Όταν παίρνω μολύβι και χαρτί
να συνάξω τις σκέψεις του μυαλού μου,
η εικόνα ενός μαύρου άνδρα
εμφανίζεται μπροστά μου.
Το αίμα του είναι κόκκινο –
To αίμα όλης της ανθρωπότητας.
Η πυκνή, φουντωτή κι άγρια χαίτη του είναι
σαν ένα μπλεγμένο, πυκνό δάσος.
Οι μύες του είναι δυνατοί σαν δέντρα.
Τα άσπρα του δόντια βγάζουν
κεραυνό και αστραπή·
στη θέα τους,
η δόξα του λευκού πολιτισμού κλυδωνίζεται.
Όταν παίρνω μολύβι να γράψω έναν στίχο
γίνεται όπλο
που ένας Νέγρος του Κονγκό
κρεμά στον ώμο,
κάπου βαθιά στ’ ολοσκότεινο δάσος,
υπό την κάλυψη ενός δέντρου,
για να χτυπήσει τον Βελγικό στρατό.
Όταν βάζω κάτω μια λέξη
με μελάνι
σε ένα κομμάτι χαρτί,
γίνεται
ένα λαμπρό διαμάντι·
τα σκονισμένα ορυκτά της
μαύρα χέρια κοσκινίζουν απ’ τη βαθιά γη,
κάτω από τραχιές πεδιάδες και πέτρες,
για να στολίσουν τις κορώνες
σε ξένες χώρες.
Όταν κουνώ τα χείλη μου
να τραγουδήσω,
νιώθω
φυλές επί φυλών,
αμέτρητες οικογένειες της ανθρωπότητας,
σαν λιοντάρια,
να βγαίνουν έξω,
να σπάζουν τα δεσμά τους
πίσω απ’ τα αγκαθωτά συρματοπλέγματα
του ζωολογικού κήπου,
που έχτισαν οι ξένοι αφέντες τους.
Ved Pal Deep (1929-1995)