Σκηνή 1
Σε παιδικό δωμάτιο.
(΄Ενας μεγάλος μαλλιαρός σκύλος, χοροπηδάει ανυπόμονα, ανεβαίνει στο κρεβάτι, προσπαθεί να τραβήξει τα σκεπάσματα.
Ο Μάνος, με τα πολλά, αντιδρά. Αγουροξυπνημένος, ανακάθεται, χασμουριέται, τεντώνεται, κοιτάει το ρολόι. Αρχίζει να μαλώνει τον σκύλο που εξακολουθεί να χοροπηδάει.)
ΜΑΝΟΣ: ΄Ελα, Ρε! Γιατί με ξύπνησες; Κι έβλεπα ένα όνειρο… (Γέρνει πάλι στα μαξιλάρια και κλείνει τα μάτια.): Πετούσα, λέει, κι όλα από κάτω, τα σπίτια, τα δέντρα, τα ανθρωπάκια, όλα, ήταν μικρά…Μικρά και γυαλιστερά, ‑σαν πλέι-μομπίλ. Ξέρεις… Κι εγώ πετούσα και πετούσα, κι έκανα φιγούρες στον αέρα… Κι είδα μπροστά μου ένα αναφουφουδιασμένο κάτασπρο σύννεφο, κι ήθελα να μπω μέσα να δω πως θα’ ναι… Και με ξύπνησες! Πάνω στο καλύτερο!
(Κατεβάζει τα πόδια του απ’ το κρεβάτι, πιάνει το ρολόι.):Τι σ’ έπιασε; Μπορείς να μου πεις; Η ώρα είναι ακόμα- (Φέρνει το ρολόι στ’ αυτί του. Το κουνάει.) Μπα; Σταμάτησε.
(Σηκώνεται, ανοίγει τις κουρτίνες. Ο ήλιος έχει ένα πολύ περίεργο φως. Ο ΜΑΝΟΣ δεν δίνει σημασία. Βγαίνει απ’ το δωμάτιο, ενώ ο σκύλος τον ακολουθεί ανήσυχος.)
ΜΑΝΟΣ: Μαμά; (Δεν απαντά κανείς.)
ΜΑΝΟΣ (στον σκύλο του): ΄Εφυγαν όλοι. Καλύτερα.
Σκηνή 2
Στην κουζίνα.
(Ο ΜΑΝΟΣ, μπαίνει ορμητικά. Ο σκύλος τον ακολουθεί. Ο ΜΑΝΟΣ, μια που είναι μόνος του, το φχαριστιέται. Ανοίγει το ψυγείο, το φωτάκι του είναι σβηστό. Τ’ αφήνει ανοιχτό.
Παίρνει ένα κουτί γάλα, πάει να το βάλει σ’ ένα φλιτζάνι, του γλιστρά, και πέφτει. Το γάλα χύνεται. Δεν το μαζεύει. Αφήνει τον σκύλο να καθαρίσει. Σκαρφαλώνει στο ντουλάπι, βρίσκει τσιπς, ανοίγει ένα μπουκάλι κέτσαπ, βουτάει μέσα τα τσιπς, τρώει. Ανοίγει ένα βάζο μαρμελάδα, ρίχνει μέσα κάτι φιστίκια που βρήκε, τ’ ανακατεύει, τρώει με το δάχτυλο. Σκουπίζεται στο τραπεζομάντιλο, πασαλείβει τα πάντα, γεμίζει αποφάγια παντού, του πέφτει το βαζάκι με τη μαρμελάδα, δεν σκύβει να το μαζέψει, γενικά αναστατώνει τον χώρο.
Κοιτάζει πάλι μέσα στο ανοιχτό ψυγείο, βλέπει ένα ολόκληρο κομμάτι κρέας. Το δίνει στον σκύλο.)
ΜΑΝΟΣ: Μια που δε μας βλέπει κανείς… Φα’ το Ρε, δεν θα τους λείψει!
ΜΑΝΟΣ: Πολλή ησυχία! (Δίνει μια κλωτσιά στο σκαμνί που κάθεται, το αναποδογυρίζει, εγκαταλείπει την κουζίνα με τον σκύλο πάντα ξοπίσω του.)
Σκηνή 3
Στο δρόμο.
(Ο ΜΑΝΟΣ, με τη σχολική του τσάντα στους ώμους, κοιτάζει ανέμελα, δεξιά αριστερά τον ερημωμένο δρόμο. Δεν υπάρχει καθόλου κυκλοφορία. Μερικά αυτοκίνητα, στέκουν παρκαρισμένα. ΄Ενα, βρίσκεται χωρίς οδηγό στη μέση του δρόμου. Δεν φαίνεται κανένας πεζός. Το φως είναι ακόμα πιο παράξενο τώρα.
Ο ΜΑΝΟΣ περνάει απέναντι μαζί με τον ανήσυχο σκύλο, και πάει στο περίπτερο της γωνίας.)
ΜΑΝΟΣ: Κύριε Αντρέα!
(Δεν απαντά κανείς. Ο ΜΑΝΟΣ, σηκώνεται στις μύτες, κοιτάει μέσα στο κουβούκλιο. Είναι άδειο.)
ΜΑΝΟΣ (στον σκύλο): Λείπει κι αυτός! (Παίρνει μια σοκολάτα, διστάζει λίγο, απλώνει πάρα μέσα το χέρι και παίρνει και ένα πακέτο τσίκλες. Κάνει να φύγει, κοντοστέκεται. Διαλέγει ένα περιοδικό, το τραβά, πέφτουν όλα. Παίρνει 2-3 ακόμα και τ’ άλλα τ’ αφήνει στο πεζοδρόμιο. Φεύγει. Προχωρά λίγο, και μετά βγάζει την τσάντα από τους ώμους και κάθεται σε κάτι σκαλάκια . Ξεφυλλίζει τα περιοδικά και μασουλά τη σοκολάτα. Βαριέται και σηκώνεται, παρατώντας τσάντα και περιοδικά. Περπατάει χαζεύοντας. Φτάνει σ’ ένα μεγάλο κτίριο. Είναι το σχολείο του. Δεν υπάρχει κανένα σημείο ζωής.
Ο ΜΑΝΟΣ ρίχνει μια ματιά, κι αφού δεν φαίνεται ψυχή, κάνει νόημα στον σκύλο να τον ακολουθήσει. Βλέπει ένα παρατημένο σκέιτ μπόαρντ στο προαύλιο, το σηκώνει μηχανικά. Ανεβαίνει τη σκάλα, σπρώχνει τη μεγάλη πόρτα, μπαίνει μέσα. Διατρέχει τους έρημους διαδρόμους με το πατίνι του και τον σκύλο να τρέχει μαζί του γαβγίζοντας. Η ηχώ των γαβγισμάτων τον ενοχλεί λίγο. Παρατάει το πατίνι, φεύγει τρέχοντας.)
Σκηνή 4
Πάλι στο δρόμο.
(Ο ΜΑΝΟΣ, καβαλάει μια μεγάλη μοτοσικλέτα που συναντά παρατημένη. Υποκρίνεται πως τη βάζει μπρος, πως τρέχει με μεγάλες ταχύτητες.)
ΜΑΝΟΣ: Βζουμμμ! Βζουμμ! (Κατεβαίνει. Στο οδόστρωμα, είναι πεσμένο ένα πορτοφόλι.
Ο ΜΑΝΟΣ προχωρά, κλωτσώντας το σα μπάλα. Ο σκύλος το αρπάζει και συμμετέχει για λίγο στο παιχνίδι, μέχρι που το βαριούνται κι οι δυο).
Σκηνή 5
΄Εξω από ένα μαγαζί.
(Ο ΜΑΝΟΣ, βλέπει τον εαυτό του στη βιτρίνα. Παίρνει πόζες, κάνει γκριμάτσες. Σπρώχνει την πόρτα και μπαίνει. Είναι ένα μαγαζί με παιχνίδια. Δεν υπάρχει μέσα κανένας υπάλληλος.
Ο ΜΑΝΟΣ, εξερευνά στην αρχή επιφυλακτικά. Ο σκύλος πηδάει πάνω σ’ έναν υπερμεγέθη διαφημιστικό Σούπερμαν και τον πετάει κάτω.
Ο ΜΑΝΟΣ αρχίζει να διασκεδάζει.
Πιάνει μια μπάλα, την πετάει στον σκύλο. Παίζουν, γκρεμίζοντας τα παιχνίδια απ’ τα ράφια.
Ο ΜΑΝΟΣ ξαμολιέται στα βάθη του μαγαζιού.
Σε λίγο, τρέχουν και συγκρούονται αυτοκινητάκια, πετάνε αεροπλάνα, και γίνεται πανδαιμόνιο.
Ο ΜΑΝΟΣ ανακαλύπτει ένα μικρό, ηλεκτροκίνητο όχημα, ανεβάζει το σκύλο πάνω, ανεβαίνει κι αυτός, και βγαίνει από το μαγαζί οδηγώντας κι αφήνοντας πίσω του χάος.)
Σκηνή 6
΄Εξω από ένα Σούπερ Μάρκετ.
(Ο ΜΑΝΟΣ παρκάρει άνετα στο πεζοδρόμιο και μπαίνει σ’ ένα εγκαταλελειμμένο Σούπερ Μάρκετ. Παίρνει ένα καροτσάκι κι αρχίζει να το τσουλά τρέχοντας στους διαδρόμους. Ο σκύλος τον κυνηγά γαβγίζοντας αναστατωμένος.
Ο ΜΑΝΟΣ, κάθε τόσο, σαρώνει περνώντας από τα ράφια μεγάλες ποσότητες μπισκότα, σοκολάτες, πορτοκαλάδες, αναψυκτικά, μαρμελάδες, κρουασάν κλπ.
΄Αλλα απ’ αυτά, πέφτουν μέσα στο καρότσι, άλλα στο πάτωμα. Φτάνοντας στα ψυγεία, σταματά. Πάει από την πίσω μεριά, πιάνει ένα μεγάλο σαλάμι, το πετά στον σκύλο. Πετάει κι άλλα μέσα στο καρότσι. Επιστρέφει με ξέχειλο το καρότσι στην είσοδο. Κάνει μια στάση στο ταμείο. Πάει πίσω απ’ την ταμειακή μηχανή, πατάει διάφορα κουμπιά.)
ΜΑΝΟΣ (στον σκύλο, με πολύ σοβαρό ύφος): Δέκα εκατομμύρια και είκοσι πέντε ευρώ, κύριε. (Κάνει πως παίρνει λεφτά και πως δίνει απόδειξη.)
ΜΑΝΟΣ: Τα ρέστα σας, κύριε. Ευχαριστώ.
(Αρπάζει το καρότσι, βγαίνει τρέχοντας, και το αδειάζει μέσα στο αυτοκινητάκι του. Τα περισσότερα πράγματα σκορπίζουν, αλλά δεν κάθεται να τα μαζέψει. Ο σκύλος πηδά δίπλα του και ξεκινάνε.)
Σκηνή 7
΄Εξω από μαγαζί με είδη σπορ.
(Ο ΜΑΝΟΣ, μπαίνει και βγαίνει αστραπιαία, κουβαλώντας κάθε φορά μια αγκαλιά μπουφάν, παπούτσια, φούτερ και τζιν, που τα φορτώνει στο αυτοκινητάκι. Στην τελευταία του έξοδο από το μαγαζί κουβαλάει όπλα: ΄Ενα αεροβόλο, μαχαίρια, ένα ψαροντούφεκο. Δεν χωράνε. Πετάει μερικά ρούχα και τρόφιμα. Ξαναμπαίνει στο μαγαζί και βγαίνει κρατώντας δυο γάντια του μποξ. Μπαίνει στη θέση του οδηγού, φωνάζει και τον σκύλο.
ΜΑΝΟΣ: ΄Ετοιμοι! Πάμε, Ρε!
Σκηνή 8
΄Εξω από μαγαζί ηλεκτρικών.
(Ο ΜΑΝΟΣ, σέρνει με μεγάλη προσπάθεια στο πεζοδρόμιο μια ήδη μισοδιαλυμένη τηλεόραση. Προσπαθεί να τη φορτώσει στο αυτοκινητάκι. Τελικά, τα καταφέρνει. Την κοιτάζει μ’ αμφιβολία. Ανεβαίνει και ξεκινάει. Η τηλεόραση πέφτει στο δρόμο και σπάει. Ο ΜΑΝΟΣ δεν σταματά.)
ΜΑΝΟΣ: Δεν πειράζει, Ρε! (Το παραφορτωμένο αυτοκινητάκι με το παιδί και τον σκύλο, απομακρύνεται στον έρημο δρόμο που είναι λουσμένος στο παράξενο φως. Είναι πια ένα μικρό σημαδάκι στο βάθος, όταν πέφτουν τα γράμματα:
Ο ΜΑΝΟΣ ΚΙ Ο ΡΕ ΔΕΝ ΗΞΕΡΑΝ ΑΚΟΜΑ
ΠΩΣ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΔΥΟ ΗΤΑΝ
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΑΙΔΙ
ΚΙ Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΚΥΛΟΣ
ΣΤΟΝ ΠΛΑΝΗΤΗ. )