Ακολουθώ
Ο άνθρωπος ακολουθώ το μονοπάτι
Το μονοπάτι με ακολουθεί αβέβαιο
Τώρα
Διασχίζουμε μια τεθλιμμένη εξοχή-
Όξινη χλόη
Υβρίδια βασανισμένα, άνθη άοσμα
Άρρωστα δέντρα
Απότομα σταματημένα στην πλαγιά –
Πορεύονται
Πορεύονται μαζί κι οι μέρες
Με τρέξιμο και χοροπηδητά, τραγούδια και σκυλιά
Λαχανιασμένα
Σε άσφαλτη διαδρομή, προς βέβαιο προορισμό-
(Καθυστερούν μονάχα κάπου κάπου
Στις στροφές
Χαζεύοντας, κορφολογώντας λίγες
Αγκαθωτές άγριες γνώσεις, τα παράσιτα
Του άγνωστου-)
Φαίνονται
Φαίνονται όμορφες οι μέρες από μακριά
Αμέριμνες κι αθώες
Με λίγα κρίματα, λίγα, ελάχιστα
Από αυτά
Που δεν αφήνουν ανεξίτηλο λεκέ
Ή σβήνουν με τη λίγη καλοσύνη που περίσσεψε
Από τη λεύκανση του πρώτου λάθους-
Μακραίνει
Συχνά μακραίνει η σκιά μου
Μέχρι το χωραφάκι
Εκείνο που απλώνεται στο επέκεινα
Όπου, στάχια με την ακρίδα των πληγών
Με την οργή των μελισσών
Και με της παναγίας το αλογάκι το κανίβαλο
Όπου, φλέγονται κόκκινα
Μέσα στον στρόβιλο, τα άγανα της Ιστορίας-
Κι ακούγεται ντουπ ντουπ ο μύλος των προγόνων:
Γυρνά η μυλόπετρα, δε σταματά, αλέθει
Ανάκατα, στιγμές, ώρες και μήνες
Χρόνια
Για να τα τρώει ανόρεχτα ο χρόνος-