You are currently viewing Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης: Ο σοφός του ορεινού χωριού

Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης: Ο σοφός του ορεινού χωριού

Μόλις που έβγαλε το Δημοτικό ο πατέρας μου ο Σολωμός. Φτώχεια και μόχθος, εκεί στο χωριό του Τροόδους. Παντρεύτηκε στο χωριό μας και με τη μητέρα έκαναν πέντε παιδιά. Συχνά άφηνα το διάβασμα να δουλέψω στα χωράφια με τους δυο αδελφούς μου, να τον βοηθάμε να θρέψει τη φαμίλια. Είχε τέσσερα αδέλφια που τους βοηθούσε όσο μπορούσε, στερώντας μπουκιές απ’ το στόμα του. Τα ονόματά τους άρχιζαν από Άλφα: ο Απόστολος, ζωγράφος που έστησε τα πρώτα άρματα του Καρνάβαλου στη Λεμεσό, η όμορφη αδελφή, Αμαλία, γαλανομάτα, λυγερή, μοντέλο του Απόστολου, ο Ανδρέας που πρώτος έφτιαξε σάντουιτς με κοτόπουλο και ο Αντώνης, μπογιατζής καμπούρης, μα αταχτούλης. Η μητέρα τους η Μαρία, έλεγε: «έχω τριανταφυλλιά με τέσσερα ωραία ρόδα κι ένα καμπούρικο αγκάθι να με τρυπάει’. Σοφά λόγια του πόνου.

 

Σοφά λόγια έμαθε από μαθητής κι απ’ τον δάσκαλο του χωριού, που μια μέρα του είπε:

 

– Σολωμέ, ο συνονόματός σου, ο μεγάλος ποιητής Διονύσιος Σολωμός, είπε: «Πάντα ανοικτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου». Να το θυμάσαι στη ζωή σου! Έτσι;

 

Σαν μεγάλωσα με ρώταγε «Ξέρεις ποια είναι τα μάτια της ψυχής σου; Φαίνονται, λες;» Ακόμα πασκίζω να τα βρω. Με μπέρδεψε πιο πολύ σαν μου ’πε: «Να σκάβεις το χωράφι. Μα σκάβε και μέσα σου». Ήθελε να ξέρει τα πάντα για τους αρχαίους, για τον Σωκράτη τον ξυπόλυτο, τον Ζήνωνα από το Κίτιο, που έλεγε τη Φύση σοφία του Θεού.

 

Άφησε ο Σολωμός τη μητέρα μου να δουλεύει το χωράφι κι ο ίδιος έγινε ξεφτέρι στην κατασκευή ξύλινων σπιτιών. Έβλεπε πως στο βουνό είχαν προοπτική, φτηνά σπίτια, τα ζήταγαν  για εξοχικά. Σχέδιο, μόλες, δοκάρια, αρμοί, στέγη, σανίδες, αλουμινόχαρτο για προστασία από φωτιά. Με τ’ αδέλφια μου φτιάχναμε φούρνο στην αυλή. «Άρτον, φούρνο και θεάματα», έλεγε, συμπληρώνοντας την αρχαία ρήση, ενώ ως θέαμα έδειχνε τα ξύλινα σπίτια που έφτιαχνε. Του έλεγαν να φτιάχνει και ξύλινα κουτιά που τα λένε σεντούκια. Μα αρνιότανε. Μόνο ένα για τον εαυτό του έφτιαξε και ήταν στενόμακρο μπαούλο. Το έκρυβε στην αποθήκη. Στις πλευρές του φιλοτέχνησε ένα μεγάλο πουλί με ανοικτές φτερούγες. Πότε-πότε έμπαινε στην αποθήκη, το χάιδευε και χαμογελούσε.

 

Μικρός θαύμαζε τα χελιδόνια, το πώς δομούσαν τη φωλιά τους κάτω απ’ τη στέγη του σπιτιού τους. Απ’ τη χελιδόνα θα εμπνεύστηκε να χτίζει ξύλινα σπίτια: Σκεφτόταν πως το δένδρο τής έδινε κλαράκια για θεμέλιο, ο αγέρας τής έφερνε σκόνη και φύλλα, το σύγνεφο στάλες να τα ζυμώσει όλα για μια φωλιά, με τέλεια αρχιτεκτονική και υφαντική, ένα θαύμα για πετούμενα !

 

Αν ένας χωριάτης του χρώσταγε, έλεγε: ‘Ξοφλάμε αν δώσεις τόση ξυλεία, τόσες οκάδες σταφύλι’. Αλλά τι να έκανε με τους Λευκωσιάτες πλούσιους σαν τον ξεγελούσαν; Τον  πλησίαζαν καθώς κάρφωνε σανίδες, θαύμαζαν το έργο του και παράγγελναν δικά τους για εξοχικά στα χωράφια που αγόραζαν στο χωριό, σε τιμή ευκαιρίας. Κι αν κάποιος πλούσιος τον ξεγελούσε, ο Σολωμός τον ξεγύμνωνε αλλά διπλωματικά «Αντί να κλαίω, ανάβω για σένα ένα κερί, που δυστυχώς θα λιώσει, όπως τα πλούτη σου». Όσο για τα έξοδά του, έλεγε γελώντας «γελώ σαν παίρνω δάνειο, κλαίω σαν το ξεπληρώνω».

 

Αγγλικά έμαθε βλέποντας ταινίες στο σινεμά του χωριού. Το μυαλό του προλάβαινε τη ροή των εικόνων κι από τους ελληνικούς υποτίτλους έβρισκε την αντιστοιχία των λέξεων στ’ αγγλικά, κι έτσι άρπαζε το νόημά τους. Το μάτι του μια γρήγορη κάμερα. Η φαντασία του, πιο πλατιά από τη λογική, όπως ζητούν σήμερα οι επιστήμονες. Προλαλούσε στους διπλανούς πώς θα τελείωνε το έργο. Θυμάμαι, σαν με πήγαινε στο σινεμά, τον έπαιρνε ο ύπνος, τον  σκούνταγα… άνοιγε ένα μάτι και μου έλεγε πώς λήγει το έργο. Άραγε να τον δίδαξε η σοφή κουκουβάγια του βουνού που βλέπει στο σκοτάδι;

 

Δεν ήθελε να είναι ένας πεινασμένος άνθρωπος που καταντά οργισμένος. Έλεγε «δεν εξαργυρώνεται ο θυμός σε ψωμί». Άκουε τι έλεγαν οι γύρω του, μα όχι  τους Εγγλέζους με τις ρηχές τους φράσεις. Έπρεπε να του αρέσει πολύ μια ξένη παροιμία για να τη δεχτεί… μα και πάλι την άλλαζε. Όταν ένας Άγγλος του είπε ‘no news, good news’, ο Σολωμός απάντησε ‘no news, maybe bad news’, γιατί είχε ο ίδιος μια πικρή εμπειρία.

 

******

Μια εποχή είχε πολύ χρήμα, από μια μαζική παραγγελία ξύλινων σπιτιών. Μια μέρα άπλωσε στο κρεβάτι δέκα χονδρές δέσμες από λίρες. Κολλαριστές! Παίρνει ένα δεκάλιρο, το καίει με σπίρτο. ‘Μπαμπά, μήηη’, φωνάζω. ‘Το χρήμα έρχεται, φεύγει’, απαντά, ‘μόνο η Τιμή είναι ανεκτίμητη και δεν καίγεται. Ο Άγιος Φραγκίσκος πέταξε τα χρυσάφια του, ο Διογένης κοιμόταν σε πιθάρι. Μπορείς;’ Είδα στα μάτια του να λάμπουν δυο μελισσοπράσινα άστρα. Άστρα από ένα σύμπαν χαμογελαστό.

 

Μου έλεγε κι άλλα ρητά, ξένα ή δικά του, πικάντικα, όλα παρμένα απ’ τη ζωή. Έλεγε: ‘Ξόδευε χρήμα, μην ξοδεύεις κορμί’, και ‘Μην αγοράσεις κοπάδι, όταν το γάλα είναι φτηνό’, και ‘Σπάει η αλυσίδα, αν αφήσεις κρίκο αδύναμο’. Αργότερα, σαν σπούδαζα οικονομικά, κατάλαβα ότι τέτοια ρητά είναι και βάσεις της διοίκησης. Βρε, βρε ο μπαμπάς μου να μου είναι και διδάσκαλος οικονομίας, σε ορεινό ανοιχτό σχολείο.

 

Για να εντυπώνει τα ρητά στ’ αφτιά των άλλων, τα πρόσφερε με σάλτσα και χιούμορ: ‘Φύτεψαν το ‘θα’, αλλά βλάστησε ‘όχι’’. Δίδασκε να προλαβαίνουμε τα κακά: ‘Άδετος γάιδαρος, ταλαίπωρο αφεντικό’. Αυτό βασικά το έλεγε σε μένα για να μην κορδώνομαι ως μορφωμένος… και με καυτηρίαζε: «Όσο πιο ψηλά ανεβαίνει στο δένδρο του βουνού η μαϊμού, τόσο πιο πολύ φαίνεται ο πισινός της κι ελάχιστα το πρόσωπό της».

 

Έμαθε πολλά στη ζωή, απ’ τη Φύση. Τα ’βγαζε απ’ τα συρτάρια του μυαλού του, για μας. Όμως, λάτρευε και το ψάρεμα ο μπαμπάς. Του άρεσε το παραγάδι. ‘Μάθε απ’ το ρίσκο της θάλασσας’, μου ’λεγε ‘Ο τολμών νικά. Νίκα’. Μια φορά τον είδα να παλεύει μ’ έναν καρχαρία που μπλέχτηκε στο παραγάδι μας. ‘Ο τολμών νικά. Τόλμα’, φώναζε για να τον βοηθήσω. Μετά τον τεμάχισε, πέταξε τα κομμάτια του για τροφή στα ψαράκια και γελούσε: ‘Κερδίζουν οι δυνατοί; Καμιά φορά κι οι αδύνατοι’. Τα ψαράκια θα πάχαιναν, μετά θα τα ψάρευε χοντρούτσικα. Έτσι και στο κυνήγι στο βουνό. Σε ανομβρίες άφηνε νερό και τροφή σε πέρδικες και λαγούς, αυτά γεννούσαν  πολλά, και όταν τα θήρευε ήταν όλα καλοθρεμμένα. Ισορροπία και σοφία Φύσης. Ένα έξυπνο παιγνίδι στατιστικής, αφού μεγέθυνε την πιθανότητα κέρδους, όπως έμαθα στο Πανεπιστήμιο! Έτσι άρχισα ν’ αγαπώ τη στατιστική, αφού «τα καλά με κόπους τ’ αποκτάς», όπως συχνά μου έψαλλε.

 

******

Καμιά φορά μεθούσε με φίλους. Σαν γυρνούσε σπίτι, είχε έτοιμη τη δικαιολογία του:

 

– Φταίει ο θεός Διόνυσος. Αυτός με παρέσυρε ουούπ. Τραγουδούσε μαζί μας, νομίζω…

 

Ξαλάφρωνε λίγο, κι ας λέμε «Όποιος δικαιολογείται άσκοπα, κατηγορεί τον εαυτό του».

 

Έπαιρνε την οικογένεια, όλους μας, σε πολυήμερες εκδρομές σ’ όλη την Κύπρο, να τη γνωρίσουμε, να ξεγνοιάσουμε και να δέσουμε. Ενοικίαζε λεωφορειάκι, πλήρωνε αδρά τον οδηγό και απολαμβάναμε όλα τα αξιοθέατα της Κύπρου, από την Πάφο ως τον Απόστολο Ανδρέα. «Να δούμε και λίγο κάμπο, εκεί που οι κορφές μας στέλλουν νερό».

 

Τι ωραία θεά! Έλεγε, σαν έβλεπε αμμουδιές, ξανθούς κάμπους, μοναστήρια σε βράχο.

 

Θέα, μπαμπά, όχι θεά, προσπάθησα να διορθώσω τον τονισμό της λέξης.

 

Θεά σου λέω. Θεά ωραία. Εσύ κι οι δάσκαλοι να τονίζετε τη λήγουσα, με αποστόμωνε!

 

Τα ρητά και τα λογοπαίγνια του τυπώθηκαν στο νου μου, Μεγάλος άρχισα πια να μιλώ με κάτι ανάλογα σε συμμαθητές μου στο χωριό, μετά σε συμφοιτητές, σε συναδέλφους.

 

******

Μια φορά είδα τον πατέρα να κλαίει. Απίστευτο, είπα, αυτός ο γενναίος άνθρωπος λύγισε. Ήταν μόλις έμαθε πως η αδελφή του Αμαλία θα πέθαινε από καρκίνο. Είπα να τον παρηγορήσω Σηκώθηκε συνήλθε και είπε: «Κάνω λάθος σαν πέσω. Θα κάνω δέκα λάθη αν δεν σηκωθώ να συνεχίσω! Ο Θεός την θέλει κοντά του. Εμάς αργεί ακόμη».

 

Τα άσχημα μαντάτα τα έμαθα στην Αθήνα, μόλις πήρα το Πτυχίο μου στα Μαθηματικά. Το τηλεγράφημα που πήρα έγραφε: «Έλα επειγόντως. Πατέρας ασθενεί βαρύτατα». Ένιωσα το Τρόοδος να σείεται και να με ταρακουνάει… Μπροστά στο ανοικτό φέρετρό του έσκυψα και του φίλησα το χέρι. Η μητέρα ζήτησε να περάσει η νεκρική πομπή απ’ την πλαγιά με τα ξύλινα σπίτια κι απ’ το χωράφι μας με τ’ αμπέλια, για να τα δει όλα ο πατέρας μου σε τάξη, να μυρίσει αέρα μυρωμένο απ’ τα πεύκα και τα λουλούδια. Στην πομπή θυμήθηκα τα τελευταία λόγια του αγαπημένου του, του Σωκράτη, στους δικαστές του: «Εσείς εδώ. Εγώ πηγαίνω σε άλλο κόσμο. Ποιος ο καλύτερος, οι θεοί το ξέρουν!»    

 

Με ρώτησε η μικρή αδελφή μου Κλάρα αν ζει ο πατέρας. ‘Ναι’ της απάντησα ‘μέσα απ’ τα σοφά του λόγια, παρμένα απ’ αυτή τη Φύση, λόγια που θα περνούν πια στο στόμα πολλών συνανθρώπων’. Και να, κάθε που μου τηλεφωνεί από το Λονδίνο ο αδελφός μας Γιάννης, μού μιλά με παροιμίες του μπαμπά. Το ίδιο κι εγώ, όταν συμβουλεύσω την αδελφή μου Μαρία, ή όταν ο αδελφός μου Λαυρέντης με διορθώνει, ή συμπληρώνει σκέψεις μου. Όλοι με τα ρητά του πατέρα. Μας έδεσε ο σοφός με αόρατα σχοινιά. Δεμένη η φαμίλια, όχι με αλυσίδες, αλλά με του νου το νήμα της σοφίας του!

 

Α! Πόσο τον δίδαξε δωρεάν, χωρίς δίδακτρα, η Φύση γύρω του! Πόσο τον δίδαξε εκείνο το μικρό πουλί που μόλις άρχισε να πετάει. Μου το έδειχνε ο πατέρας μου και με συμβούλευε: Δες το, επιμένει στη δύσκολη στροφή, γλιστράει χαμηλά, ανελίσσεται και πάλλει, ορθώνεται σαν πέφτει… για τούτο το πουλάκι σημασία έχει το πέταγμα, όσο πιο ψηλά, όσο πιο μακριά και τολμηρά. Δες πώς μας διδάσκει αυτός ο απλός κάκτος. «Ρίξε του μια σταγόνα», έλεγε, «και θα εισπράξεις ανθό εξαίσιο. Μην υποτιμάς ένα δενδράκι, γιατί το δάσος θα ήταν μικρότερο αν έλειπε αυτό, μεγαλώνει, γεννά άλλα».

 

Εδώ, λοιπόν, σ’ ένα ορεινό χωριό, τα λόγια παλιών φιλοσόφων πέρασαν στα χείλη του πατέρα  μου, και αργά μα σταθερά στα χείλη μου και πολλών γύρω μου. Ένα κέρασμα δωρεάν απ’ την κάβα της Φύσης και της Ζωή… και λίγοι έχουν κλειδί της κάβας αυτής.

 

 

Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης

τ. Πρόεδρος Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου

 

25/12/2023

 

 

 

(Από την ανέκδοτη Συλλογή «ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ ΚΟΡΑΛΛΙΑ»)

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.