Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ταινία έκανε τον κύκλο της στους κινηματογράφους, χωρίς να συζητηθεί πολύ. Η γερμανική βραβευμένη ταινία «Στο γραφείο των καθηγητών». Σημαντική ταινία που θέτει ζητήματα που αφορούν το ζήτημα της κοινότητας έναντι του θέματος των ατομικών δικαιωμάτων που λαμβάνει συχνά ανεξέλεγκτες διαστάσεις τον τελευταίο καιρό στις κοινωνίες μας.
Μια νεαρή δασκάλα αφοσιωμένη στο έργο της διδασκαλίας αλλά και της αγωγής στο σχολείο, αναζητώντας την «αλήθεια» γύρω από ένα ζήτημα κλοπών για το οποίο κατηγορούνται ως συνήθως οι μαθητές και δη από άλλες χώρες, βρίσκεται τελικά να γίνει ο αποδιοπομπαίος τράγος μιας ολόκληρης κοινότητας, μαθητών, γονέων αλλά και καθηγητών. Πώς επέρχεται αυτή η αντιστροφή του κλίματος;
Αρχικά η ταινία θέτει ένα κεντρικό ζήτημα της εποχής που ταλαιπωρεί τα σχολεία και όχι μόνον. Απέναντι σε κανόνες που οργανώνουν μια κοινότητα, στην οποία υπάρχουν συνέπειες και ποινές, αυστηρές ενίοτε, ειδικά εδώ στο γερμανικό σύστημα παρουσιάζονται με ένα κάπως «στρατιωτικό» χαρακτήρα , υψώνεται ξαφνικά η αντίδραση μαθητών και γονέων οι οποίοι μοιάζει να θέτουν «δικούς τους όρους» στην κοινότητα στο όνομα των ατομικών δικαιωμάτων. Εδώ συγκεκριμένα ενώ η δασκάλα προσπαθεί να αποδείξει ότι δεν κάνουν τις κλοπές οι μαθητές, αλλά, μέλος της βιβλιοθήκης, φτάνει να κατηγορείται για τη χρήση της βιντεοσκόπησης και της παραβίασης των ατομικών δικαιωμάτων.Το σχολείο έχει χάσει τη θέση της αυθεντίας και του σεβασμού προς τους διδάσκοντες και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα σε ένα χώρο όπου η ομάδα μπορεί εύκολα να γίνει αγέλη. Βέβαια ο τρόπος χειρισμού των ζητημάτων είναι επίσης πολλές φορές κάθετος από την πλευρά του σχολείου, συμπαρασύροντας την δασκάλα. Έτσι απέναντι στον “αυθαίρετο” χαρακτήρα των ποινών που δεν συζητούνται και δεν συναποφασίζονται, βλέπουμε την “αυθαιρεσία” της ομάδας γονέων και μαθητών να διογκώνεται…Το σχολείο είναι μια κοινότητα όπου η συζήτηση, ο διάλογος, η επεξεργασία των συμβάντων με κατανόηση είναι σημαντική.
Ένα άλλο ζήτημα επίσης είναι η ‘αλήθεια’: ποιος την αντέχει; πώς ανακοινώνεται και πώς διαχειρίζεται κάποιος συμβάντα που είναι λεπτά, προσωπικά και άπτονται ψυχικών αποχρώσεων που δεν γνωρίζουμε; Τόσο ο μαθητής και η μητέρα του, η οποία φαίνεται να κάνει τις κλοπές, όσο και η δασκάλα που θέλει να δικαιώσει τα παιδιά, βρίσκονται στο επίκεντρο της δίνης μιας κατάστασης που φτάνει όλους σωματικά στα όριά τους.
Ένα τρίτο ζήτημα είναι οι σχέσεις ενηλίκων και παιδιών. Γονείς και καθηγητές μοιάζει να μην μπορούν να πάρουν την θέση του ενήλικα, της «πατρικής» λειτουργίας που θέτει όρια και όταν προκύπτουν προβλήματα, αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεων. Μόνον η δασκάλα μοιάζει να προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στα συναισθήματα για τους μαθητές τους οποίους αγαπά και φροντίζει και τα όρια που χρειάζονται οι μαθητές για να σέβονται τον εαυτό τους και τα άλλα μέλη της κοινότητας. Η ταινία στρέφει το φακό στο γραφείο των καθηγητών, όπου και πραγματοποιούνται τελικά οι κλοπές, τείνοντας να αναδείξει με έμμεσο τρόπο αυτό το ζήτημα της στάσης των ενηλίκων. Από τους ενήλικες μοιάζει να ξεκινά το πρόβλημα. Ενώ τα παιδιά έχουν αίσθηση δικαίου και αλληλεγγύης. Οι καθηγητές φαίνονται αρκετά επιθετικοί με τους μαθητές, οι ποινές είναι απόλυτες, οι γονείς αυταρχικοί (πχ. οι γονείς του μαθητή που κατηγορείται για τις κλοπές) αλλά και η μητέρα που έχει κάνει την κλοπή, οδηγεί τα πράγματα , μη αναλαμβάνοντας την ευθύνη, να τα «επιλύσει» ο γιος της. Εκεί μπερδεύονται, συναισθήματα, ομάδα οικογένεια, σχολική κοινότητα, κανόνες , με εκρηκτικό αποτέλεσμα.
Η ταινία θέτει διαρκώς ερωτήματα χωρίς να απαντά, αφήνει να δει ο θεατής και να αναρωτηθεί, τι θα μπορούσε να γίνει, σε ποιο σημείο ο ζήλος για την αλήθεια ξεπερνά ίσως το όριο, και το οικογενειακό «δίκαιο» καταβαραθρώνει την κοινότητα. Μοναδικές στιγμές αλήθειας είναι οι στιγμές της σιωπηρής επικοινωνίας της δασκάλας με τον Όσκαρ. Ίσως είναι ο δρόμος της αγάπης που διαφαίνεται σε έναν χώρο που φαίνεται να έχει χάσει αυτό το στίγμα. Ειδικά στην ταινία, το γερμανικό σχολείο με την «μηδενική ανοχή», μοιάζει να είναι άκαμπτος μηχανισμός. Στον θεσμό αυτό εμπεριέχεται και η δασκάλα η οποία όσο και αν αγαπά τα παιδιά, μπαίνει σε ένα κλίμα ομαδικού χαιρετισμού το πρωί, τον οποίο τα ίδια τα παιδιά αμφισβητούν στην πορεία.
Το σχολείο χρειάζεται να γίνει κοινότητα συζήτησης, ανταλλαγής και επικοινωνίας. Και πάνω απ’όλα να «ακουστούν» τα παιδιά με τα θέματα που θέτουν ενώ οι «μεγάλοι» να θέσουν όρια-που αποζητούν τα παιδιά-με αγάπη, σύνεση, δίχως πάθος.