(…)
Εκείνες τις μέρες το ρυάκι στην άκρη του Δάσους είχε φουσκώσει κι έμοιαζε σχεδόν με ποτάμι.
Μεγάλωνε συνέχεια και γι αυτό δεν έτρεχε και δεν αναπηδούσε και δεν πιτσιλούσε ολόγυρα όπως έκανε όταν ήταν μικρό, αλλά κυλούσε αργά και ήσυχα. Γιατί τώρα ήξερε πού πηγαίνει κι έλεγε στον εαυτό του: «Δεν χρειάζεται να βιαζόμαστε, θα φτάσουμε κάποτε…»
Όλα τα άλλα μικρά ρυάκια όμως, ψηλότερα στο Δάσος, έτρεχαν βιαστικά εδώ κι εκεί με λαχτάρα, γιατί είχαν τόσα πολλά ν’ ανακαλύψουν, πριν να ’ναι πολύ αργά.
Ένα πλατύ μονοπάτι, σχεδόν τόσο πλατύ όσο ένας Δρόμος, οδηγούσε από την Περιφέρεια προς το Δάσος. Για να μπορέσει όμως να φτάσει στο Δάσος, έπρεπε πρώτα να διασχίσει το ποταμάκι.
Έτσι λοιπόν, εκεί που το συναντούσε, υπήρχε μια ξύλινη γέφυρα με ξύλινα κιγκλιδώματα δεξιά κι αριστερά.
Ο Κρίστοφερ Ρόμπιν ήταν τόσο ψηλός που έφτανε ν’ ακουμπά το πηγούνι του στο πάνω πάνω ξύλο, αν βέβαια ήθελε. Ήταν όμως πιο διασκεδαστικό να ανεβαίνει στο κάτω κάτω ξύλο και, στηριγμένος καλά, να σκύβει και να παρατηρεί το ποταμάκι να κυλά αργά κάτω απ’ τη γέφυρα.
Η – Γουίννι – Ο – Πουφ ίσα που έφτανε ν’ ακουμπά το πηγούνι στο κάτω κάτω ξύλο, αν βέβαια ήθελε. Ήταν όμως πιο διασκεδαστικό να ξαπλώνει, να βγάζει έξω το κεφάλι και να παρακολουθεί το ποταμάκι να κυλά αργά από κάτω. Κι αυτός ο τρόπος ήταν και ο μόνος με τον οποίο ο Πίγκλετ και το Ρο θα μπορούσαν να χαζέψουν το ποταμάκι, γιατί ήταν πολύ κοντοί ώστε να φτάνουν το κάτω κάτω ξύλο. Έτσι λοιπόν ξάπλωναν κάτω και παρακολουθούσαν… Και το ποταμάκι κυλούσε πολύ αργά, μη δείχνοντας ανυπομονησία να φτάσει κάπου.
(…)
ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ ΠΟΥΦΟΤΡΑΓΟΥΔΟ
Οι πεταλούδες, αχ, πεταλουδίζουν
Τα κρύα φύγανε και δεν ξαναγυρίζουν
Και οι μικρές οι ανεμώνες κοκκινίζουν
Καθώς το φως του ήλιου αντικρίζουν!
Τα περιστέρια, άκου, γουργουρίζουν
Τα φύλλα τους τα δέντρα συγυρίζουν
Τα σκέτα χόρτα λουλουδάκια τα στολίζουν
Τα χρωματίζουν και γλυκά μοσχομυρίζουν…
Οι μέλισσες τριγύρω τριγυρίζουν
Τρυγάνε μέλι, πεταρίζουν και βουίζουν
Το καλοκαίρι που θα ’ρθει καλωσορίζουν
Και πως θα ειν’ απ’ τα πιο όμορφα ελπίζουν!
Γλυκά οι αγελάδες μουκανίζουν
Τα αλογάκια χρεμετίζουν, χλιμιντρίζουν
Οι κότες φτερουγίζουν, κακαρίζουν
Και τα σκυλιά χαρούμενα γαβγίζουν!
Στον ουρανό πουλάκια τιτιβίζουν
Χελιδονάκια ζωηρά χελιδονίζουν.
Κι οι Πουφ κεφάτοι στη λιακάδα βηματίζουν
Πουφίζουν, τραγουδούν, σαχλαμαρίζουν…
«Γεια σου Πουφ» είπε ο Κούνελος.
«Γεια σου Κούνελε» απάντησε η -Γουίννι – ο –Πουφ.
«Εσύ έφτιαξες αυτό το τραγούδι;»
«Χμμ… Έβαλα τα λόγια στη σειρά» είπε η -Γουίννι – ο Πουφ. «Δεν είναι κάτι Σοβαρό. Μου ’ρχεται όμως καμιά φορά…»
«Αχά!» είπε ο Κούνελος που ποτέ δεν άφηνε τα πράγματα να του έρθουν, αλλά πήγαινε ο ίδιος να τα συναντήσει.
(…)
Βιογραφικό σημείωμα:
Ο ‘Αλαν Αλεξάντερ Μιλν γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 1882 στο Λονδίνο. Σπούδασε μαθηματικά, και στη συνέχεια ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία, δουλεύοντας ως αρθρογράφος κι επιμελητής στο σατιρικό περιοδικό «Punch».
Από το 1917, άρχισε να γράφει σενάρια για τον κινηματογράφο, παραμύθια για παιδιά, καθώς και κωμικά μυθιστορήματα κι αστυνομική μυθοπλασία.
Ο γνωστότερος ήρωας του Μιλν είναι Η Γουίνι – Ο Πουφ, ένα αξιολάτρευτο αρκουδάκι, που ο Κρίστοφερ Ρόμπιν, ο γιος του συγγραφέα το έχει βαφτίσει Και με Κοριτσίστικο Και με Αγορίστικο όνομα (!) (χωρίς να δώσει εξηγήσεις γι αυτό). Η Γουίννι – Ο Πουφ και ο Κρίστοφερ Ρόμπιν ζουν πολλές περιπέτειες με την παρέα τους, τον Πίγκλετ, τον Κούνελο, τον Άχβαχ, την Κουκού, την Κάγκου και το Ρο, το μωρό της, και τα άλλα ζώα του δάσους.
Η πρώτη συλλογή ιστοριών με πρωταγωνιστές την Γουίνι – τον Πουφ και τους φίλους του κυκλοφόρησε το 1926, με σχέδια από τον Ε. Χ. Σέπαρντ, και μέσα σ’ έναν χρόνο από τη δημοσίευσή της, πούλησε περισσότερα από 150.000 αντίτυπα. Σύντομα, άρχισε να μεταφράζεται σε ξένες γλώσσες – ως σήμερα, έχει κυκλοφορήσει σε περισσότερες από πενήντα, ακόμα και στα λατινικά. Στα ελληνικά κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νεφέλη, (μτφρ. Παυλίνα Παμπούδη).
Ο Μιλν δημοσίευσε ακόμα τρία βιβλία με τον Γουίνι. Το δεύτερο κυκλοφορεί κι αυτό στη γλώσσα μας, με τον τίτλο Το σπίτι στην πουφογειτονιά.