Αστραπές αγάπης
Η ποιητική συλλογή με τίτλο άτεχνη ομορφιά από τις εκδόσεις ΑΩ (2022) αποτελεί την πρώτη εμφάνιση του Ιωάννη Σόλαρη στον χώρο της ποίησης και εκτός από τον πρόλογο και το επιλογικό ποίημα σε ελεύθερο στίχο περιλαμβάνει 30 χαϊκού και τρία αγγλικά ή Σαιξπηρικά δεκατετράστιχα σονέτα. Το καθένα αποτελείται από τρία τετράστιχα και ένα δίστιχο, όπου το τελικό δίστιχο επιβάλλει ένα επιγραμματικό γύρισμα στη λήξη του ποιήματος. Οι στροφές των σονέτων αποτελούν μια σύνθετη λυρική ανάπτυξη με ομοιοκαταληξίες που δηλώνουν τη δεξιοτεχνία του δημιουργού, «Φεγγάρι (γένους θηλυκού)» (σ.19):
κοσμεί το σκότος τη φωτιά ολόγυρα/ κι ο ήλιος χτυπά το θράσος της,/ παιχνίδια από χρυσό κι ασήμια/θα πέσω να πνιγώ στην ομορφιά της//φροντίζει να σκιστεί στο πέλαγος ’κει /ελπίζει να αλλάξει τη ροή σου,/με τι φοβέρα πρέπει να πονέσει;/ ω ατιμίας αστερισμός η ματιά σου!//γλυκιά που είναι κάποτε η έπαρση, /με ξενύχτια θα αντισταθώ, σειρήνα,/ νοσταλγώ στην άνοιξη βροχή τρελή/μα φεύγεις, δεν θα κάνεις θύμα σου κανέναν.//κι αν ποτέ σαγήνη της ηδονής νικήσεις/ αμέσως θα προστρέξω στην αγκάλη σου!
Η σελήνη εδώ αντιπροσωπεύει το αντικείμενο του πόθου του δημιουργού. Απευθύνεται σ΄ αυτήν σαν να μιλά με τη γυναίκα που κυριαρχεί στη σκέψη του μα συγχρόνως αποτελεί και τη μούσα του, εξάρει τη φαντασία του, πυροδοτεί την έμπνευσή του. Ο ποιητής -ωσάν ρομαντικός ποιητής του 19ου αιώνα- σαγηνεύεται από την ανεξάντλητη ποιητικότητα της σελήνης, την «έπαρση» αυτής της φωτεινής πηγής που για αιώνες αποτελεί το «αναμμένο καντήλι» των ποιητών. Συγκεκριμένα, ο ποιητής στα δύο τετράστιχα εξυμνεί τη μούσα του και ενώ αντιστέκεται στο 3ο τετράστιχο, αίφνης στο τελικό δίστιχο εγκαταλείπει κάθε συστολή και δισταγμό για να την ακολουθήσει πάλι.
Οι αναζητήσεις, οι ελπίδες, τα όνειρα και οι προσδοκίες προλογίζουν πληθωρικά και ουσιαστικά την ποιητική συλλογή. Η λυρικότητα και η δημιουργική μελαγχολία, οι βαθιοί προβληματισμοί και οι ατέρμονες σκέψεις, η αίσθηση του αδιεξόδου αλλά και η αγωνιώδης προσπάθεια διαφυγής, είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που αναδύονται σε πολλά ποιήματα μέσα από λογοτεχνικές εκρήξεις και ρητορικά ερωτήματα, εκφράζοντας το εσωτερικό δράμα του ποιητή μα και τη «ρητορική» του φαντασία, («Πνοή»,σ.12):
φυσάει πνοή/ σκορπάει τα φύλλα μας/γεννά τη μοίρα//τελειότητα/ φαρμάκι πικρόμελο/ κυνηγώ άστρα
Σύμφωνα με τον Έζρα Πάουντ «Το χαϊκού είναι ένα ποίημα εικόνων, ένα ποίημα που εκφράζει το κάλλος μέσα από συγκεκριμένες εικόνες ή περιστατικά». Το κάθε χαϊκού εμπεριέχει έναν κρυφό δυαδισμό: το κοντινό και το μακρινό, το επίπεδο και την προοπτική, το τότε και το τώρα, το παρελθόν και το παρόν, το υψηλό και το χαμηλό, τον ήχο και τη σιωπή, το εφήμερο και την αιωνιότητα. Διαβάζοντας γι’ αυτό «το λίγο που το καθιστά περισσότερο», τα χαϊκού της ποιητικής συλλογής λένε μια ιστορία με τολμηρή, ζωντανή εικονοποία, που γοητεύει τον αναγνώστη.
Ο Γιάννης Σόλαρης εμπνέεται από το πνεύμα της ανυπακοής στους κανόνες, γράφει χαικού με χαρακτηριστικούς νεωτερισμούς όπως οι τίτλοι, ένας τίτλος ανά δύο χαϊκού και όπως αναφέρει ο ίδιος στο «αντί προλόγου» «Κανονικά δεν έπρεπε να βάλω μαζί δύο χαϊκού ούτε να τα θέσω υπό την ίδια προμετωπίδα. Μα ήταν πειρασμός να διαρρήξω τον κανόνα και η μια ανάσα (χαϊκού) να γίνουν δύο! Το ένα ερέθισμα να φέρνει το άλλο και ο αναγνώστης να προσθέσει το δικό του. Και τι μένει τελικά; Ο βαθμός κοινωνίας με τον άλλο, τον γνωστό και τον άγνωστο, η επιβεβαίωση της μοναξιάς!» Οι τίτλοι στα περισσότερα χαϊκού είναι δεμένοι δομικά με τις μικρές συνθέσεις, προσδίδοντας έναν άλλο συναισθηματικό και αισθητικό χαρακτήρα∙ λειτουργούν ως ερμηνευτικό κλειδί τόσο της ψυχικής του διάθεσης όσο και της συναισθηματικής οπτικής τού ποιητή στα πράγματα. Κάποια χαϊκού απαρτίζονται μόνο από ρήματα, συνήθως σε χρόνο ενεστώτα σε μια απόπειρα να διασώσουν το φευγαλέο του παρόντος, που πολύ σύντομα χάνεται στη λήθη ή διασώζεται με τον τρόπο της ποίησης, όπως γίνεται στο παρακάτω ποίημα,(«Θέλω», σ.24): μπορώ ή θέλω πεισμώνω ή μαλώνω πατώ ή πετώ
Σε κάποια άλλα απουσιάζει το ρήμα και το χαικού απαρτίζεται από ουσιαστικά και επίθετα, («Άγγελος», σ.25):
κακός άγγελος/ παράταιρο λίκνισμα/ η αφίλητη//λιποψυχία/ αμετανοησία /δυσαρμονία
Τα Τρίστιχα 5/7/5 επί δύο «περπατούν», «τρέχουν» ή
μένουν» ακίνητα στον χωροχρόνο, διατρέχοντας τις εποχές, τινάζονται με ήρεμη δύναμη, ως κοφτές σπίθες ζωής και έρωτα. Το εγώ αφομοιώνεται με το εσύ. Ένα ερέθισμα, ένα θέμα, μία ανάμνηση κινητοποιεί μηχανισμούς που είναι νοσταλγικοί και ονειρικοί, σκοτεινοί και αγγελικοί, συνάμα. Οι στίχοι εναργείς, άμεσοι και ρέοντες, πηγαίοι και βιωματικοί μας οδηγούν και μας κατευθύνουν σ’ ένα ευοίωνο ταξίδι τόλμης, έρωτα μα και δισταγμών, φόβων, αμφιβολίας, αναζήτησης και αμφισβήτησης. Οι λέξεις λειτουργούν μεταφορικά, υπαινικτικά, συμβολικά, δημιουργώντας εικόνες οπτικές, απτικές, ακουστικές, οσφρητικές, καθώς αγγίζουν στιγμές ερωτικές, («Τανγκό», σ.26):
χορεύω τανγκό/ ξυπόλυτος πρίγκηπας/ με μια καρέκλα/συνθέτω το βαλς απόλυτος έρωτας με το μυαλό μου
Όλες οι δημιουργίες αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στο φως του έρωτα, του πάθους, της εσωτερικής ανώτερης ζωής και στη σκιά της ερημιάς, της ματαίωσης, της οδύνης, της απώλειας. Ο έρωτας κυριαρχεί παντού ως απέραντος δρόμος γνώσεων, ως διέξοδος του ανικανοποίητου. Σ’ αυτήν τη διαρκή εναλλαγή, οι άνθρωποι -ως πλάνητες ή ως επιβάτες- περνούν και φεύγουν. Το ερωτικό αντικείμενο δεν έχει τη σύσταση του πραγματικού, παρουσιάζεται περισσότερο συμβολικό και μένει μέχρι το τέλος ακαθόριστο και αφηρημένο. Εξάλλου και η γοητεία της ποίησης πηγάζει ακριβώς από εκείνο το ασύλληπτο, το μυστηριώδες, το ανεξιχνίαστο, που το αισθάνεται κανείς, ωστόσο αδυνατεί να το ορίσει. Κυρίαρχη η φωτεινότητα των εικόνων και ο λυρικός τόνος, που σκεπάζει τα ποιήματα με βάθη απελπισίας. Ο ποιητής αφουγκράζεται τα θαύματα που σιωπούν και διαρκώς επανέρχεται στη δυσεπίλυτη εξίσωση του έρωτα, στο χαϊκού «Έρως», σ. 23):
έρως πορθητής /δροσορόδινα χείλη/ αιώρα λευκή/επιθυμία/ ουρανομήκης ειδή/ νέοι για πάντα
Το ποιητικό υποκείμενο χαρακτηρίζεται από μια λεπτοφυή ευαισθησία ώστε συχνά να καταρρέει ποιητικά εξαιτίας των έντονων συναισθημάτων του, καθώς καταγράφει και εξομολογείται τον έρωτά του, όπως στο ποίημα («Συχνά», σ. 38):
ερωτευμένος/με τον έρωτα συχνά/χάνω την ηχώ/κλαίω, γελάω/θυμάμαι, μορφοποιώ/το πρόσωπό σου
Το τοπίο ζωντανό, το βλέπει κανείς να αναπνέει. Βλέπει την κίνηση και τη θερμότητά του μέσα στα παλλόμενα συναισθήματα του δημιουργού. Τα φυσικά στοιχεία είναι σαν να λαμβάνουν μέρος στην ερωτική σχέση. Δίχως υπεροψία, θέτει υπαρξιακά ερωτήματα στον βουβό ακροατή με τρυφερότητα και διάχυτη εσωτερικότητα:
Άγνωστη φύση /ερημιά και συμπόνοια/φως και σκιά μαζί («Φύση», σ. 13)
κίτρινο πέπλο/ ακούω τις φυλλωσιές/ λειμώνας γλυκύς//τσαμπί κεράσι/ ψαύω την ανάμνηση/ κι ακροβατώ («Κίτρινο», σ. 20)
Στο παραπάνω χαϊκού αλλά και σε άλλα, χρησιμοποιεί παρηχήσεις δημιουργώντας υφολογικά αποτελέσματα, όπως για να ενισχύσει το νόημα, να συνδέσει λέξεις που σχετίζονται μεταξύ τους, να χρωματίσει και να τονίσει την αίσθηση που αφήνει η προφορά των λέξεων.
Διαβάζοντας ξανά και ξανά το βιβλίο του Γιάννη Σόλαρη, ο αναγνώστης ανακαλύπτει εκ νέου κρυμμένα νοήματα, λέξεις αμφίσημες και αλληγορικές, φωτοσκιάσεις εντάσεων και σιωπών, αισθάνεται την πολύτιμη αξία του χειροποίητου. Ό,τι μοιάζει απλό και αυθόρμητο, μέσω της ποίησης μετουσιώνεται σε περισυλλογή, δοκιμασία, αλλά και σ’ ένα αξεδιάλυτο γοητευτικό μυστήριο. Ο Σόλαρης «σφυροκοπά» τις λέξεις, εξαντλεί τα γράμματα και τους ήχους, αξιοποιώντας εντέχνως διακειμενικά στοιχεία με φωνή πέρα από τη γλώσσα, συμπαρασύρει τα νοήματα σε «ελεύθερη πτώση»: μόνο γιατί σε/ φίλησε γεννήθηκες/πόνος μοιραίος//σε αγάπησα/γι’ αυτό μου τραγουδάς /ανεκπλήρωτα («Σπονδή στη Μαρία», σ.41). Το χαϊκού παραπέμπει αναπόδραστα στην Καλαματιανή ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη και στο ποίημα Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες, και μας συγκινεί διπλά.
Ο πόνος όμως, βρίσκεται παντού∙ μια βιωμένη απώλεια πάντα θα στοχεύει το πρόσκαιρο του ανθρώπου και θα καταργεί την αυταπάτη της αιωνιότητας. Ποιητική πεποικιλμένη, συνδυάζεται με την εξωτερική πραγματικότητα που αναδεύεται ήρεμα και γαλήνια και κάθε τρίστιχο λήγει μ’ ένα στίχο που αφήνει τη φαντασία του αναγνώστη ελεύθερη και ανοιχτή την ιστορία, και τον ενεργοποιεί για νέα επέκταση:
αμφιβολία/ δεντρώνει η πληγή της/ρωτά τη ρίζα//κατ’ αρχήν τέλος/ το μυαλό ή η ψυχή/ πάντων δύναμις («Αμφιβολία», σ. 34)
Τα χαϊκού αυτοαναφορικά, αποκαλύπτουν τη συναισθηματική του στιγμή χωρίς να είναι εμφανής -στα περισσότερα- η σύζευξη με τη φύση. Το συναίσθημα και η εξαγνισμένη ερωτική διάθεση ευτυχώς υπερισχύουν και ο έρωτας -έστω σαν μια αστραπή- παραγκωνίζει το βασανιστικό συναίσθημα της μοναξιάς. Ο αναγνώστης, όταν διαβάζει την ποιητική συλλογή με τα χαϊκού των δύο στροφών, νιώθει συχνά το νόημα να διακόπτεται ή να προχωρεί ξαφνικά με άλματα μέσα από στίχους σκοτεινούς ή ελάχιστα φωτισμένους, που δεν επιτρέπουν να επανασυνδεθεί αρμονικά με το αμέσως προηγούμενο ορατό σημείο. Αναφέρομαι όχι μόνο στη διανοητική, αλλά και στη συναισθηματική άποψη, στο αξεχώριστο κράμα αισθήματος και σκέψης με το οποίο υφαίνεται η συγκινησιακή αλληλουχία ενός ποιήματος. Οι διακυμάνσεις και οι διακοπές είναι έντεχνα οργανωμένες και εντείνουν τη συγκινησιακή φόρτιση του αναγνώστη και την τελική συγκινησιακή συνοχή του ποιήματος.
Η ποίηση είναι η «υπέρτατη μορφή της συγκινησιακής χρήσης της γλώσσας». Στο χαϊκού περί ποιητικής με τον τίτλο («Χάος», σ. 40), ο δημιουργός γράφει:
τάξη στο χάος /άγαλμα της τεχνικής /και της παν-τέχνης//πρόθεση θεία/επική συμφωνία/ γέννα γεννητή
Ο Γιάννης Σόλαρης λοιπόν, γράφει, επιθυμεί να γράφει και σύμφωνα με τα λόγια του Ελύτη: «Η επιθυμία έχει μια πολύ ψηλή κορμοστασιά και στις παλάμες της καίει η απουσία. Η επιθυμία γεννάει το δρόμο της όπου θέλει να περπατήσει». Εύχομαι ο κάθε αναγνώστης να εντοπίσει μέσα σε αυτό το ποιητικό έργο τις δικές του στιγμές περισυλλογής και πάθους.
Ως επίλογο παραθέτω «δώρο – αντίδωρο» το χαϊκού («Ορχιδέα», σ.27) :
τί να στολίσεις; /άγρια ορχιδέα/χάιδεψέ με//να κοκκινίσεις;/ κρυφή αμαρτία μου/ τριαντάφυλλη