Με τον λιτό, συμβολικό και μονολεκτικό τίτλο Ατλάζι (εκδόσεις Μετρονόμος, 2023) τιτλοφορεί η Μαρία Παναγιωτίδου τον συγκεντρωτικό τόμο ποιημάτων της. Ο τίτλος μάς φέρνει στο νου τους στίχους του Λορέντζου Μαβίλη Στ΄ ακύμαντα της θάλασσας ατλάζια/ ακροπατώντας η ψυχή, σα νάχει/ μισοαπλωμένα τα φτερά, μονάχη/ κινάει να βρει στην άπειρη, γαλάζια/ μονάξια, γιατρεμό για τα μαράζια […] («Angelica Farfalla») και του Οδυσσέα Ελύτη Μικρή τη νύφη χρυσαλλίδα/ Που αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζι («Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», Η΄). Συνεπώς, η επιλογή του συγκεκριμένου υφάσματος ως επιστεγάσματος τριών αυτοτελών ποιητικών συλλογών δεν μπορεί να είναι τυχαίος. Δείχνει ως έναν βαθμό τις επιρροές που έχει δεχτεί η ποιήτρια, στις οποίες θα αναφερθούμε και παρακάτω. Στόχος αυτής της κριτικής παρουσίασης είναι να διατρέξουμε οριζόντια τις – βραβευμένες από τον Διαγωνισμό Ποίησης Καβάφη και την International Art Academy – ποιητικές συλλογές του τόμου, προκειμένου να αναδειχθούν τα συστατικά εκείνα στοιχεία, τα οποία συγκροτούν την ποιητική της Παναγιωτίδου.
Η πρώτη ενότητα ποιημάτων έχει τον τίτλο «Διαλόγου μονόλογοι» και θα λέγαμε ότι διαφοροποιείται σε αρκετά σημεία από τις δύο επόμενες ενότητες. Σε αυτήν την πρώτη ενότητα η ποιήτρια ακροβατεί μεταξύ παράδοσης και μοντερνισμού. Στην πλειονότητα των ποιημάτων ακολουθείται μια όχι και τόσο σφιχτή παραδοσιακή στιχουργία, ενώ συνάμα εντοπίζονται μοντερνιστικές, συμβολιστικές και υπερρεαλιστικές πτυχές. Η ποιήτρια τεχνουργεί στίχους που εξισορροπούν τη διαρκή συνομιλία της με την παράδοση, με τις πηγές και με τη δική της προσωπική σφραγίδα. Οι στίχοι της αποσκοπούν στην προστασία και τη διαφύλαξη της ανόθευτης και αγνής αγάπης σε μια πορεία μοναχική, ίσως και ερημική, όπου το πέρασμα του χρόνου αποτελεί κομβικό και ενοποιητικό στοιχείο μεταξύ της ψυχικής απογύμνωσης και της σωματικής αποτύπωσης του ψυχισμού. Κάπου εκεί εκρύφτηκα/ κι άσπρισα να προσμένω,/ να σου χαρίσω το φιλί/ που σου ʼχα φυλαγμένο. («Το φιλί», σ. 9) Τα χρόνια και οι προσδοκίες αποτυπώνονται ως αλαργινά και τα ανεκπλήρωτα όνειρα ματώνουν τη νύχτα, ενώ το πέρασμα της νιότης, σαν αμυχή, γδέρνει την ψυχή του ποιητικού υποκειμένου. Αυτές τις αμυχές επουλώνει το ποίημα, το οποίο μοιάζει με τη γυναίκα και τη θάλασσα. Και ερχόμαστε έτσι σε μια εκλεκτική συγγένεια, ιδιαίτερα σημαντική κατά τη γνώμη μας, μεταξύ της ποιήτριας και του ξεχωριστού ποιητή της θάλασσας, Νίκου Καββαδία. Το ποίημα «Έσεξ» (σ. 11) αποκαλύπτει στον αναγνώστη αυτή τη συγγένεια αλλά και τη δημιουργική αφομοίωση από την πλευρά της ποιήτριας των διδαγμάτων και των ποιητικών τρόπων του Καββαδία. Η ακαθαρσία αλλά και η αλήθεια του βυθού, το κόκκινο χρώμα του αίματος και της φωτιάς, η παρουσία της γυναίκας – πόρνης και της δερματοστιξίας (τατουάζ) αποτελούν, όπως είναι γνωστό, θεμελιακά στοιχεία της ποίησης, και όχι μόνο, του Καββαδία. Επομένως, η Παναγιωτίδου ανοίγει συνειδητά έναν γόνιμο διάλογο με το έργο του Καββαδία, για να προχωρήσει μετέπειτα τόσο στο βιωματικό/ προσωπικό όσο και στο κοινωνικό/ συλλογικό γνώρισμα που διακρίνει την ποίησή της, όπως, φυσικά, και την ποίηση του Μαραμπού. Ο έρωτας και τα αποτελέσματά του σωματοποιούνται και οδηγούν την ποιήτρια σε στίχους υπερρεαλιστικούς. Είχα κρεμάσει στο φεγγάρι ένα ποτάμι/ να ʼχεις ν’ απλώνεις σα διψάς την απαλάμη […] («Τόσκα», σ. 13). Παράλληλα, η φύση με τις μυρωδιές και τις μελωδίες της λειτουργεί κάθε φορά ως το καταλληλότερο φόντο για την ευόδωση ή την τελμάτωση του έρωτα.
Στα ποιητικά κείμενα αυτής της πρώτης ενότητας είναι διάχυτη η αίσθηση της απομάκρυνσης, της φυγής από την ενεστωτική πραγματικότητα με την αλλαγή τοπίου να καθίσταται επιτακτική. Η λύτρωση και η ελευθερία στην ποίηση της Παναγιωτίδου ξεκινούν σε ένα πρώτο στάδιο από το άτομο, για να μετεξελιχθούν κατόπιν σε ένα αίτημα συλλογικό, ενός λαού, μιας χώρας, ενός έθνους. Η ποιήτρια με ψυχραιμία, με το ένα βλέμμα στο παρελθόν και το άλλο στο μέλλον, παρατηρεί εκ του μακρόθεν και γνωμοδοτεί διορατικά τεχνουργώντας στίχους φορτισμένους κοινωνικά και ιδεολογικά. Ενδεικτικό παράδειγμα το ποίημα «Κομαντάντε» (σ. 22), το οποίο, προφανώς, αναφέρεται στον Αργεντίνο κομμουνιστή επαναστάτη Ερνέστο Τσε Γκεβάρα και βρίσκεται σε απευθείας διάλογο με το εμβληματικό ποίημα «Guevara» του Νίκου Καββαδία. Η κοινωνική και ιδεολογική πολιτικά διάθεση της ποιήτριας συνεχίζεται και σε άλλα ποιήματα με αφορμή ιστορικά γεγονότα του παρελθόντος. Στο ποίημα «Ωδή σ’ έναν Οκτώβρη» (σ. 44) γράφει: Τέσσερις κάμαρες φτιαγμένες με κουρτίνα/ και μεσ’ στα ρέλια πέντε δίσκια υδραργύρου/ μιας προαιώνιας, κοιμώμενης θυσίας/ για μια στροφή παλλαϊκής κυριαρχίας […] Λευκό το αίμα σου/ και κόκκινο το χιόνι/ να καίει το δέρμα που σκεπά το ουρλιαχτό σου/ ουρανοθύελλα πορφύρας κλειούν οι όμβροι/ έμελλε ο θάνατος του εφιάλτη να ʼναι Οκτώβρη. Και με αφορμή αυτό το ποίημα αξίζει να κάνουμε ένα ποιητικά γεωγραφικό άλμα και να βρεθούμε στο τελευταίο ποίημα της τρίτης ποιητικής ενότητας της συλλογής, που έχει τον αλληγορικό τίτλο «Γν-ορίζω» (σ. 106) και ολοκληρώνεται με τους στίχους: Μα γν- ορίζω καλά εκείνο το μικρό κορίτσι/ που με κοιτά κάθε βράδυ/ κρυμμένο πίσω απ’ την κουρτίνα,/ κόβοντας με το σώμα του το φεγγάρι στα δύο/ και πλάθοντας με πλαστελίνη/ τους λόφους της Γρανάδας. Η Γρανάδα, η ιστορική αυτή πόλη της Ανδαλουσίας, έχει ιδιαίτερη συμβολική φόρτιση, καθώς στην περιφέρειά της γεννήθηκε και δολοφονήθηκε στη δίνη του Ισπανικού Εμφυλίου και της δικτατορίας του Φράνκο και εξαιτίας των αριστερών του φρονημάτων, ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα.
Για να επιστρέψουμε, όμως, στη γραμμική σειρά των ποιημάτων του τόμου πρέπει να σημειώσουμε ότι η ποιήτρια εν προόδω στοιχειοθετεί μια ανθρωπογεωγραφία, όπου ανανοηματοδοτεί με διαφορετική κάθε φορά σημασιολογική φόρτιση τα πρόσωπα, τα αντικείμενα και τα φυσικά στοιχεία, υποτάσσοντάς τα στη στόχευση του κάθε ποιήματος. Ο έρωτας εμπλέκεται με τον πόλεμο και η σιωπή με τον θυμό σε μια προσπάθεια ξεκαθαρίσματος της ψυχοσυναισθηματικής ταυτότητας του ποιητικού υποκειμένου και της σχέσης του τελευταίου – συχνά αντιθετικής και συγκρουσιακής – με το αγαπημένο πρόσωπο. Από την ποίηση της Παναγιωτίδου δεν απουσιάζει, φυσικά, η ρομαντική – ελεγειακή ενατένιση του έρωτα, ενώ πολλά από τα ποιήματά της εμφορούνται από έντονη εικονοπλασία, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο ευσύνοπτα αλλά και ευθύβολα ενσταντανέ. Στη δεύτερη και την τρίτη ενότητα της συλλογής, που τιτλοφορούνται ως «Θρυψαλάνθη» και «Πάχνης ιαχές» αντίστοιχα ο λόγος είναι περισσότερο εσωστρεφής, προσωπικός και βιωματικός. Η ανάμνηση αλλά και η εξασθενημένη μνήμη αποτελούν βασικό σημείο στην ποίηση της Παναγιωτίδου σε μια προσπάθεια να συνενωθεί η παρελθούσα κατάσταση με την παροντική συνθήκη στην οποία εγγράφεται η συναισθηματική ταυτότητα του ποιητικού υποκειμένου. Ξεχάστηκε ο Αύγουστος/ επάνω στο κορμί σου./ Θυμήσου…/ Ξεψύχαγες σιωπή./ Θρυμμάτιζες φεγγάρια/ να τα πιω μες στο φιλί σου./ Κοιμήσου…/ Πανσέληνη αγάπη/ δε ματώνει/ κι ας κοπεί. («Παν-έρωτας», σ. 53) Παράλληλα, δεν λείπει η ανθρωποκεντρική – κοινωνική διάσταση λυρικά και αισθαντικά εκπεφρασμένη, όπως παρουσιάζεται, για παράδειγμα, στο ποίημα «Ψεύδος» (σ. 57), όπου η ποιήτρια γράφει: Όταν σωπαίνουν τα πουλιά/ και τραγουδά η σιγαλιά/ πάνω απ’ τα φώτα τα θολά/ αυτής της πόλης,/ μη μου μιλάς/ που να χαρείς./ Τι είν’ ο κόσμος μας θαρρείς./ Ένας σακάτης/ των ονείρων παλαιοπώλης. Η θεματική του έρωτα, ωστόσο, καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος των δύο τελευταίων ποιητικών ενοτήτων του τόμου. Το ποιητικό υποκείμενο άλλοτε αφήνεται στην ερωτική κάθαρση και, συγκεκριμένα, στα χέρια – τα οποία λειτουργούν αλληγορικά – του αγαπημένου προσώπου ορίζοντας το πάθος και άλλοτε θρηνεί, χωρίς όμως στομφώδεις κλαυθμυρισμούς και συναισθηματικές εξάρσεις, την απώλεια του ερωτικού αντικειμένου και τη φθαρτότητα που επιφέρει το διάβα του χρόνου. Έφερε μοναξιά η εποχή και τα σάβανα φρεσκοπλυμένα/ να ντύσουμε τα όνειρα των άλλων. («Το εργαστήρι των άστρων», σ. 86) Η ποιήτρια, συχνά, συνδιαλέγεται με το αγαπημένο πρόσωπο, σε έναν διάλογο που περισσότερο μοιάζει μονόλογος εκφράζοντας, εντούτοις, τη συναισθηματική ακεραιότητα του ποιητικού υποκειμένου.
Η Μαρία Παναγιωτίδου ενσαρκώνει μια ποιητική φωνή άξια προσοχής, ενώ καταθέτει ποιήματα ειλικρινή, μεστά νοημάτων σε λόγο πυκνό και έντονα νεωτερικό, ενώ δεν παύει να μετέρχεται δημιουργικά τις λογοτεχνικές πηγές ανανεώνοντας τον διακειμενικό διάλογο στη σύγχρονη ποίηση. Θα ολοκληρώσουμε αυτή τη σύντομη επισκόπηση στο Ατλάζι παραθέτοντας το ωραίο και αυτοαναφορικό ποίημα «Εγώ» (σ. 95), το οποίο συμπυκνώνει τη διάθεση της ποιήτριας και, ενδεχομένως, τη συνεπαγόμενη σχέση της με την ποιητική τέχνη. Είμαι μια κουρασμένη φράση,/ μια νυσταγμένη έκσταση κι ένα στίχος/ βουτηγμένος σε μαύρο αλάτι./ Κρατιέμαι από ένα άσπρο περιστέρι,/ απ’ το νερό κελαριστών πηγών/ κι απ’ την χορδή ενός ψιθύρου σου./ Αγαπώ τις επιθυμίες, τους κουρελιασμένους λυγμούς/ και τα ακατάπαυστα του απέραντου./ Συχνάζω στην περιπλοκή, στα ανόθευτα λυπημένα/ φθινόπωρα/ και στους δείκτες σταματημένων ρολογιών./ Είμαι εγώ… που όσο κι αν με σμιλεύσεις/ δε θα συναντήσεις ποτέ εκείνο το μικρό παιδί/ που πέταξε τη μοναδική ζαχαρωτή του καραμέλα/ στο παλμικό βήμα του Σέμκελ.
*Ο Δημήτρης Μπαλτάς είναι φιλόλογος και ποιητής.