Όπως οι πυρκαγιές φωτίζουν όλη την πόλη,
όμοια και οι επαναστάσεις φωτίζουν όλο το ανθρώπινο γένος.
ΒΙΚΤΩΡ ΟΥΓΚΏ ΟΙ ΑΘΛΙΟΙ
Ο πίνακας Η Ελευθερία οδηγεί τον λαό του Ευγένιου Ντελακρουά, του κορυφαίου ζωγράφου του γαλλικού ρομαντισμού και ενός από τους προδρόμους του εμπρεσιονισμού, ανήκει σήμερα στους καλλιτεχνικούς θησαυρούς του Λούβρου. Φιλοτεχνήθηκε την ίδια χρονιά που έγινε το ιστορικό γεγονός που εικονίζει, το 1830. Δεν έχουμε καμία αμφιβολία γι’ αυτό, αφού ο ίδιος ο καλλιτέχνης φρόντισε να σημειώσει τη χρονολογία πάνω στο έργο. Πρέπει ακόμα να τονίσουμε ότι υπάρχει κάποια αιτία, ένας λόγος που συνδέει αυτό το έργο με τον δημιουργό του. Πράγματι, ο Ντελακρουά ένιωθε τύψεις που δεν είχε λάβει μέρος στην Ιουλιανή Επανάσταση. Σε ένα γράμμα που έστειλε στον αδελφό του Κάρολο τον Οκτώβριο του 1830, λίγους μήνες δηλαδή μετά την ιστορική αυτή εξέγερση, λέει ο καλλιτέχνης μεταξύ άλλων: « Όσο για την πλήξη μου μπορώ και γλιτώνω απ’ αυτήν εργαζόμενος. Έχω αρχίσει ένα σύγχρονο θέμα, ένα ο δ ό φ ρ α γ μ α ( barricade). Κι αν εγώ δεν αγωνίστηκα για την πατρίδα μου, τουλάχιστον μπορώ να αγωνίζομαι ζωγραφίζοντας γι’ αυτή ». Και σαν να μην έφτανε ότι χάρισε στην τέχνη και στην πατρίδα του ένα αθάνατο έργο, που έχει για θέμα του την Ιουλιανή Επανάσταση, έδωσε λένε μερικοί τα δικά του χαρακτηριστικά στον επαναστάτη με το ψηλό καπέλο για να συνδέει, θα ‘λεγε κανείς, ακόμη πιο πολύ τον εαυτό του με αυτή την Επανάσταση.
Η Ιουλιανή Επανάσταση ξέσπασε όταν ο Κάρολος Ι΄ δημοσίευσε τέσσερα διατάγματα, τα γνωστά ως Ιουλιανά διατάγματα, με τα οποία επεδίωκε να καταπνίξει την ελευθερία του γαλλικού λαού. Με το πρώτο καταργούσε την ελευθερία του τύπου, με το δεύτερο διέλυε τη Βουλή και με τα άλλα δύο έφερνε τροποποιήσεις στο σύστημα ψηφοφορίας. Έτσι, στις 27 Ιουλίου ισχυρή δύναμη αστυνομικών πήγε στα τυπογραφεία της εφημερίδας Le Temps, που βρισκόταν στη Rue Richelieu, για να τα καταστρέψει. Εκεί τους αντιμετώπισαν τυπογράφοι που τους είχαν απολύσει. Στη σύγκρουση αυτή ένας πυροβολισμός που ρίχτηκε από την παράταξη των αστυνομικών σκότωσε έναν από τους διαδηλωτές. Αυτό προκάλεσε την οργή των διαδηλωτών και τους έκανε να φωνάζουν: «Εκδίκηση, εκδίκηση!» Ένα οδόφραγμα, το πρώτο ίσως της επανάστασης, υψώθηκε τότε στη Rue Richelieu, ενώ στρατιωτικές δυνάμεις του βασιλιά άρχισαν να κινούνται προς την πλατεία Ομονοίας, τη Νέα Γέφυρα και τα ανάκτορα του Κεραμεικού.
Στις 28 Ιουλίου οι επαναστάτες γέμισαν τους τοίχους των παρισινών σπιτιών με διάφορα συνθήματα. Ένα απ’ αυτά έλεγε: «Φίλοι σηκώστε σωρό ως τις στέγες των σπιτιών το λιθόστρωτο των δρόμων».Και ένα άλλο έλεγε: «Στα οδοφράγματα, στα οδοφράγματα ! Κόψτε τα δέντρα! Ξεριζώστε το λιθόστρωτο των δρόμων! Οι Βουρβώνοι στην κρεμάλα! Ζήτω ο λαός!» Και ακόμη ένα: «Το δημαρχείο (Hotel de Ville) κυριεύτηκε και μια προσωρινή κυβέρνηση σχηματίστηκε. Κάτω οι Βουρβώνοι! Νίκη! Νίκη!». Η επανάσταση είχε αρχίσει. Οι δρόμοι του Παρισιού ήταν ένα τεράστιο δάσος από οδοφράγματα. Ένας αυτόπτης μάρτυρας, ο Σατωβριάνδος, λέει στα Απομνημονεύματα πέραν του τάφου: «Είχαν υψωθεί τέσσερις χιλιάδες οδοφράγματα μέσα στο Παρίσι». Και όλα αυτά έγιναν τη νύχτα της 28ης προς την 29η Ιουλίου. Στις 29 Ιουλίου, βλέποντας ο Βασιλιάς δύσκολα τα πράγματα, απέσυρε τα διατάγματα και προσπάθησε να βρει τον σωστό δρόμο της συνεννόησης. Ήταν όμως πολύ αργά. Το Παρίσι είχε μεταβληθεί σε ένα πυκνό ρουμάνι από οδοφράγματα και ,όπως λέει ο μεγάλος Φλωρεντινός στο αθάνατο έργο του, La dirrita via era smarita.
H επανάσταση είχε νικήσει και οι τρεις αυτές μέρες του Ιουλίου πέρασαν στη γαλλική ιστορία ως Ο ι τ ρ ε ι ς έ ν δ ο ξ ε ς ( Les trois glorieuses). Η Γαλλία απέκτησε μια φιλελεύθερη μοναρχία με την άνοδο στο θρόνο του Λουδοβίκου Φιλίππου, του οποίου ο τρόπος ζωής τον έκανε να μοιάζει μάλλον με αστό παρά με βασιλιά. Αυτός ήταν και ο λόγος που τον αποκαλούσαν Le roi des bourgeois. Όλα αυτά δείχνουν ότι δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο Λουδοβίκος Φίλιππος αγόρασε τον πίνακα του Ντελακρουά, και μάλιστα χωρίς παζάρια, που απαθανατίζει την επανάσταση που τον έκανε βασιλιά, για να πλουτίσει τη βασιλική συλλογή στο παλάτι του Λουξεμβούργου.
Δεν είναι, πάντως, η πρώτη φορά που χρησιμοποιούνται οδοφράγματα σε επανάσταση. Πολλές φορές και πολύ πιο πριν από τον 19ο αιώνα, ο λαός του Παρισιού, κάθε φορά που ξεσηκωνόταν, έστηνε οδοφράγματα. Ο Σατωβριάνδος μάλιστα λέει πάλι στα Απομνημονεύματά του ότι « τα οδοφράγματα είναι χαρακώματα που τα επινόησε ο παρισινός λαός. Τα βρίσκει κανείς σε όλες τις ταραχές: από τον Κάρολο Ε΄ ως τις μέρες μας ». Αν όμως είχε μελετήσει την Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου του Θουκυδίδη, όπως είχε μελετήσει τα ομηρικά έπη, θα έβλεπε ότι πιο πριν από τους Παρισινούς, τα είχαν επινοήσει και χρησιμοποιήσει οι Πλαταιείς εναντίον των Θηβαίων: «αμάξας τε άνευ των υποζυγίων, εις τας οδούς καθίστασαν, ίνα αντί τείχους η» (βιβλ. Β΄, κεφ. 3). Παρ’ όλα αυτά, η γνώμη του Σατωβριάνδου πρέπει να θεωρηθεί σωστή, αφού καμία άλλη πόλη δεν χρησιμοποίησε, στις κοινωνικές και πολιτικές ταραχές της, τα οδοφράγματα τόσο συχνά όσο το Παρίσι. Ακόμη και η γαλλική λέξη barridade (οδόφραγμα) έχει να μας πει κάτι από την ιστορία των οδοφραγμάτων. Πράγματι, αν εξετάσουμε ετυμολικά τη λέξη, θα δούμε ότι προέρχεται από τη λέξη barrique που θα πει βαρέλι. Και αυτό βρίσκει την εξήγησή του στο γεγονός ότι, παλιότερα, στην Επανάσταση της Σφενδόνης, για παράδειγμα, τα οδοφράγματα που έφτιαχναν οι επαναστάτες, ήταν κυρίως από βαρέλια (barriques).
Mολονότι, λοιπόν, τα οδοφράγματα χρησιμοποιήθηκαν και σε άλλες εποχές, μονάχα στον 19ο αιώνα θα παίξουν ένα ρόλο τόσο σημαντικό στην κοινωνική και πολιτική ζωή του Παρισιού, ώστε όχι μόνο θα αποτελέσουν το σύνθημα και την τακτική κάθε επανάστασης ή ακόμα και θα πάρουν- όπως είδαμε πιο πάνω, στο απόσπασμα της επιστολής του Ντελακρουά προς τον αδελφό του – τη σημασία της λέξης «επανάσταση», αλλά και θα γίνουν ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του 19ου αιώνα (ο αιώνας των οδοφραγμάτων). Πράγματι, το να μιλάει κανείς σήμερα για οδοφράγματα είναι σαν να μιλάει για τις κοινωνικές και πολιτικές ταραχές του 19ου αιώνα – τόσο έντονη ήταν η παρουσία τους μέσα σε αυτό τον αιώνα, τόσο σημαντικός ο ρόλος τους στις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις αυτής της εποχής. Δεν είναι λοιπόν παράξενο ότι κάποια στιγμή θα επηρεάσουν την τέχνη και τη λογοτεχνία αυτού του αιώνα.
Στη ζωγραφική τα οδοφράγματα θα γνωρίσουν την καλλιτεχνική τους αποθέωση στα έργα δύο μεγάλων δημιουργών: του Ντελακρουά (Επανάσταση του 1830) και του Ντωμιέ (Επανάσταση του 1848). Στο μυθιστόρημα θα πλουτίσουν τους Αθλίους του Βίκτωρος Ουγκώ με μερικές από τις ωραιότερες λογοτεχνικές σελίδες που γράφτηκαν στον 19ο αιώνα, και στη θεατρική σκηνή θα γνωρίσουν τον θρίαμβο της επικαιρότητας με τα Οδοφράγματα του Βιτέ. Οι άθλιοι – που είδαν το φως της δημοσιότητας το 1862, ενώ ήταν στις σκέψεις και τις σημειώσεις του συγγραφέα από το 1845 – είναι από μιαν άποψη και ένα μυθιστόρημα οδοφραγμάτων. Και επειδή η γνώμη μας μόνη της δεν λέει τίποτα, παραθέτουμε ένα απόσπασμα από τους Αθλίους: «Από τι ήταν καμωμένο αυτό το οδόφραγμα; Από χαλάσματα τριών σπιτιών με έξι ορόφους που κατεδαφίστηκαν επίτηδες, έλεγαν οι μεν. Από την περίσσεια όλης της οργής, έλεγαν οι δε. Είχε τη θλιβερή όψη όλων των κτισμάτων του μίσους: ερείπιο. Μπορούσαν να πουν: Ποιος το γκρέμισε; Ήταν αυτοσχεδιασμός του αναβρασμού. Μπρος! Αυτή την πόρτα! Και τα κάγκελα! Και το προστέγασμα! Και το σπασμένο μαγκάλι! Και το ραγισμένο τσουκάλι! Δώστε τα όλα! Ρίξτε τα όλα εδώ! Σπρώξτε, γκρεμίστε, ξεπατώστε, αναποδογυρίστε, σωροβαλιάστε τα όλα! Ήταν η συνεργασία του λιθόστρωτου, της πέτρας των οικοδομών, του δοκαριού, της σιδεριάς, της πατσαβούρας, των βγαλμένων πλακακιών, της ξεχαρβαλωμένης καρέκλας, του κοτσανιού των κραμβολάχανων, του κουρελιού, του ξεφτιδιού και της κατάρας».
Μολονότι ο Ουγκώ αναφέρεται, στο μυθιστόρημά του, στις Επαναστάσεις του 1830 και του 1848, η επανάσταση που διάλεξε, για να διηγηθεί την επαναστατική δράση των ηρώων του βιβλίου του, είναι εκείνη του 1832. Δεν είναι γνωστό γιατί επέλεξε αυτή την επανάσταση. Πάντως, είναι βέβαιο ότι οι σελίδες για την επανάσταση αυτή οφείλουν κάτι στον εν λόγω πίνακα του Ντελακρουά. Πράγματι, βλέποντας κανείς τον πίνακα αυτό, χωρίς μεγάλη δυσκολία, πάει η σκέψη του στο μυθιστόρημα του Ουγκώ.
Και πρώτα- πρώτα σ΄εκείνα τα ωραία λόγια που λέει για τις επαναστάσεις: «Όπως οι πυρκαγιές φωτίζουν όλη την πόλη, όμοια και οι επαναστάσεις φωτίζουν όλο το ανθρώπινο γένος». Ύστερα η σκέψη μας πάει στον Ενζολορά. Πράγματι, ο επαναστάτης με το τουφέκι και το ψηλό καπέλο, δεν μας θυμίζει τόσο τα χαρακτηριστικά του Ντελακρουά, όπως ισχυρίζονται μερικοί, όσο τον Ενζολορά όπως τον παρουσιάζει στο βιβλίο του ο Ουγκώ: «Ο Ενζολορά» λέει ο Ουγκώ, «που έστεκε ορθός στην κορυφή του οδοφράγματος με το τουφέκι στα χέρια, σήκωσε το ωραίο, σοβαρό του κεφάλι». Εκείνο όμως που περισσότερο από όλα μας βεβαιώνει ότι σε αυτό τον πίνακα έχουμε μια σελίδα του Ουγκώ είναι το χαμίνι με τα δυο πιστόλια στα χέρια. Όποιος το βλέπει, έρχεται αμέσως στη σκέψη του το χαμίνι του Ουγκώ, ο μικρός Γαβριάς στους Αθλίους. Κανείς βέβαια δεν μπορεί να ξέρει τι είχε μέσα στη σκέψη του ο Ουγκώ, όταν έγραφε τις θαυμάσιες εκείνες σελίδες για την Επανάσταση του 1832 στην εξορία όπου ζούσε. Υπάρχει όμως ένας λόγος που κάνει τον Ουγκώ να αποφεύγει και τον παραμικρό υπαινιγμό για τον Ντελακρουά, ενώ αντίθετα βρίσκει τρόπο, αν όχι ν’ αναφερθεί, τουλάχιστον να κάνει έναν υπαινιγμό στη Μέδουσα του Ζερικώ, που είναι πλάι στον Ντελακρουά το δεύτερο μεγάλο όνομα στη ζωγραφική του γαλλικού ρομαντισμού.
Και ο λόγος που αποφεύγει ν’ αναφερθεί στον Ντελακρουά, του οποίου το έργο στάθηκε πηγή έμπνευσης για τις υπέροχες επαναστατικές σελίδες στους Αθλίους, είναι ότι οι σχέσεις τους ήταν αρκετά ψυχρές. Και αυτό οφείλεται ίσως στον ιδιόρρυθμο και κλειστό χαρακτήρα του Ντελακρουά.
Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν μερικά πράγματα, όπως το επεισόδιο του τουφεκιού, που δείχνει – χωρίς να τ’ αποδείχνει βέβαια – πως ο Ουγκώ την ώρα που έγραφε αυτές τις σελίδες είχε στη μνήμη του το χαμίνι του Ντελακρουά. Θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι έχει κάνει τόσο βαθιά εντύπωση αυτό το χαμίνι στον Ουγκώ, ώστε, χωρίς να φαίνεται ότι το καταλαβαίνει, προσπαθεί, με αυτό το επεισόδιο του τουφεκιού στους Αθλίους, να οδηγήσει τη σκέψη μας στην Επανάσταση του 1830, που ζωγράφισε ο Ντελακρουά. Πράγματι, στο επεισόδιο αυτό ο Γαβριάς λέει ξεκάθαρα ότι είχε λάβει μέρος και στην Ιουλιανή Επανάσταση: «Ωστόσο, ήταν φουρκισμένος με το χωρίς λύκο πιστόλι του! Πήγαινε απ’ τον ένα στον άλλο ζητώντας: – Ένα τουφέκι θέλω! Θέλω τουφέκι! Γιατί δεν μου δίνουν τουφέκι; – Τουφέκι για σένα! είπε ο Κομπεφέρ. – Μπα ! Και γιατί όχι; ανταπάντησε ο Γαβριάς. Σάμπως δεν είχα ένα, όταν τα ‘χαμε βάλει με τον Κάρολο Ι΄» ( μτφρ. Γ. Κοτζιούλα).
Πέρα όμως από τους συσχετισμούς αυτούς με το μυθιστόρημα του Ουγκώ, υπάρχουν και πράγματα, στον πίνακα του Ντελακρουά, που αποκτούν μιαν άλλη σημασία πλάι στην παλιά που είχαν. Έτσι, η τρίχρωμη σημαία – που κρατάει η Ελευθερία γυμνόστηθη, ξυπόλυτη και φορώντας τον σκούφο της δημοκρατίας – συμβολίζει εδώ όχι μόνο την ισότητα, την αδελφότητα και την ελευθερία που συμβολίζει ως σημαία της Γαλλικής Επανάστασης, αλλά και τις «τρεις ένδοξες μέρες του Ιουλίου». Κοιτάζοντας τώρα στο βάθος του πίνακα και βλέποντας να ξεχωρίζουν μέσα απ’ τους καπνούς της μάχης και πάνω απ’ τις στέγες των παρισινών σπιτιών οι πύργοι της Παναγίας των Παρισίων, θυμάται κανείς όχι πια τον καμπούρη κωδωνοκρούστη του Ουγκώ, αλλά τα προφητικά λόγια που είπε ο Σατωβριάνδος, μόλις έμαθε για τα διατάγματα που είχε υπογράψει ο Κάρολος Ι΄. «Ακόμα μια κυβέρνηση που ρίχνεται στο κενό από τους πύργους του καθεδρικού ναού της Παναγίας » (Αντρέ Μορουά Ιστορία της Γαλλίας).
Όσον αφορά τον γαλλικό ρομαντισμό, πρέπει να πούμε ότι γύρω στα 1830, πέρα από την τεχνοτροπική του τάση, παρουσιάζεται τώρα και πολιτικοποιημένος και συμμαχεί με τον φιλελευθερισμό. Μετά την Επανάσταση του Ιουλίου οι πνευματικοί ηγέτες της εποχής εγκαταλείπουν την παθητικότητά τους και πολλοί απ’ αυτούς ανταλλάσσουν τη λογοτεχνική με την πολιτική σταδιοδρομία. Όσο για τον Βίκτωρα Ουγκώ, είναι τοις πάσι γνωστό ότι δεν ήταν ο αντάρτης και μποέμης του ρομαντικού κινήματος× και ούτε νοιαζόταν για την εκστρατεία εναντίον των αστών. Αρχικά ήταν νομιμόφρονας οπαδός των Βουρβώνων, κατόπιν παίρνει μέρος στην Ιουλιανή Επανάσταση και γίνεται αφοσιωμένος υπηρέτης της ιουλιανής μοναρχίας και στη συνέχεια υποστηρίζει τις βλέψεις του Λουδοβίκου Βοναπάρτη. Όταν γίνεται τελικά ριζοσπάστης δημοκράτης, η πλειοψηφία της γαλλικής αστικής τάξης έχει γίνει πια φιλελεύθερη και αντιμοναρχική. Δεν είναι ντροπή ν’ αλλάζεις προς το καλύτερο. Ντροπή είναι να μένεις πεισματικά κολλημένος στα λάθη σου, κοινωνικά ή πολιτικά είναι αυτά. Γι’ αυτό και την επική του αυτοεξορία, επική όπως και η λογοτεχνική του γραφή, την εκτίμησε ο λαός του Παρισιού και, όταν επέστρεψε στην πατρίδα, η υποδοχή που του έκανε θύμιζε ρωμαϊκό θρίαμβο.