«Η νύχτα των αστραπών»
Πρώτη εμφάνιση στα ποιητικά της Γεωργίας Πολυκανδριώτη με την συλλογή Μανταρίνι, ΑΩ εκδόσεις, 2022. Ποιήματα όπου το φως αστραποβολά στο σκοτάδι, η άνοιξη στον χειμώνα, η αγάπη στην απουσία της. Ποιήματα με πρωτοτυπία συνειρμών και εικόνων που συχνά εκτινάσσουν την φαντασία. Με απλό αλλά γοητευτικό, ποιητικό λόγο η φανταστική εικονοποιία της συλλογής αυτής τέρπει και εκπλήσσει. Το βλέμμα του ποιητικού υποκειμένου αποκαλύπτεται τόσο αθώο όσο και σοφό. Βλέπει με διάπλατα μάτια τον κόσμο της αγάπης μέσα από την απουσία της. Ο Άλλος πάντα λείπει. Γράφει στο μότο της συλλογής «όταν δικάσεις την αγάπη/ θα περισσέψει μια νύχτα.». Αυτή την νύχτα ιχνηλατεί η ποιήτρια, μέσω φωσφορισμών ψαριών, λυθρινιών ή και χρυσόψαρων στο σκοτεινό βυθό των νερών, ή αστεριών στον σκοτεινό ουρανό της νοσταλγίας. Το ποιητικό υποκείμενο νιώθει ως χρυσόψαρο σε γυάλα, μόνη αποκλεισμένη μέσα στην απουσία του Εσύ: «Λείπεις/ κολυμπάω σα χρυσόψαρο στην πόλη/ η γυάλα μου γεμίζει με βροχή/ βραδιάζει,/ όταν ανάβει το σκοτάδι/ συμβαίνω πάντα μόνη./ (ΤΟ ΧΡΥΣΟΨΑΡΟ, σ. 14).
Σε κάθε σου φιλί
οι αγριόχηνες αποδημούσαν,
μάτωσαν έπειτα τα χείλη μου
σαν παπαρούνα στην ακτή,
τα πέταλα έπεσαν στη θάλασσα
γίναν λυθρίνια
κι άστραψαν στις αποχρώσεις του λυγμού,
νυχτώνει
φυσάω τα αστέρια να σβήσεις. (ΤΑ ΛΥΘΡΙΝΙΑ)
Όταν η απουσία αναβλύζει ποίηση, ο χειμώνας βγάζει άνθη «στο χάσμα του ανθίζουνε χειμωνανθοί» (ΧΕΙΜΩΝΑΝΘΟΙ, σ.11), στο σκοτάδι αναλαμπές φωτός. Και «τώρα ποια αδράνεια ασάλευτη πνίγει το δωμάτιό μου» αναρωτιόταν η Μάτση Χατζηλαζάρου («Νεκρή φύση») στην ποιητική της συλλογή Τα λόγια έχουν κρόσσια, ενώ αντίθετα η Πολυκανδριώτη από αυτή τη σιωπή χειροτεχνεί ποιήματα, «από τα κρόσσια της [σιωπής] υφαίνω εργόχειρα» (ΤΑ ΕΡΧΟΧΕΙΡΑ, σ. 12). Μέσα στο κενό της έλλειψης του αγαπημένου προσώπου, στην απουσία της ένωσης, στη νοσταλγία της αγάπης, το ποιητικό υποκείμενο επιμένει να μετουσιώνει όλα αυτά τα αρνητικά συναισθήματα σε άνθη και καρπούς. Με πείσμα αποφασίζει να εκδιπλώνει δημιουργικά το κενό: «στο χάσμα του ανθίζουνε χειμωναθοί» (ΧΕΙΜΩΝΑΝΘΟΙ, σ.11). Να το φωτίζει με την άχνα της, με την δημιουργική της πνοή, με το φύσημα από αθώα ερωτικά χείλη για να ανάψει μυριάδες, λαμπερά, αστράκια.
Μεστά, ολιγόστιχα ποιήματα, με τέτοια πυκνότητα που κάθε στίχος λες και είναι ένα ολόκληρο ποίημα από μόνος του. Έξοχες μεταφορές, εικόνες γεμάτες τρυφερότητα αλλά και χαμηλότονη πικρία. Ο αναγνώστης γοητευμένος κολυμπά μέσα στις μεταμορφώσεις και ονειροπολήσεις που γεννά η φαντασία ορμώμενη από την έλλειψη, την προδοσία ή την απώλεια της ερωτικής αγάπης. Όχι όμως την παράδοση και απελπισία του ποιητικού υποκειμένου. Στην ποιητική συλλογή οι «χειμωνανθοί», τα χυμώδη μανταρίνια, κρατούν την ψυχή ψηλά, παρά το κρύο κενό του χειμώνα. Αυτοί οι ζουμεροί, λαμπερά πορτοκαλί, χειμωνιάτικοι καρποί ξυπνούν ερωτικά τις αισθήσεις. Φέρουν αρώματα που διεγείρουν τις πιο βαθιές αναμνήσεις.
Στο σώμα του σαρκώδη φρύδια
μέσα κατάλευκες ραβδώσεις,
αιθέριο άρωμα,
χυμός εκρήγνυται στο στόμα
πορτοκαλί δροσιά γλείφει τον ουρανίσκο,
ένας μικρός Νοέμβρης στα χέρια σου.
(ΤΟ ΜΑΝΤΑΡΙΝΙ)
Τέσσερις είναι οι ενότητες της συλλογής Το μανταρίνι. Η πρώτη, ΤΑ ΛΥΘΡΙΝΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ με δέκα ποιήματα ερωτικής θεματικής όπου κυριαρχεί η απουσία. Η δεύτερη, ΓΙΑ ΤΗ ΦΛΟΥΔΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ με έξι ποιήματα που αφορούν στην ποιητική γραφή. Εδώ κυριαρχεί η χαρά και η έκπληξη της ποιητικής τέχνης και τεχνικής. Η έξαρση είναι για την ίδια την ποίηση ως δημιουργία. Η τρίτη, Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΥΠΟΚΛΙΣΗ ΣΕ ΜΙΑ ΑΔΕΙΑ ΣΚΗΝΗ με έξι ποιήματα με τελευταίο το «ΓΚΟΥΦΟΥΣ» που παραπέμπει στη σημειωτική της νοσταλγίας. Η τελευταία, τέταρτη ενότητα με τίτλο ΔΙΧΤΥΑ έχει τέσσερα μικροδιηγήματα ή πεζοποιήματα κοινής θεματολογίας που πιάνουν τα νήματα από ποιήματα της συλλογής ή συνηχούν στο υφαντό της όπως «Μέσα στο ποίημα σφάδαζε ο πόνος της απώλειας. Είχε χάσει τη γυναίκα του πριν τρία χρόνια. Θυμήθηκε την ασημένια λάμψη που είχε το κοπάδι των ψαριών πριν ξημερώσει η μέρα του πνιγμού» (ΠΛΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΒΥΘΟΥ, σ. 41).
Η ποιήτρια μέσω εκπλήξεων συνειρμών και μορφοποιήσεων, αντλεί τις αναφορές της από πολλές και διαφορετικές πηγές, όπως από την ελληνική μυθολογία, Αχιλλέας, Αμφιτρίτη, Ελπήνωρ, Πηνελόπη, κ.ά. Ο Οδυσσέας δεν κατονομάζεται, είναι απών, σε διάφορα ποιήματα τον βλέπουμε απλά ως «άνδρας»- σύζυγος, μέσα από τα μάτια της γυναίκας, της Κίρκης ή της Αριάδνης ή της Πηνελόπης. Νοσταλγείται.
Παντρεύομαι τον Κανένα
εκείνος χάνεται στον κήπο,
ο σκύλος προστατεύει το πηγάδι
υφαίνω μια πανσέληνο
λιώνουν τα πόμολα και τα κλειδιά από τις πόρτες
το γιασεμί γαζώνει το σκοτάδι
τρίβεται πάνω στα θαμπά παράθυρα
ανοίγω,
πέρα βαθιά η θάλασσα
σπάει σε χιλιάδες καθρεφτάκια.
(ΠΗΝΕΛΟΠΗ)
Στην ποιητική συλλογή Το μανταρίνι έντονες είναι και οι επιρροές από την ευρωπαϊκή ιστορία, όπως στο ποίημα ΙΝΦΑΝΤΑ, ή την ευρωπαϊκή λογοτεχνία, ιδιαίτερα από τον Μπόρχες και το Βιβλίο των φανταστικών όντων. Το ποίημα «ΓΚΟΥΦΟΥΣ» αναφέρεται σε ένα από τα φανταστικά πλάσματα που είχε καταγράψει ο Μπόρχες, ένα πουλί «που χτίζει τη φωλιά του ανάποδα και πετάει προς τα πίσω, αφού δεν το νοιάζει που πάει, αλλά πού βρισκόταν».[1] Έτσι και η νοσταλγία στην ποιητική συλλογή Το μανταρίνι, κάποτε κρατάει δέσμιο τον άνθρωπο. Το αν θα γιγαντωθεί η νοσταλγία και θα γίνει η σκοτεινή φυλακή του ή απλά θα τον συντροφεύει προχωρώντας μπροστά, φαίνεται να είναι απόφασή του.
Το Γκούφους είναι άγρυπνο
αφήνει ίχνη στο νερό
τρέφεται με σκοτάδι,
τα πόδια του ισχνά σκορπίζουν τη φωλιά
γιατί εκείνο πάντα επιστρέφει,
στρέφει τα μάτια προς τα πίσω
και φτερουγίζει ανάποδα στη φρόνιμή του γη,
φοβάται μήπως το τυλίξει
σαν δέρμα άγνωστου αέρα
μια νέα διάφανη αρχή.
(ΤΟ ΓΚΟΥΦΟΥΣ)
Μέσα από την αναμέτρηση της μνήμης με τη νοσταλγία, ένα λουλούδι, η γλαδιόλα, έχει αναδειχθεί από έναν παλιότερο ποιητή, εκφραστή και ιδρυτή του υπερρεαλισμού, τον Αντρέ Μπρετό,ν ως σημαίνον της γυναικείας σεξουαλικότητας και μετωνυμία της επιθυμίας. Στο ποίημα της Πολυκανδριώτη «ΓΛΑΔΙΟΛΑ», το λουλούδι αυτό γίνεται παράλληλα και μέτρο απολογισμού της ερωτικής ζωής του θηλυκού υποκειμένου. «Η γυναίκα με φύλο γλαδιόλας» του Μπρετόν («Ελεύθερη ένωση»), των μεταφραστών του υπερρεαλιστών ποιητών Εμπειρίκου και Νάνου Βαλαωρίτη, αλλά και της Γεωργίας Πολυκανδριώτη:
Η γυναίκα με φύλο γλαδιόλας
σκορπίζει στο άδειο κατάστρωμα
όσο χρόνο δεν έχει,
τα μάτια της σκοτεινά και ζεστά
κοιτάσματα βωξίτη,
ο άντρας φοράει καπέλο
και στρέφεται προς τη θάλασσα,
τον πλησιάζει
του δίνει το φύλο γλαδιόλας,
μέσα από τον καπνό του φουγάρου
ξεπροβάλλει ένα κόκκινο χάδι.
(ΓΛΑΔΙΟΛΑ)
«Η αγάπη είναι ο μόνος τρόπος κάτι να γνωρίσουμε» συμπληρώνει την ίδια εποχή ο άλλος υπερρεαλιστής ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος. Στο εμβληματικό ποίημα του «Στην Κοιλάδα με τους Ροδώνες» το γυναικείο φύλο ήταν η υπόσχεση. Η γυναίκα, η ένωση, όπως και στην «Ελεύθερη Ένωση» του Μπρετόν, ήταν ο πυρήνας της δημιουργικής έξαρσης. Ο υπερρεαλισμός έβλεπε τη γυναίκα και την ένωση με αυτήν, ως τη «μεγάλη υπόσχεση» για ανατροπή, για δημιουργία και λύτρωση του κόσμου. Σαφώς υπερρεαλιστικής επιρροής τα ποιήματα της Πολυκανδριώτη κινούνται στην ροή της σουρεαλιστικής καλλιτεχνικής παράδοσης. Όμως, στην ποιητική συλλογή της Πολυκανδριώτη η γυναίκα είναι μόνη. Είναι σαν να αναρωτιέται η ποιήτρια, πού είναι η υπόσχεση, πού είναι η ένωση, η λύτρωση και η παρηγοριά. Τώρα εδώ είναι η απουσία και η έλλειψη. Εκεί ήταν η λατρεία, εδώ η απουσία. Εκεί δέσποζε η ένωση, εδώ η έλλειψη. Η μοναξιά. Εάν στον υπερρεαλισμό η γυναίκα και η ένωση μαζί της ήταν η μεγάλη υπόσχεση, εδώ, τώρα, στην Πολυκανδριώτη, ο άνδρας είναι ο μεγάλος απών, και η ένωση είναι η μεγάλη σιωπή και η μεγάλη απουσία. Μέσα όμως σε αυτήν την κατάσταση, τη νύχτα, το σκοτάδι, γεννιούνται αστραποβολήματα, σπινθηρίσματα κι ανταύγειες φωτός, που γεννούν ζωή, δημιουργούν ποιήματα, φέρουν ρινίσματα ελπίδας. Μού φέρνει στο νου την αστραπή, τον σπινθήρα της εικόνας του Αντρέ Μπρετόν όταν έλεγε ότι «Η αξία της εικόνας εξαρτάται από την ομορφιά της ‘αστραπής’ που προκύπτει». Η χαρά της ποιητικής δημιουργίας «Είναι η πιο ωραία νύχτα, η νύχτα των αστραπών: η ημέρα δίπλα της, είναι νύχτα»[2]. Για αυτό και η ποιήτρια Γεωργία Πολυκανδριώτη πλημμυρίζει τον νυχτερινό ουρανό με φαναράκια ευχών. Ή τις σκοτεινές φυλλωσιές μιας παγωμένης λίμνης με πυγολαμπίδες που λαμπυρίζουν μαγικά.
[1] Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Το βιβλίο των φανταστικών όντων, μτφρ. Γ. Βέης, Πατάκης, Αθήνα 2012, σ. 102
[2] André Breton, Μανιφέστα του σουρρεαλισμού, μτφρ. Ελένη Μοσχονά, Δωδώνη, Αθήνα 1972, σσ. 34, 42.