You are currently viewing Παυλίνα Παμπούδη: Το χεράκι στον ιστό (απόσπασμα)

Παυλίνα Παμπούδη: Το χεράκι στον ιστό (απόσπασμα)

(…) Η μικρή Ξένη βρέθηκε τότε κοντά στην σκεβρωμένη πόρτα, που σε λίγες μέρες θα την έβαφε πράσινη. Στο άνοιγμά της στεκόταν η Μεγάλη Ξένη. Τώρα ήταν ακόμα πιο γιαγιά, και τα μάτια της είχαν θολώσει κι άλλο από τα δάκρυα που δεν είχαν κυλήσει ποτέ, και πίσω από τον αμφιβληστροειδή της κρεμόταν πια ολόκληρος καταρράχτης. Σε κανένα θάνατο δεν είχε κλάψει, ούτε θα έκλαιγε,  έκλεινε μόνο τον οισοφάγο της και δεν κατάπινε ούτε μιλούσε για πολύ καιρό, μέχρι να γαληνέψει η ψυχή που έπαιρνε μέσα της και να τον ανοίξει πάλι.

«Ξένη;» έκανε η γιαγιά νιώθοντας τον ίσκιο της.

«Εγώ είμαι» τη βεβαίωσε η Ξένη.

Η γιαγιά φορούσε μια γκρίζα ρόμπα με ψιλά, λευκά ανθάκια που έδενε μ’ ένα μικρό φιόγκο στο πλάι. Η Ξένη φορούσε το πρώτο της τζιν κι ένα κίτρινο μακό που του είχε κόψει τα μανίκια. Και πέτσινα, περίπλοκα σανδάλια στα βρόμικα πόδια της.

«Έφερες το γάλα;» ρώτησε η γιαγιά.

Η Ξένη κοίταξε τα χέρια της και είδε ότι κρατούσαν μια τσίγκινη κανάτα. Δεν υπήρχε ακόμα το γάλα μέσα, αλλά μόλις ξανακοίταξε πιο προσεχτικά άρχισε ν’ αφρίζει κι ανέβηκε μέχρι πάνω με μικρά σκουπιδάκια.

«Ναι» είπε και πέρασε από μπροστά της μπαίνοντας στο εσωτερικό του σπιτιού. Τα ταβάνια ήταν φτιαγμένα από ολόκληρους κορμούς καστανιάς. Στο χοντρό, κεντρικό δοκάρι στο δωμάτιο με το τζάκι υπήρχε ένας γάντζος. Τώρα κρεμόταν από εκεί μια μεγάλη λάμπα Λουξ με τρόμπα. Παλιά, έλεγαν, είχε κρεμαστεί μια κοπέλα, ήταν η δασκάλα του χωριού. Η Ξένη την έβλεπε καμιά φορά, αλλά στενοχωριόταν και κοιτούσε σαν να μην την έβλεπε. Την έλεγαν Βούλα.

 Μια ενημέρωση εμφανίστηκε κάτω αριστερά:

 ΚΑΘΕ 9 ΛΕΠΤΑ ΑΥΤΟΚΤΟΝΕΙ ΚΙ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ. ΚΥΡΙΟΣ ΛΟΓΟΣ Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ.

Προχώρησε τώρα προς το μεγάλο καρυδένιο τραπέζι που είχαν κουβαλήσει με τρίκυκλο από την Αθήνα. Στεκόταν βαρύθυμο στη μέση του τσιμεντένιου δαπέδου· και σαν ν’ αφουγκραζόταν τους αρθριτικούς τριγμούς του. Ήταν άστρωτο, αλλά η Ξένη είδε γύρω του ν’ ανεμίζει εξαχνωμένο το εκτόπλασμα ενός λινού τραπεζομάντιλου με κεντημένα μονογράμματα στις άκρες.

Ακούμπησε στην άκρη την τσίγκινη κανάτα, δίπλα σ’ ένα γκριζωπό, προσεχτικά τυλιγμένο μικρό μπόγο. Ήταν η τούλινη κουνουπιέρα από τον ουρανό του νυφικού κρεβατιού της γιαγιάς, που τώρα την είχε και της έκοβε ένα κομμάτι κάθε μέρα για να σουρώνει το γάλα της.

«Είναι από τη μαύρη κατσίκα σήμερα – αυτή με τα σκουλαρίκια. Ο παπάς είχε κόψει το χέρι του με το δρεπάνι κι η Παναγιώτα ήταν πολύ άσχημα πρησμένη – την είχαν τσιμπήσει οι μέλισσες. Ένα άγριο μελίσσι που προσπάθησε να το βγάλει με καπνό μέσα από μια κουφάλα ελιάς. Και έβαλαν το χαζό τον Γιαννάκη ν’ αρμέξει. Θα την πόνεσε την κατσίκα, γιατί πήγα να τη χαϊδέψω και με κουτούλησε. Στο βουνό πάνω έχει καθίσει ομίχλη. Έχει κρύψει τις κολόνες» είπε ψέματα η Ξένη στη γιαγιά.

Της έλεγε ιστορίες για να μπορεί να βλέπει εικόνες, γιατί δεν έβλεπε και γιατί δεν έβγαινε από το σπίτι παρά μόνο για να πλέξει το αγιόκλημα στο σύρμα του, όταν φυσούσε αέρας και το ξέπλεκε.

«Κράτα εδώ» της είπε η γιαγιά και της έδωσε το γυάλινο μπολ που βρήκε ψαχουλεύοντας στο ντουλάπι. Η Ξένη άπλωσε τα χέρια και τα δάχτυλά της αγκάλιασαν την περίμετρό του.

Είδε το αποτύπωμα από τους δυο της δείκτες ανάποδα και, κανονικά, θα μπορούσε να φύγει αμέσως, αλλά δεν ήθελε ακόμα. Έτσι, σταμάτησε εγκαίρως να τους κοιτάζει. Αλλιώς θα περνούσε στην οδό Φωκαίας, στην επόμενη δεκαετία, Τρίτη που θα έβρεχε, θα συναντούσε τον Στέφανο και-

Έμεινε λοιπόν στην ίδια στάση, κρατώντας το μπολ, μόνο που τώρα, εξαιτίας αυτής της στιγμιαίας αναποφασιστικότητας, δεν ήταν πια μπολ αλλά βιβλίο. Μια βοτανολογία, ανοιγμένη στη σελίδα 124.

 Υοσκύαμος ο μέλας. Φυτόν μονοετές ή διετές, ιξώδες. Βλαστός ορθός, απλούς ή διακλαδιζόμενος, φύλλα ωοειδή ή προμήκη, κολπωτά, τα μεν κατώτερα έμμισχα, τα δε ανώτερα ημιπερίβλαστα. Άνθη επιφυή, τεταγμένα εις στάχυ μονόπλευρον, σκορπιοειδή, με στεφάνην ωχρά, ιόχρουν.

  («Άραγε έχουν ονοματοδοτηθεί όλα τα απαραίτητα, για να μπορείς να αναγνωρίσεις τα αβάφτιστα;» θα σκεφτόταν κάποτε η Ξένη. «Κι αν ναι, έχουν όλα τα σωστά ονόματα; Εντάξει, η λέξη ευδαιμονία π.χ. αντιστοιχεί ακόμα στα σημαινόμενα – ανακαλεί νοερή εικόνα παγανιστικού κήπου που ακούγεται να μεγαλώνει ή και πάμφωτου τοπίου, όπου οξυκόρυφα κυπαρισσάκια αγιογραφίας εμβολίζουν οργαντίνες αιθρίας στον ουρανό…»

Θα ήθελε κάποτε να γράψει μια εγκυκλοπαίδεια αλλιώτικων εκδοχών των λημμάτων.)

 Τράβηξε μέσα απ’ το βιβλίο μια φωτοτυπία που χρησίμευε ως σελιδοδείκτης:

Έπαρε ρακή ραφινάτα ογγίαις τέσσερεις, σαντράκα, ογγία μία, όλιο δ’ αμπέτζο ογγία ½. Την σαντράκα τρίψε την και πέρασέ την από το ταμίζο, έπειτα όλα αυτά βράσε τα ομού εις μίαν αμπολέτα, όμως, πριν βάλεις μέσα την σαντράκαν με το όλιο, ας πυρώσει πρώτον η ρακή εις λαύραν λεπτή… Παναγιώτης Δοξαράς, ιππεύς Πελοποννήσιος, ζωγράφος.

Επειδή η Ξένη δεν θα γινόταν γεωπόνος ούτε φιλόλογος ούτε ζωγράφος, άφησε σκέψεις και κείμενα να σβηστούν στον αέρα.

 

Είχε χάσει μερικά καρέ κι ήταν ήδη μεσημέρι. Τώρα η γιαγιά είχε καθίσει στην κόκκινη πάνινη ξαπλώστρα της στη λιακάδα, και θυμόταν τον πρώτο της γιο, μωρό. Τον είχε αφήσει να κλαίει με τις ώρες στο καλαθάκι του. Έβγαζε δοντάκια κι έκλαιγε. Έκλαιγε κι εκείνη, γιατί έβγαζε φρονιμίτες. Τους φύτρωναν δόντια μαζί. Το καλαθάκι είχε γύρω γύρω γαλάζιες κορδέλες, η καημένη η Βηθλεέμ το είχε φτιάξει. Πονούσαν κι οι δυο. Το μωρό είχε πετάξει τα σκεπάσματα, τίναζε τα  ποδαράκια του, τα χτυπούσε στον αέρα. Θα του τα έκοβε η νάρκη. Θα τινάζονταν στον αέρα, κομμάτια κρέας. Και το χέρι με το όπλο. Αν τότε είχε αγκαλιάσει, είχε σκεπάσει το μωρό της μπορεί να μην-

Ο ήλιος της έκανε καλό.

Η Ξένη χάιδεψε απαλά τον ώμο της Μεγάλης Ξένης.

Μια είδηση εμφανίστηκε στο πλάι δεξιά:

 ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ ΑΕΡΟΠΛΑΝΟΥ ΤΗΣ ΕΤΖΙΑΝ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΗ ΛΗΜΝΟ, ΑΠΟ ΤΟΥΡΚΙΚΑ ΜΑΧΗΤΙΚΑ.

«Πάω για μπάνιο» είπε η Ξένη. Ήθελε να ξαναδεί εκείνη τη θάλασσα. Η γιαγιά δεν απάντησε, όχι ότι είχε αποκοιμηθεί, όχι ακόμα, αλλά επειδή τώρα περνούσε κι από το δικό της νου θάλασσα – εκείνη η μαύρη, στη Σάμο. Με παφλασμό ήσυχο, γιατί τα κουπιά ήταν τυλιγμένα με σεντόνια. Και μ’ ένα μεσοφόρι της δικιάς της γιαγιάς. Με κεντήματα. Πολλή ώρα. Και καθώς ξέφευγαν από τους Τούρκους και πλησιάζανε στο νησί, ο πατέρας της την έσφιξε πάνω του για να μη φοβάται. Και τότε η μαύρη θάλασσα τα έπνιξε όλα κι αποκοιμήθηκε. (…)

 

 

(Από το ΤΟ ΧΕΡΑΚΙ ΣΤΟΝ ΙΣΤΟ. εκδ. Ροές)

Παυλίνα Παμπούδη

Η Παυλίνα Παμπούδη σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου (Ιστορία – Αρχαιολογία) και παρακολούθησε μαθήματα Μαθηματικών στη Φυσικομαθηματική Σχολή και ζωγραφικής στην Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και στο κολέγιο Byahm Show School of Arts του Λονδίνου. Έχει εκδώσει μέχρι στιγμής 15 ποιητικές συλλογές, 3 βιβλία πεζογραφίας, περισσότερα από 40 βιβλία δήθεν για παιδιά και 31 μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων. Επίσης, έχει κάνει 3 ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής, και έχει γράψει σενάρια για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, καθώς και πολλά τραγούδια.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.