Τις μέρες του Νοέμβρη το γεγονός που με συγκλόνισε ήταν ο θάνατος μιας δεκαεξάχρονης από σκληρά ναρκωτικά. Οι φίλοι της ( αν μπορεί κανείς να τους πει φίλους που ήταν χειρότεροι από εχθρούς ) τη χρησιμοποιούσαν σαν πειραματόζωο, για να φτιάχνουν κοκτέιλ ναρκωτικών ουσιών. Δεκαπέντε, δεκαέξι χρονών κορίτσι και ήθελε, το ευλογημένο, να ζήσει έντονα σαν ενήλικη, λες και δεν είχε χρόνια μπροστά της. Στην ηλικία της εμείς, οι παλαιοί των ημερών, αν και αγόρια, παίζαμε «στέκαμαν», γκαζάκια, ντάμα, σκάκι ή σκραμπλ τις βροχερές χειμωνιάτικες μέρες. Με άλλα λόγια, αν και ήμασταν έφηβοι, δεν είχε φύγει ακόμα το παιδί από μέσα μας. Ο χωματόδρομος της Προύσσης ή ο ήσυχος δρόμος με τις πασχαλιές, η Μιχαήλ Βόδα, μας μεγάλωσαν στοργικά και μας παρέδωσαν στην ελληνική κοινωνία υγιείς και νομοταγείς πολίτες, όσο κι αν αυτό για πολλούς ακούγεται σήμερα σαν αφέλεια υπερθετικού βαθμού. Ο μόνος που ξέφυγε από την αγκαλιά αυτών των δρόμων και μπλέχτηκε, ενήλικος πια, στα ναρκωτικά ήταν ο Τάκης, φίλος και συμμαθητής από το δημοτικό, που το πλήρωσε με τη ζωή του αργότερα σε ηλικία 40 περίπου ετών. Σήμερα, δυστυχώς, οι έφηβοι θέλουν μέχρι τα 15 τους να τα έχουν δοκιμάσει όλα: σεξ, ποτά, ναρκωτικά και νύχτες οργίων… Δεν μένει τίποτα για την υπόλοιπη ζωή τους, γι’ αυτό και τα βλέπουν αργότερα όλα με ένα βλέμμα μπλαζέ, που συχνά τους οδηγεί, κάποια στιγμή, στην κατάθλιψη… Απορώ πώς οι σημερινοί έφηβοι – που έχουν πλήρη ενημέρωση σχετικά με τα ναρκωτικά, το τσιγάρο, το αλκοόλ, τα στικάκια νικοτίνης, τις «μπόμπες-ποτά» που τους σερβίρουν στα κέντρα διασκέδασης ή τους κινδύνους που εγκυμονεί το διαδίκτυο – απορώ, λέω, πώς παγιδεύονται, ενώ έχουν σήμερα χίλιους τρόπους να κρατήσουν τον εαυτό τους μακριά από αυτούς τους κινδύνους. Όταν ο φίλος ή ο ερωτικός σύντροφος σού κάνει νύξη για ναρκωτικά, δεν χρειάζεται, νομίζω, βαθιά σκέψη, για να καταλάβεις πως είσαι το θύμα της παρέας ή της ερωτικής σχέσης. Εγκληματούν, πάντως, απερίσκεπτα αυτά τα παιδιά σε βάρος του εαυτού τους, γιατί, ενώ γεννήθηκαν ελεύθεροι, αλυσοδένονται σε ένα τσιγάρο ή ακόμα χειρότερα σε μία σύριγγα. Αυτή η περίπτωση μου θυμίζει, τώρα, στο μεσοστράτι της δεκαετίας του ογδόντα, το μότο ζωής που είχα, όταν στα μαθητικά μου χρόνια μου πρόσφεραν τσιγάρο και δεν το αποδεχόμουν: Ευχαριστώ, αλλά η μόνη μου συνήθεια είναι να μην έχω καμία συνήθεια. Και είναι αλήθεια ότι το έλεγα, χωρίς να καταλαβαίνω ότι ήταν και επιστημονικά σωστό. Απλώς, θεωρούσα το τσιγάρο μια χαζή συνήθεια που είχαν οι έφηβοι, για να κάνουν φιγούρα στα κορίτσια ότι ήταν σωστοί άντρες.
Στη δική μας εφηβεία, οι φίλοι μου κι εγώ δεν είχαμε, είναι αλήθεια, τους κινδύνους που έχουν οι σημερινοί έφηβοι. Δεν είχαμε όμως και τη δική τους ενημέρωση. Η λέξη νικοτίνη, για παράδειγμα, μας ήταν τελείως άγνωστη και για το τσιγάρο δεν είχαμε υπόψη μας πως, πέρα από μια μαγκιά γοητείας, όπως είπα και πιο πάνω, ήταν και ναρκωτικό. Από τους παιδικούς φίλους, μόνο ο Σπύρος ( και αυτός αργότερα στο πανεπιστήμιο), υπέκυψε στον πειρασμό, γιατί ήθελε να είναι τ έ λ ε ι ο το αντρικό του στυλ. Σήμερα, για λόγους υγείας, προσπαθεί, αλλά δεν μπορεί να κόψει το τσιγάρο. Έτσι είναι η ζωή, σαν τον έρωτα: σου δίνει κάτι επιπλέον και στο παίρνει πίσω διπλό.
Θυμάμαι ακόμα τον καιρό που έγραφα ποιήματα με θέματα που, ως έφηβος, δεν τολμούσα να τα κάνω πράξη, όπως το κάπνισμα ή τα ναρκωτικά. Ένα από τα λίγα σονέτα που έγραψα τότε και επιγράφεται ‘’ΜΟΡΦΙΝΟΜΑΝΗΣ’’ μου ήρθε στη μνήμη με αφορμή τον θάνατο αυτού του κοριτσιού. Αντίθετα από αυτή την κοπέλα που η περιέργειά της την οδήγησε στα ναρκωτικά, η δική μου εφηβική περιέργεια για δαύτα με οδήγησε τότε στην ποίηση:
ΜΟΡΦΙΝΟΜΑΝΗΣ
Απόψε με τη σύριγγα ταξίδεψα και βρήκα
ιππότες του παλιού καιρού – γαλάζιες μου αταξίες –
που λες και σμίγουν στην ψυχή μπεκρήδες ταραξίες
κι είναι για τ’ άρρωστο κορμί θολή πανούργα γλύκα:
*
Βασάλοι, ράσα πνίγουνε τον ήλιο στα τσιφλίκια,
λάμνουν στου νου τους τα νερά πλεκτάνες, προδοσίες,
αχούν στις τάπιες βούκινα, σπαθιών δοσοληψίες
κι όπου κονταροχτύπημα, πίστη κι αγάπη αντρίκια×
*
στον κίνδυνο όμοια πέφτουνε με δήμιου πελέκι
ιππότες σιδερόφραχτοι, του Χάροντα νταήδες,
κι αβρό παιδί με στέλνουνε φιλί στ΄αστροπελέκι.
*
Κορμί μου τ’ αποφλόγια της στερνά η ζωή σ’ αφήνει
κι ιππότες παν για τη Σιών – φαριά, κοντάρια, ασπίδες –
κι αχνάρια των αλόγων τους, τ’ αχνάρια σου, ΜΟΡΦΙΝΗ.
Όσο γι’ αυτόν που υπογράφει αυτό το κείμενο, μη φανταστείτε πως έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια υπό αυστηρή οικογενειακή επίβλεψη. Μεγάλωσε στους κεντρικούς δρόμους της πρωτεύουσας και στους χωματόδρομους της γειτονιάς όχι μόνο με τα καλά παιδιά που πήγαιναν σχολείο , αλλά και με τα χαμίνια της Αθήνας, που ζούσαν με τη γαλλική φιλοσοφία που λέει: όσο περισσότεροι τρελοί μαζευτούμε, τόσο καλύτερα θα διασκεδάσουμε.
Φ.Κ. ΠΕΥΚΗ, 30\11\ 2023