Είκοσι τρεις Δεκεμβρίου, η πιο μεγάλη σκοτεινή νύχτα του χρόνου.
Η γνωστή ταβέρνα του Ζαχαρία είναι και αυτή σκοτεινή, σε αντίθεση με τις άλλες μέρες του χρόνου που είναι γεμάτη από φως και κόσμο. Πριν τέσσερα χρόνια την ίδια μέρα η γυναίκα του, που ήταν υπέρβαρη και καταθλιπτική, πέθανε από την πείνα τρώγοντας για δίαιτα μόνο ένα μήλο την ημέρα. Από τότε κάθεται μόνος σ΄ ένα τραπέζι και πίνει μονορούφι το τσίπουρο του. Δεν δέχεται πελάτες για εξυπηρέτηση φαγητού και δεν απαντάει στα κουδούνια και στα τηλέφωνα.
Σήμερα είναι προπαραμονή Χριστουγέννων. Από νωρίς έκλεισε τα φώτα και κάθισε στο γκισέ του μαγαζιού, ήθελε να μείνει μόνος. Κάποια στιγμή το τηλέφωνο κτυπούσε επίμονα. Αδιάφορος και βαριεστημένος το σήκωσε έτοιμος να στείλει στο διάβολο τον απαιτητικό πελάτη. Όμως ανακάθισε ξαφνιασμένος και έντρομος στην καρέκλα του όταν άκουσε μια άγνωστη ανδρική συριχτή φιδίσια φωνή.
«Θέλω το μαγαζί σου αύριο βράδυ για ρεβεγιόν-ρεζερβέ για δώδεκα άτομα. Το μενού θέλω να είναι πλούσια γιορτινό με κρασί, γλυκά και πολλά φρούτα», είπε και έκλεισε το τηλέφωνο. Ήταν καθαρή εντολή.
Το μυαλό του Ζαχαρία ξαφνικά άρχισε να δουλεύει μ΄ ένα ασυνήθιστο γρήγορο ρυθμό. Ένιωσε την καυτή δύναμη του πελάτη στο ακουστικό μέσα από τους πόρους του κορμιού του και ήξερε ότι έπρεπε να πει σε όλα ΝΑΙ.
Ένωσε γρήγορα όλα τα τραπέζια σ΄ένα μεγάλο τραπέζι και το στόλισε με λευκό τραπεζομάντηλο και τα καλύτερα σερβίτσια του μαγαζιού του. Τα φαγητά προσεχτικά μελετημένα για την επίσημη γιορτινή ώρα των Χριστουγέννων και τα φώτα όλα αναμμένα. Λίγη χαμηλή μουσική θύμιζε την γλυκιά χαρούμενη βραδιά της γέννησης του Χριστού.
Πλησίαζαν τα μεσάνυχτα όταν οι καλεσμένοι άρχισαν να έρχονται δίνοντάς του ο καθένας την προσωπική πρόσκληση. Περίεργοι καλεσμένοι με ονόματα και στολές παρμένα από μύθους και παραμύθια. Βαθιά στη μνήμη του κάτι του θύμιζαν όλοι αυτοί αλλά η ένταση της στιγμής δεν άφηνε το μυαλό του να θυμηθεί. Η μάγισσα και η χιονάτη, Ο Ρομπέν των δασών και η Μάριον, Ο Αδάμ και η Εύα παρέα με τον Όφι της Εδέμ, Ο Νεύτωνας και ο Μπιλ Γκέιτς, Ο Ιάσονας και η Μήδεια, ο Πάρις και η Ελένη.
Μόνο μία καρέκλα ήταν ακόμη άδεια. Τον παραξένεψε που η ουρά του Όφι δίπλα από τον Αδάμ και την Εύα έφτανε ως την άδεια καρέκλα απέναντι τους.
Κάθισαν ευχαριστημένοι από την ευγενική υποδοχή του Ζαχαρία. Ο ίδιος έλαμπε για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια με το επίσημο λευκό σακάκι, το μαύρο παπιγιόν και την ατσαλάκωτη πετσέτα κάτω απ΄τον αγκώνα του χεριού του. Τους κέρασε ένα ελαφρό απεριτίφ, έως ότου έρθει και ο τελευταίος καλεσμένος που ήταν πιθανόν και ο οικοδεσπότης της βραδιάς. Οι κουβέντες τους περιστρέφονταν στη σχέση που είχαν όλοι και όλες μ΄ένα μήλο στη ζωή τους.
Ο Ζαχαρίας ένιωσε ένα βαθύ πόνο στην ψυχή του καθώς θυμήθηκε ότι ο θάνατος της γυναίκας οφείλονταν στα αθώα μήλα. Σκέφτηκε με φόβο ότι το μήλο στις ιστορίες τους ήταν άλλοτε το φρούτο της αλήθειας και της υποκρισίας, του έρωτα και της αμαρτίας, αλλά σίγουρα το μήλο της ζωής και του θανάτου.
Έδιωξε αμέσως τις πονεμένες αναμνήσεις και έτρεξε να σηκώσει το τηλέφωνο που κτυπούσε σαν δαιμονισμένο. Άκουσε τη γνωστή πλέον συριχτή φωνή που του έδινε την παραγγελία να σερβίρει ένα μήλο στο τραπέζι. Πήρε το πιο καλό μήλο από την φρουτιέρα που έλαμπε σαν χρυσό μήλο των εσπερίδων και πλησίασε στο τραπέζι
«Ποιος παράγγειλε το μήλο», ρώτησε ο Ζαχαρίας με ιδιαίτερη αβρότητα τους χαμογελαστούς συνδαιτυμόνες. Όλοι γύρισαν με αφέλεια και αθωότητα προς το μέρος του, όταν ξαφνιασμένοι κάτω από την άδεια καρέκλα κατάλαβαν ότι δεν ήταν η ουρά του Όφι της Εδέμ αλλά η ουρά του Λάδωνα, του δράκου που είχε αποκαταστήσει ο Ηρακλής σε ένα άθλο του, μετά το θάνατο του από τον Ιάσονα και την προδοσία της Μήδειας. Ήταν και πάλι ο δράκος με τα εκατό κεφάλια που φύλαγε τα μήλα των εσπερίδων στην Κολχίδα.
Είχε έρθει από το βάθος του χρόνου να αποκαταστήσει τη κακή χρήση αυτού του αρχετυπικού φρούτου και να αρχίσει η ζωή από την αρχή νικώντας τον θάνατο. Οι καλεσμένοι τον κοίταζαν ξαφνιασμένοι με απορία και φόβο ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. Τα εκατό κεφάλια του αιωρούνταν τώρα ελεύθερα πάνω από τα κεφάλια τους.
Εκείνη την ώρα κτύπησε το ρολόι μεσάνυχτα ενώ η καμπάνα στην πλατεία έστελνε το χαρμόσυνο μήνυμα των Χριστουγέννων.
Ο Λάδωνας αναδύθηκε κάτω από την άδεια καρέκλα και τα εκατό κεφάλια του έβγαζαν φωτιές από τις γλώσσες τους. Άνοιξε το τεράστιο στόμα του και κατάπιε το μήλο από την πιατέλα του Ζαχαρία. Αυτό σαν ρόδι ώριμο έσπασε στα κοφτερά δόντια του και σκόρπισε σε όλο τον κόσμο. Έδιωξε έτσι με την αγάπη της γέννησης την κατάρα του προπατορικού αμαρτήματος και του αθώου μήλου να είναι σύμβολο μόνο του κακού.
Ο Ζαχαρίας άκουσε τα δυνατά κτυπήματα στην πόρτα του και πετάχτηκε από την καρέκλα του, σαν υπνωτισμένος. Δεν ήξερε αν ονειρεύεται ή ζει ένα θαύμα.
Η καμπάνα κτυπούσε συνέχεια ενώ τα παιδιά με τα κεριά στα χέρια και τα τρίγωνα έψαλλαν τα κάλαντα. Γύρισε και είδε το άδειο στρωμένο τραπέζι. Είχαν εξαφανιστεί ως δια μαγείας όλοι οι καλεσμένοι του παράξενου οικοδεσπότη.
Άνοιξε την πόρτα σε όλους και άναψε τα φώτα. Εκατό πύρινες γλώσσες, σαν δαυλοί, σκόρπιζαν το σκοτάδι και φώτιζαν χαρούμενα τα πρόσωπα όλων.
Μοίρασε σε όλους με χαρά τα μήλα των εσπερίδων καθώς ο Λάδων του έκλεινε με νόημα το μήνυμα της συγχώρεσης και της αγάπης.