. Μου κρατούσε σφιχτά το χέρι και της κρατούσα νευρικά το δικό της. Σαν μπαίναμε στο Δικαστήριο δύο μεσήλικες με τσάντες και γυαλιά, αποχωρούσαν. Να ήταν μάρτυρες; Ο γιατρός; Ένας νοσοκόμος; Υπέθεσα, μα δεν τους ήξερα για να τους αναγνώριζα.

 

«Πες όνομα, ηλικία και σε ποια τάξη του Δημοτικού ‘Καλογερά’ φοιτάς;»

«Δέκα χρόνων… είμαι μαθητής της 4ης τάξης»

«Ζήτησα και όνομα. Πώς λέγεσαι, μικρέ»

«Ιωσήφ, μα με φωνάζουν Ζόζο, από το Ζόζεφ που είναι Ιωσήφ. Με κοροϊδεύουν, κύριε»

«Γιατί σε κοροϊδεύουν, Ζόζο; Χαϊδευτικό είναι, δέξου το. Πρακτικογράφε, γράψε, Ιωσήφ»

 

Μου έκανε πολλές ερωτήσεις, για το πόσο γρήγορα τρέχαμε, πώς έπεσε, πόσο σφιχτά τον κρατούσα. Μου βγήκε η πίστη να απαντώ τα όσα λίγα κατάλαβα στον λίγο χρόνο που παίξαμε με τον Χειμώνα «αλογάκια». Η γλώσσα μου στέγνωσε, το πάνω χείλος κόλλησε στο κάτω, οι λέξεις έχασαν το συριγμό τους.

 

Ανακουφίστηκα μόνο όταν ο δικαστής με κάλεσε να υπογράψω τα Πρακτικά για όσα κατέθεσα. Τόλμησα και υπόγραψα ως Ζόζος με ορνιθοσκάλισμα ώστε να μοιάζει περίπου με το Ιωσήφ. Όπως κάνει ένας γιατρός που γράφει συνταγή με ορνιθοσκάλισμα, λες για να κρυφτεί από λάθος διάγνωση. Ποιος θα το προσέξει! Σημασία έχει τι γράφουν στο μνήμα. Μα αν το Ζόζος είναι χαϊδευτικό, ας γραφόταν τότε.

 

Περίμενα αρκετές μέρες να μας χτυπούσαν την πόρτα αστυνομικοί. Είχα κάθε βράδυ τον ίδιο εφιάλτη, πως η μητέρα μού ετοίμαζε τη βαλίτσα με εσώρουχα, πουκάμισα, οδοντόπαστα, βιβλία. Εγώ πρόσθεσα μια φωτογραφία της τάξης μου, με μένα δίπλα στον Χειμώνα. Χαμογελαστοί. Την ήθελα για να κάνω σύγκριση με τη φάτσα μου σε καθρέφτη της φυλακής, μήπως έχανα κιλά, μήπως ζάρωνε με τον καιρό το πρόσωπό μου από ρυτίδες. Θα είχα το ίδιο χαμόγελο; Χλωμό θα έδειχνε. Μα σε λίγο θα έρχονταν να μου περάσουν χειροπέδες και να με ρίξουν στην κλούβα για τις φυλακές. Έπρεπε να ήμουν έτοιμος, να έκρυβα σαν ανδράκι τα δάκρυα, μην τα δει η μάνα μου και σπαράξει.

 

Μα δεν ήλθε κανείς αστυνομικός. Αυτό που μου ερχόταν ξανά και ξανά ήταν η εικόνα του Χειμώνα με μάτια ανοικτά να μου λένε. «Ρε χαζέ, σας ξεγέλασα! Είμαι και Χειμώνας και άλογο. Τρέχω ψηλά κι εσείς με ψάχνετε, χα, χα. Χαϊδεύω τη χαίτη μου και ανεβαίνω ψηλότερα προς τον ουρανό. Εσύ, καημένε Ιωσήφ, γιατί δεν δέχεσαι το χαϊδευτικό σου όνομα Ζόζος; Γιατί αποκρούεις ένα χάδι που είναι χρώμα της ζωής; Το χάδι που έχασα – αφού η καρδιά με πρόδωσε – στο στέλλω με αγάπη, Ζόζο και να λες ‘ευτυχώς Ζω, Ζω».

 

 

* Μια σκηνή του διηγήματος είναι εμπνευσμένη από εμπειρία του συγγραφέα

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.