Ένα από τα μεγαλύτερα δώρα της Τέχνης είναι η μετουσίωση των τραυμάτων. Προσωπικά, συλλογικά, κοινωνικά και ιστορικά τραύματα μέσα από την δημιουργική διαπραγμάτευση του καλλιτέχνη θεραπεύονται, καθώς διευρύνεται ο ψυχικός χώρος των ανθρώπων και μπορεί να τα χωρέσει και ίσως να συμφιλιωθεί με αυτά. Θα χρησιμοποιήσω, ξεκινώντας αυτό το μικρό κείμενο, τη λέξη «συγχώρεση», που ίσως ανταποκρίνεται στην ευεργετική ψυχική διαδικασία, που θέλω να αποδώσω στην Τέχνη, ως δική μου προσωπική ανάγκη, όταν πρόκειται για την διαχείριση τραυμάτων.
Είναι ίσως μια σύγχρονη άποψη η τέχνη να μην δονεί καν τον ψυχικό κόσμο του αποδέκτη, πόσω μάλλον να διευρύνει τον ψυχικό του χώρο; Είναι μόδα; Είναι στοχευμένος τρόπος δημιουργικής έκφρασης, ώστε να μην είμαστε πια ευαίσθητοι αλλά να δεχόμαστε τα πάντα με αδιαφορία, ως αναπόφευκτα; Αν είναι, ευτυχώς δεν την ασπάζονται όλοι οι δημιουργοί. Τουλάχιστον όχι ηθελημένα. Αλλά όταν ένας τρόπος γίνεται μόδα, όλοι -εκόντες άκοντες- μπαίνουν στο παιχνίδι της, σε κάποιο βαθμό.
Είδα τη Φόνισσα στον κινηματογράφο. Ήταν καθ’ όλα μια άρτια ταινία, πράγμα που δεν συναντάμε συχνά στην εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή. Εικόνα, σκηνικό -φυσικό και τεχνητό-, σενάριο, διάλογοι, ρυθμός, αναπαράσταση της διαχρονικότητας ενός δράματος, που μέχρι πρόσφατα –και ίσως ακόμα- ταλαιπωρεί το θηλυκό μισό πολλών κοινωνιών.
Ωστόσο, κάτι έλειπε. Κάτι που δεν είμαι σε θέση να προσδιορίσω και να διατυπώσω, ίσως επειδή μου λείπουν τα εφόδια του γνώστη πάνω σε θέματα κινηματογράφου. Κάτι που δεν θυμάμαι αν διαβάζοντας το έργο του Παπαδιαμάντη ένιωσα να λείπει. Και δεν μιλώ για την πιστότητα στην ιστορία της Φραγκογιαννούς. Ούτε θεωρώ απαραίτητη την απόλυτη μεταφορά της ιστορίας από ένα βιβλίο σε μια ταινία. Μιλάω για την επίγευση που αφήνει στην ψυχή το έργο. Την κάθαρση, και τη συνεπακόλουθη ανακούφιση, που ο συλλογικός μου εαυτός προσδοκά από ένα έργο τέχνης, όσο βαρύ κι απάνθρωπο κι αν είναι το κοινωνικό θέμα που πραγματεύεται και αναπαριστά.
Θα ξαναδιαβάσω τη Φόνισσα. Θα ξαναδώ και την ταινία. Θα προσπαθήσω να βάλω στη ζυγαριά την ψυχή μου, για να συγκρίνω πόσο βάρος άφησε το συγγραφικό έργο και πόσο η μεταφορά του στην οθόνη. Και πόση συγχώρεση. Πόση αγάπη. Και δεν χρησιμοποιώ τη λέξη «αγάπη» τυχαία.
Πρόσφατα συζητούσα με έναν ζωγράφο, που έχω την τύχη να θεωρώ και σπουδαίο και φίλο μου. Τον ρώτησα τι είναι αυτό που κάνει δυο έργα της ίδιας τεχνοτροπίας, για παράδειγμα δυο έργα απόλυτα ρεαλιστικά και απεικονιστικά, να διαφέρουν τόσο πολύ στο πως επενεργούν στον αποδέκτη. Το ένα να εκπέμπει ενέργεια και το άλλο καθόλου.
Η απάντησή του ήταν μονολεκτική: «η αγάπη».
Δεν ζήτησα διευκρινίσεις. Μερικές κουβέντες είναι μονολεκτικά πλήρεις.
Να ξαναδιαβάσουμε Παπαδιαμάντη. Ξεχείλιζε από αγάπη το έργο του, αν θυμάμαι. Ας ξαναδιαβάσουμε Παπαδιαμάντη. Επειδή, αν κάτι χρειαζόμαστε, πάντα και τώρα πιο πολύ, είναι η αγάπη.
Και με τη λέξη «αγάπη» θα κλείσω αυτό το μικρό κείμενο για να σας ευχηθώ «Καλά Χριστούγεννα!».