Ο Takis υπήρξε δυναμική και μάχιμη προσωπικότητα στο χώρο της παγκόσμιας τέχνης. Ανήκει σε μια διεθνή γενιά πρωτοπόρων καλλιτεχνών της πειραματικής τεχνολογίας όπως ο Ελβετός Jean Tinguely, ο Βενεζουελανός Jesus Rafael Soto, ο Ούγγρος Nicolas Schöffer, ο Γερμανοαμερικανός Otto Piene κ.ά. οι οποίοι ανάμειξαν την τέχνη με την επιστήμη και διαμόρφωσαν με τα έργα τους, αυτό το ιδιαίτερο κεφάλαιο στην μεταπολεμική ιστορία της τέχνης, που αποκαλούμε ‘Κινητική τέχνη’. Όμως ο Takis δεν κατασκεύασε θορυβώδεις περιστρεφόμενες μηχανές αλά Tinguely, ούτε φωτοχορευτικά περιβάλλοντα όπως ο Piene, ούτε ζήλεψε την κυβερνητική γλυπτική του Schöffer με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές της Philips (1956).
Sui generis προσωπικότητα, πειραματίστηκε με τις αλληλεπιδράσεις του Σύμπαντος, τη βαρύτητα και τον ηλεκτρομαγνητισμό, αλλά όχι με την ύλη του Σύμπαντος. Επινόησε νέες μορφές έργων τέχνης επιχειρώντας να μορφοποιήσει τις ελκτικές και τις απωστικές δυνάμεις του μαγνητικού πεδίου που μας περιβάλλει και παραμένει αόρατο. Κι ενώ τα έργα του έχουν τη στιβαρή υλικότητα των βιομηχανικών υλικών (ready made), το περιεχόμενό τους είναι υπερβατικό, εξωγήινο, διαστημικό, πλανητικό!
Γι΄ αυτό και αποστασιοποιήθηκε, το 1960 από τον φίλο του Yves Klein ο οποίος είχε ενσωματώσει στην τέχνη την ανατολική φιλοσοφία αυτογνωσίας του βουδισμού. Ο Takis είχε αναφορές στους προσωκρατικούς φιλοσόφους της Ιωνίας, στο Θαλή, τον Αναξίμανδρο, τον Εμπεδοκλή, στο Λεύκιππο και το Δημόκριτο που βρίσκονται στην απαρχή της ερμηνείας του Φυσικού Κόσμου. Αργότερα θα στραφεί και στην Ιπποκράτεια ιατρική και σταδιακά και στο μυστικισμό της Αρχαίας Αιγύπτου.
Αρχικά, τα εύκαμπτα μεταλλικά Σινιάλα (Signaux), που τον καθιέρωσαν από το 1955 και μετά, είναι η ένωση του μύθου με την επιστήμη, του πρωτόγονου με τη λογική, η οποία μελλοντικά θα επιβληθεί και θα μεταμορφώσει το φυσικό τοπίο σε τεχνολογικό. Για τον Takis, ήταν ‘τα ηλεκτρικά μάτια που αντικαταστήσαν τα ιερά σύμβολα της ερήμου’ όπως είπε ο ίδιος (Ο μύθος του Takis, μτφρ. Ελένη Ψυχούλη, Εκδόσεις Νέα Σύνορα Α.Α. Λιβάνη 1996, σ.197). Αντανακλούν την ψυχοσύνθεση ενός Έλληνα της δεκαετίας του 1950, που φεύγει από τη χώρα του χωρίς ηλεκτρισμό, τρεχούμενο νερό, δρόμους, αυτοκίνητα και τηλέφωνο και παθαίνει ‘πολιτιστικό σοκ’ όταν βρεθεί στο κέντρο της τεχνολογικά αναπτυσσόμενης μεταπολεμικής Ευρώπης.
Στις πρώτες κεραίες σινιάλα θα προσθέσει πυροτεχνήματα (1957) που θεωρούνται προπομποί των street art performances και λίγο μετά τα φώτα που αναβοσβήνουν σαν ανάμνηση της εντύπωσης από το σταθμό του Καλέ που έμοιαζε με σιδερένια ζούγκλα με τους φωτεινούς σηματοδότες σα τα μάτια τέρατος. Στο δάσος από 39 Φωτεινά Σινιάλα-Βίδα του Αρχιμήδη στη La Défense, στο Παρίσι (1987), αν ο κορμός τους είναι αναφορά στον κοχλία του Αρχιμήδη (τεχνολογία) και η φωτεινή τους απόληξή στο μονόφθαλμο τέρας, αυτό δεν είναι άλλο από τον Κύκλωπα της ελληνικής μυθολογίας. Τα Σινιάλα του Takis ήταν πρωτοποριακά για την εποχή τους και αποκτήσαν εμβληματικό χαρακτήρα ως τα νέα σύμβολα της τεχνολογικά αναπτυσσόμενης μεταπολεμικής Ευρώπης. Προμηνύουν μια νέα εποχή για την ανθρωπότητα της τεχνολογίας, της επιστήμης και του διαστήματος. Στις μέρες μας, παραμένουν το ίδιο εμβληματικά όσο στην εποχή τους, όχι μόνον επειδή σφραγίζουν το πέρασμα από την μεταβιομηχανική εποχή στην ψηφιακή αλλά και επειδή ο κόσμος που ζούμε είναι ένα απέραντο πεδίο συμβόλων και εικόνων.
Κι όταν το 1958 γοητεύτηκε από τα ραντάρ που ανταποκρίνονται σε αόρατα σήματα, o Takis στράφηκε στην έρευνα μιας γλυπτικής που θα μπορούσε να είναι κινητή και να συλλαμβάνει τη μουσική του Υπερπέραν. Ο μαγνητισμός τον έφερε στους ήχους του διαστήματος και στην αιώρηση στο κενό. Στην αρχή, σαν φυσικό φαινόμενο που νικά τη βαρύτητα. Και τη νίκησε, όταν με τους μαγνήτες κατάφερε να κρατήσει μετέωρο τον ποιητή Sinclair Beiles, στην γκαλερί Iris Clert στο Παρίσι (1960). Αυτό, όπως έχει υπογραμμιστεί, προηγήθηκε έξι μήνες του πρώτου ταξιδιού ανθρώπου στο διάστημα, του Ρώσου Γιούρι Γκαγκάριν (1961). Και επειδή ο δυτικός κόσμος ζούσε στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, υπό τη διαρκή απειλή του πυρηνικού ολέθρου, βάζει τον Beiles να διαβάζει το Μαγνητικό Μανιφέστο του Takis κλείνοντας με τα λόγια «…Θα ήθελα να δω όλες τις πυρηνικές βόμβες στη Γη να μετατρέπονται σε γλυπτά» (https://takisfoundation.org/el/biografia/)
Τέτοιου είδους σκέψεις αποκαλύπτουν την ανησυχία του Takis για το παρόν και το μέλλον της ανθρωπότητας και δεν πρέπει να μας παραξενεύουν πολλές από τις δηλώσεις του, που στην Ελλάδα μοιάζανε εκκεντρικές και προκλητικές, όπως το να θεωρεί τον εαυτό του μάντη, φιλόσοφο, ιερέα, μάγο, ποιητή. Η τέχνη εμπεριέχει την πρόβλεψη, την τελετουργία, τη μυσταγωγία, την ποιητικότητα και φυσικά τη φιλοσοφία.
Ο Takis υποστήριζε τις απόψεις του και ήταν ανυποχώρητος. Ειδικά στα πνευματικά δικαιώματα των έργων του καλλιτέχνη. Κάτι που στην Ελλάδα έχει περάσει σχεδόν απαρατήρητο, είναι και το εξής ιστορικό γεγονός: Το 1969, όταν ο διάσημος Pontus Hulten, διευθυντής του Moderna Museet στη Στοκχόλμη (1960-1973) και πρώτος διευθυντής του Centre Pompidou (1974-1981), οργάνωσε την έκθεση The machine, as seen at the end of the mechanical age, στο μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη (ΜοΜΑ, Νοέμ.1968 – Φεβ.1969), ο Takis με σκανδαλώδη τρόπο απέσυρε το έργο του Tele–Machine του 1960, στο οποίο χρησιμοποιούσε μαγνήτες για να κινήσει αντικείμενα, υποστηρίζοντας ότι εκείνο το έργο δεν ανταποκρινόταν στην τρέχουσα καλλιτεχνική του έρευνα και ότι έπρεπε να ελέγχει την τύχη του έργου μετά την πώλησή του. Η διένεξη του Takis με τον Bates Lowry, τον τότε διευθυντή του ΜοΜΑ, ότι το μουσείο δεν είχε δικαίωμα να εκθέσει το έργο του χωρίς να έχει τη συγκατάθεσή του, ήταν «μια συμβολική πράξη ουσιαστικού διαλόγου που έπρεπε να ανοίξει μεταξύ των διευθυντών των μουσείων, των καλλιτεχνών και του κοινού», είχε δηλώσει στους New York Times που τον κάνανε πρωτοσέλιδο.
Με αυτή την πράξη, ο Takis είχε ανοίξει το δρόμο για τα δικαιώματα των καλλιτεχνών αρχικά στη Νέα Υόρκη, γενικά στην Αμερική και γενικότερα στο δυτικό κόσμο. Όπως έγραψε ο Alex Greenberger στο ARTnews (10/10/2019) «σήμερα, η απαίτηση να απομακρύνονται έργα από τις εκθέσεις είναι συνηθισμένο εργαλείο στο οπλοστάσιο της πολιτικής διαμαρτυρίας.» (https://www.artnews.com/art-news/news/takis-moma-removal-1969-13361/)
Αυτό όμως το γεγονός, ήταν ο προάγγελος της δημιουργίας του Art Workers’ Coalition στην Αμερική. Γιατί ο Takis δεν περιορίστηκε στη διαμαρτυρία αλλά αναδιατύπωσε τα δεκατρία σημεία (δημοσιευμένα στο https://minor-canon.com/products/awc-art-workers-wont-kiss-ass-tote), που είχε υποβάλει στον Bates Lowry, με τις υπογραφές των Hans Haacke, Tsai, Carl Andre, Len Lye, Dennis Oppenheim, Robert Smithson, Willoughby Sharp και των τεχνοκριτικών Nicolas Calas και Lucy Lippard και ίδρυσε το Art Workers’ Coalition (3 Ιανουαρίου 1969) που έμελλε να αποτελέσει βασική δύναμη του ριζοσπαστικού κινήματος των καλλιτεχνών της περιόδου στις ΗΠΑ. Το AWC δραστηριοποιήθηκε μεταξύ 1969-1971, ως ανοιχτός συνασπισμός των ανθρώπων της τέχνης, με σκοπό να ασκήσουν πιέσεις στην γραφειοκρατική πολιτική των μουσείων και να συμβάλλουν στον εκδημοκρατισμό ενός παρωχημένου μουσειακού κατεστημένου. Έτσι, η αρχική διαμαρτυρία του Takis έγινε η σπίθα για την πολιτικοποίηση της τέχνης εκείνη την περίοδο επειδή τέθηκαν τα θέματα ρατσισμού, σεξισμού, πνευματικών δικαιωμάτων των καλλιτεχνών κ.ά. που σταδιακά, ιδίως από το 1990 και μετά, άλλαξαν την πολιτική των μουσείων, τη σύγχρονη ιστοριογραφία της τέχνης και την επιμέλεια των εκθέσεων. [Αναλυτικά το γεγονός και τη σημασία του μελετά o Kim West, The Exhibitionary Complex, Exhibition, Apparatus, and Media from Kulturhuset to the Centre Pompidou, 1963-1977 (2017)].
Στη δεκαετία του 1960, τα Τηλεμαγνητικά Γλυπτά (που τα παρουσίασε ο Ιόλας στη γκαλερί της Νέας Υόρκης, 1961, με τον οποίο συνεργάστηκαν μέχρι το 1976), οι Télélumière (Τηλεφωτισμοί), οι Μαγνητικοί Τοίχοι (Mur magnétique), τα Μουσικά Γλυπτά, τα Μουσικά Γλυπτά με Φως και στη συνέχεια η Υδρομαγνητική γλυπτική (Sculptures Hydromagnétiques) που ερεύνησε ως υπότροφος στο Μ.Ι.Τ. είναι νέες μορφές γλυπτικής, ζωγραφικής και μουσικής που οπτικοποιούν τις αόρατες μαγνητικές δυνάμεις της Γης. Όλα είναι δυναμικές και καθηλωτικές φόρμες ενεργειακών πεδίων που μαγνητίζουν τις ανθρώπινες αισθήσεις και ευθύνονται για την έλξη και την απώθηση όχι μόνον στο πεδίο της Φυσικής αλλά και της κοινωνικής συναναστροφής μεταξύ των ανθρώπων. Και ας μην παραβλέπουμε ότι το ομηρικό πρόθεμα «τήλε» (μακριά, από απόσταση), του όρου ‘Telesculpture’ που χρησιμοποίησε ο Alain Jouffroy για την performance «homme dans l’espace» του Sinclair Beiles το 1958, και το χρησιμοποίησε ο Takis σε σειρές έργων του και μόνον η εκφορά του, εμπεριέχει ένα επικό ηχητικό δυναμισμό, όπως επικά είναι τα έργα του.
Η λιτή αλλά χαρακτηριστική περιγραφή του Takis από τον Marcel Duchamp ως «ο εύθυμος οργανωτής των μαγνητικών πεδίων και ειδικός στις εύκαμπτες ράγες» (Par conséquent Takis, gai laboureur des champs magnétiques et indicateur des chemins de fer doux) συνοψίζει την καλλιτεχνική ταυτότητα του Takis στη συνείδηση του κόσμου της τέχνης τη δεκαετία του 1960.
Το 1970, ο ηλεκτρομαγνήτης που δονεί μια μαγνητική σφαίρα αναρτημένη από την οροφή, έγινε έμβλημα της έρευνάς του Takis (ένα τέτοιο βαρύ έργο κρέμεται από την οροφή στην καρδιά της εισόδου του Athenaeum InterContinental). Το 1974 έφτιαξε τα πιο πρωτότυπα και προκλητικά Ερωτικά Γλυπτά και το 1977 με τα περίφημα Gongs στην Documenta6 δημιούργησε ένα μουσικό χαοτικό περιβάλλον από ταλαντευόμενους ηλεκτρομαγνήτες που κτυπούν τις χορδές, ώστε ο Pierre Restany να γράψει για τον κορεσμό του χώρου, την αδυναμία του αυτιού να απορροφήσει ολόκληρο το ηχητικό φάσμα και την περίεργη έκσταση του θεατή.
Και επειδή στο κέντρο του συνολικού του έργου του Takis βρίσκεται ο άνθρωπος, η αρμονία του Σύμπαντος με την ανθρώπινη αρμονία, οι performances με χορό και ποίηση και το body art είναι αλληλένδετα με τις εκθέσεις του. Συνεργάστηκε με τους ποιητές της beat generation, τους Gregory Corso, Sinclair Beiles, William Burroughs, Allen Ginsberg, Brion Cysin. Συνεργάστηκε με τον ιδρυτή της μινιμαλιστικής μουσικής Charlemagne Palestine, έκανε performance με τον θεμελιωτή και μεγάλο οραματιστή της βιντεοτέχνης τον Nam June Paik, συνεργάστηκε με τον γλύπτη Isamu Noguchi, με το χορογράφο Jaap Flier, με σκηνοθέτες, τον Μιχάλη Κακογιάννη στα μνημειακά σκηνικά και τη μουσική για την τραγωδία Ηλέκτρα (Επίδαυρος 1983) και τον Κώστα Γαβρά στην ταινία Section Spéciale (1975). Μια μακρά λίστα πνευματικών ανθρώπων της πρωτοπορίας που συνέπεσαν χρονικά και άλλαξαν τις δομές διαμορφώνοντας νέους κανόνες στην αισθητική και την πολιτική της μεταπολεμικής τέχνης. Τα μεγάλα μουσεία σύγχρονης τέχνης, αυτά που καθορίζουν την επίσημη ιστορία της τέχνης οργάνωσαν μοναδικές και εκτενείς εκθέσεις των έργων του.
Ακόμη και στα τελευταία του έργα, ο Takis ως ακάματος ερευνητής και παθιασμένος οραματιστής έφτιαξε φωτοβολταϊκά γλυπτά που μετατρέπουν το φως του ήλιου σε ηλεκτρική ενέργεια (Αφιέρωμα στον Απόλλωνα, Δελφοί 2000) και αξιοποίησε την αιολική ενέργεια στα Αιολικά Σινιάλα, πριν ακόμη εισβάλλουν στη καθημερινότητά μας, σαν εναλλακτικές λύσεις προστασίας του πλανήτη από τους ορυκτούς ρύπους.
Είτε πρόκειται για έργα κρεμασμένα στον τοίχο, είτε για εύκαμπτα φωτεινά σινιάλα, ή για γκονγκ, για μουσικά γλυπτά, ή γλυπτά ηλιακής και αιολικής ενέργειας ο σχεδιασμός και η συναρμολόγησή τους βασίζονται σε επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις. Οι προτάσεις του ήταν συγχρονισμένες με την εποχή του και προφητικές. Από διαίσθηση, ικανότητα ή φιλοδοξία ήταν πάντα στην πρώτη γραμμή των εξελίξεων και το έργο του μεταθανάτια συνεχίζει να προκαλεί το ενδιαφέρον κατατάσσοντάς τον στους καλλιτέχνες με παγκόσμια απήχηση.
Γιάννης Κολοκοτρώνης
Ιστορικός της Τέχνης
Καθηγητής Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Δ.Π.Θ.