Ανάμεσα στις σύγχρονες θεματικές της λαογραφίας βρίσκεται, από την εποχή των Folklorica contemporanea του Δημ. Λουκάτου[1] η στρατιωτική λαογραφία[2], η λαογραφία των τροφίμων, η εορταστική εμφάνιση εμπορικών δρόμων των πόλεων, η λαογραφία του μπάνιου, η λαογραφία της τράπουλας, οι τίτλοι εργαστηρίων και μαγαζιών, οι μικρές ειδήσεις και αγγελίες του Τύπου κτλ.[3], για να ακολουθήσουν ύστερα πιο συστηματικές παρατηρήσεις για την αστική λαογραφία, τον άνθρωπο τον πόλεων, τη λαϊκή λατρεία της μηχανής, τον κύκλο των εθνικών εορτών και επετείων, τα φεστιβάλ και τις νεολαίες[4], μελέτες για τους συμβολισμούς του χώρου[5], λαϊκές επιγραφές και ονόματα σε αυτοκίνητα[6], για τους τσιγγάνους στην πόλη[7], τους τοπικούς συλλόγους[8], τις τοπικές εφημερίδες[9], για λαογραφικό υλικό στην καθημερινό Τύπο[10], τα αστικά πανηγύρια[11], για γιορταστικές κάρτες, δημόσια χριστουγεννιάτικα δέντρα[12], για γραφεία συνοικεσίων κτλ.[13].
Ωστόσο υπάρχουν ακόμα πάμπολλες θεματικές που δεν έχουν προσεγγιστεί συστηματικά, όπως η φοιτητική ζωή και ο πανεπιστημιακός κόσμος, ο κόσμος των πολιτικών εκλογών[14], ο πολιτικός λόγος, η λαογραφία του κοινοβουλίου, του μετρό, ή και θεματικές που αγγίζουν βαθύτερα τον παραδοσιακό λαϊκό πολιτισμό, όπως είναι τα μπαλκόνια που αντικαθιστούν τους κήπους[15], το δεύτερο σπίτι στην εξοχή, η λαογραφία των διακοπών κτλ.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα θέματα, που διαπλέκεται με πολλούς τομές της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής, με ζητήματα οικονομικά, συστήματα συγγενικά, με προβλήματα επιβίωσης και προσδοκίες κοινωνικής ανόδου και σταδιοδρομίας, με την κλειστή κοινωνία του χωριού και την ανοιχτή κοινωνία της πόλεως, με συμπεριφορές παραδοσιακές και τακτικές προσαρμοσμένες στα χρόνια και τις ευκαιρίες της παγκοσμιοποίησης και του πανοικονομισμού, – ένα λοιπόν από τα πιο ενδιαφέροντα θέματα είναι η παραδοσιακή κοινωνική δικτύωση και το πελατειακό πολιτικό σύστημα[16]. Είναι θέμα σύνθετο με ιστορικό βάθος και μελλοντικές επιπτώσεις, εάν και κατά πόσο η πολιτεία και το δημοκρατικό καθεστώς της θα κατορθώσει να ξεπεράσει την οικογενειοκρατική αγκύλωση, που εκτρέφει φαινόμενα του νεποτισμού και της “διαπλοκής” και εμποδίζει κάθε ιδέα για αξιοκρατία στην πράξη. Ακριβώς για το λόγο αυτό είναι αναγκαία μια σφαιρική λαογραφική μελέτη των οικογενειακών δομών και των συμπεριφορών και υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτήν, τόσο στην παραδοσιακή κοινωνία όσο και στη σύγχρονη, και που επηρεάζουν βαθύτατα όλο το πολιτικό σύστημα του κοινοβουλευτισμού (από τον σταυρό προτίμησης ώς τα πολιτικά γραφεία των βουλευτών, όπου συνωστίζονται οι συμπατριώτες του τοπικού βουλευτή για κάποια εξυπηρέτηση – ανταπόδοση της ψήφου τους).
Αλλά το θέμα δεν είναι μόνο πολιτικό και ηθικό, αλλά και ακραιφνώς οικονομικό. Το 1959 εκπονήθηκε στη Γερμανία μια σφαιρική και σε βάθος μελέτη για την περιορισμένη απόδοση των οικονομικής βοήθειας για την Ελλάδα[17], όπου γίνεται με μεγάλη διαύγεια μια διάγνωση και ανάλυση του πελατειακού πολιτικού συστήματος σε όλα τα επίπεδα, το οποίο εμποδίζει την αποτελεσματικότητα της οικονομικής βοήθειας από το εξωτερικό, γιατί τα χρήματα χρησιμοποιούνται επιλεκτικά, χάνονται στα αδιαφανή ανεπίσημα δίκτυα αλληλοϋποστήριξης, δεν φτάνουν τελικά στον προορισμό τους και δεν αποδίδουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα για την οικονομική ανάπτυξη της ταλαιπωρημένης χώρας. Για το ίδιο θέμα υπάρχουν, πολύ αργότερα, και άλλες μελέτες, πάλι στον οικονομολογικό τομέα, πώς οι επαναπατριζόμενοι Gastarbeiter από τη Γερμανία, στις δεκαετίες του 1980 και 1990, επενδύουν τα μικροκεφάλαια και κομποδέματά τους συχνά σε ασύμφορες οικογενειακές και τοπικές μικρο-επιχειρήσεις, οι οποίες δεν έχουν ιδιαίτερη ελπίδες επιβίωσης μέσα στον υπάρχοντα ανταγωνισμό[18]. Και εδώ οι οικονομολογικός ορθολογισμός, ο οποίος κατά τα άλλα ισχύει στο λαϊκό πολιτισμό όπως και στον αστικό και κεφαλαιοκρατικό, καταστρατηγείται από άλλες αξίες και συμπεριφορές, που προέρχονται από την παραδοσιακή κοινωνία και αφορούν τις δομές της οικογένειας.
Λέγοντας δομές της οικογένειας δεν εννοώ ακριβώς το συγγενικό σύστημα του “σογιού” ή της “διευρυμένης οικογένειας” (extended family) και τη λεπτομερειακή διάρθρωσή του, το μοίρασμα της παραγωγής ή το κληρονομικό δίκαιο[19], αλλά την προτεραιότητα της συγγένειας εξ αίματος σε όλους τους τομείς της ζωής, όπου πραγματοποιούνται συναλλαγές με άλλους, επαφές, συναναστροφές, ανταλλαγές αγαθών και πληροφοριών κτλ. Το πιο ενδιαφέρον είναι η συμπλήρωση αυτού του συγγενικού συστήματος με την ηθική υποχρέωση της προτίμησης και τον παραμερισμό κάθε σκέψης για πραγματική αξιοκρατία, με το σύστημα της πνευματικής συγγένειας (cognatio spiritualis), όπως είναι οι κουμπαριές και οι αδελφοποιίες[20]. Το άτομο και η (πυρηνική και διευρυμένη) οικογένεια[21] αναγκάζεται να δημιουργήσει και να καλλιεργήσει, να διατηρήσει και να εμπλουτίσει μια δικτύωση συγγενικών σχέσεων, ή και φιλικών και συμφεροντολογικών, σχέσεων που να βασίζονται στους άγραφους νόμους της αμοιβαιότητας και της ανταπόδοσης, για να οργανώσει τις στρατηγικές επιβίωσης και κοινωνικής ανόδου για τον εαυτό του και για τα μέλη της οικογένειας. Στην παραδοσιακή κοινωνική και ψυχολογική ταυτότητα η ελάχιστη μονάδα δεν είναι το άτομο αλλά η οικογένεια[22]. Ο ψυχισμός του ατόμου εμφανίζεται συνήθως ενταγμένος στις συγγενικές συντεταγμένες (βλ. και κεφ. 17 για το θέμα της τελετουργικής προσποίησης). Αυτό σημαίνει, κάπως σχηματικά και απλουστευτικά, πως το σύνολο του δημόσιου βίου αποτελείται από πληθώρα αλληλοεπικαλυπτόμενων και συμπληρωματικών μεγάλων και μικρών δικτύων συγγενικών και πελατειακών σχέσεων αλληλοϋποστήριξης και ανταπόδοσης, εξυπηρέτησης και προαγωγής, που περιορίζουν κάθε κεντρικό προγραμματισμό σύμφωνα με αρχές και αξίες, θεσμούς και σχεδιασμούς, σε μια άγονη ή ατελώς πραγματοποιήσιμη προσπάθεια τιθάσευσης μια ρευστής μάζας από αδιαφανείς υποχρεώσεις και πρακτικές, που ξεκινούν από πρόσωπα και καταλήγουν πάλι σε πρόσωπα. Η σημασία και το εύρος των προσωπικών γνωριμιών καθορίζει την κοινωική αποδοχή ενός ατόμου, την όποια σταδιοδρομία του, ακόμα και την πολιτική καριέρα, σε τοπικό και εθνικό επίπεδο.
Αυτά τα δίκτυα συγγένειας και γνωριμιών, εξάρτησης και υποχρεώσεων, ρυθμίζει εν πολλοίς τις πολιτικές και οικονομικές πρακτικές της κοινωνίας και διαμορφώνει τον χαρακτήρα της δημόσιας ζωής, παρά τις κατά καιρούς ηχηρές εξαγγελίες, τις προεκλογικές υποσχέσεις, την επίκληση της ποθητής αντικειμενικότητας των επιλογών κτλ. Αυτά τα δίκτυα δεν υπονομεύουν μόνο τον κανονικό οικονομικό ανταγωνισμό αλλά και τη λειτουργία των πολιτικών κομμάτων στο κοινοβουλευτικό σύστημα. Άλλες μορφές συσσωμάτωσης, όπως τοπικοί κι άλλοι σύλλογοι δεν έχουν την ίδια κοινωνική σημασία και λειτουργικότητα, ούτε άλλες μορφές συγχρωτισμού του αστικού κόσμου πλέον, όπως οι “παρέες”, τα φιλολογικά σαλόνια, τα καφενεία, τα τυπογραφεία κτλ.[23]· η έννοια της “παρέας” βέβαια είναι πολύ σημαντική για τον παραδοσιακό ελληνικό αστικό βίο, γιατί από τέτοιες παρέες δημιουργήθηκαν εφημερίδες, περιοδικά, σύλλογοι, ιδεολογικά κινήματα και πολιτικά κόμματα ακόμα[24]. Ενώ τα συγγενικά και πελατειακά δίκτυα προέρχονται από το αγροτικό παρελθόν και την εποχή της τουρκοκρατίας, όπου λόγω έλλειψης άλλων θεσμών[25], η μεγάλη οικογένεια και το δίκτυο γνωριμιών και συμφερόντων σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο ήταν η βασική στρατηγική επιβίωσης. Δυστυχώς η μεγάλη παράδοση της τοπικής αυτοδιοίκησης, της κοινότητας με την κοινή φορολογία και τη συλλογική ευθύνη, τους θεσμούς της αλληλοβοήθειας και αλληλοϋποστήριξης, δεν επιβίωσε στην Βαυαροκρατία και το υδροκέφαλο κεντρικό κράτος μέσα στους ατέλειωτους πολέμους του 20ού αιώνα, και δεν αντικαταστάθηκε από κάποια βαθύτερη εμπιστοσύνη του πολίτη προς την πολιτεία του. Έτσι οι θεσμοί και οι ανώνυμες συναλλαγές βάσει αρχών και κανόνων δεν ευδοκιμούν, και σήμερα ακόμα χρειάζεται η αναφερόμενη δικτύωση, για να επιτύχει κανείς κάποιο αποτέλεσμα, και παρατηρείται η επιβίωση της πελατειακής νοοτροπίας στην πολιτική και εν γένει στην κοινωνική ζωή σε σχεδόν όλα τα επίπεδα και πεδία.
Ακόμα και στις στρατηγικές της παντρειάς και τις επιλογές του γάμου επιβιώνουν τέτοιες τακτικές· λόγω της πολλαπλότητας των επιλογών και δικτύων στη πόλη όμως, και λόγω της εξαφάνισης της ενδογαμίας ακόμα και σε περιφερειακές και περιθωριοποιημένες ομάδες της κοινωνίας το φαινόμενο του εξαναγκασμού και ο ρόλος των γονέων στην αναζήτηση νύφης και γαμπρού είναι πιο περιορισμένος. Στις αγγελίες των συνοικεσίων οι κοινωνικές συμμαχίες δηλώνονται συνήθως με την αναφορά του επαγγέλματος και του αξιοσέβαστου εισοδήματος, με τα hοbbies ή ακόμα και με την εμφάνιση και τη δήλωση των αξιών και άλλων χαρακτηριστικών[26].
Διαφορετική είναι όμως η περίπτωση στις κουμπαριές, όπου τοπικοί βουλευτές και παράγοντες, στα πλαίσια της ευρύτερης πατρωνίας, βαφτίζουν εκατοντάδες παιδιά και παντρεύουν πολλά νεαρά ζευγάρια. Η κουμπαριά είναι από τους πιο ισχυρούς θεσμούς της πνευματικής συγγένειας, εφόσον η αδελφοποιία έχει πλέον εκλείψει τελείως[27]. Πάντως η ένωση δύο οικογενειών (σογιών) με τα δεσμά του γάμου αποτελεί ακόμα και σήμερα μια σημαντική διεύρυνση της κοινωνικής δικτύωσης, που λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από τους γονείς, αν όχι και από τους ίδιους τους νεαρούς. Ο “καλός” γάμος ήταν στον παραδοσιακό αστικό κόσμο μια αποτελεσματική τακτική κοινωνικής ανόδου ή οικονομικής αποκατάστασης.
Το δίκτυο συγγενών και γνωριμιών καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και τον ηθικό κώδικα των συναλλαγών και επαφών. Πρόκειται, στην ορολογία του Kluckhohn, για μια “covert culture”[28], της οποίας οι αξιολογικές νόρμες ρυθμίζουν ως “ideal pattern” τη συμπεριφορά του καθενός[29]. Οπότε τα πραγματικά κίνητρα των συμπεριφορών δεν φανερώνονται σε συνεντεύξεις βάθους ή με ερωτηματολόγια, αλλά από ερμηνευτικές προσεγγίσεις της ίδιας της συμπεριφοράς. Οι ηθικοί κώδικες του λαϊκού πολιτισμού δεν είναι οπωσδήποτε ενιαίοι· την παράλληλη και ταυτόχρονη συνύπαρξη διαφορετικών αξιολογικών συστημάτων διαπιστώσαμε αρκετές φορές στα προηγούμενα κεφάλαια. Το χριστιανικό ιδανικό της ελεημοσύνης δεν ισχύει πάντα (κυρίως για το αντρικό φύλο θεωρείται και αδυναμία), όπως και η αγάπη προς τον πλησίον στην εορταστική ατμόσφαιρα του Πάσχα.
Η αλληλεγγύη προς τους “δικούς μας” (η έννοια κινείται σε διάφορα επίπεδα, αρχίζοντας από την οικογένεια και το σόι)[30] και κάθε μέλος της εκλαμβάνεται ως πραγματικός εκπρόσωπος αυτής της ομάδας[31]. Η τύχη του κάθε ατόμου, αλλαγή θέσης εργασίας, σταδιοδρομία, απόκτηση αναγνώρισης, απώλεια τιμής κτλ., αλλά και μετανάστευση, προίκα, στρατηγικές γάμου κι άλλα, αφορούν ολόκληρη την οικογένεια[32]. Ανάμεσα στα μέλη και τους κρίκους του συγγενικού δικτύου κυριαρχούν η αμοιβαιότητα και ανταπόδοση, η αλληλεγγύη, η υποχρέωση για βοήθεια, η παροχή πολύτιμων και ανεπίσημων πληροφοριών, και οι γεροντότεροι παίζουν πιο σημαντικό ρόλο. Αντίθετα έξω από το συγγενικό δίκτυο και το δίκτυο των γνωριμιών και της φιλίας κυριαρχεί εν δυνάμει η εχθρότητα και ο ανταγωνισμός[33], η επιδιωκόμενη σταδιοδρομία και η απόκτηση prestige εις βάρος των άλλων[34], η δυσπιστία και η απόσταση[35]. Σε ανώνυμες συναλλαγές και δια-δράσεις κυριαρχεί ο νόμος του κέρδους, σε κυριολεκτική και μεταφορική σημασία (ψεύδος, υποκλοπή πληροφοριών, απάτη, ξεγέλασμα, λανθασμένη πληροφόρηση, υποκρισία κτλ.), ο οποίος κατ’ αρχήν δεν περιορίζεται από ηθικούς φραγμούς, μπορεί να έχει όμως χαρακτηρολογικές αποχρώσεις[36]. Εξίσου από ουσιαστικές ελλείψεις μιας υποχρεωτικής νόρμας της συμπεριφοράς χαρακτηρίζονται οι ανώνυμες συναλλαγές με τους θεσμούς της πολιτείας, όπου οι υπάλληλοι και εκπρόσωποι των αρχών δεν εργάζονται τόσο για ένα ιδανικό, όπως είναι η καλύτερη εξυπηρέτηση του πολίτη, το καλό το κράτους ή το συμφέρον του δημοσίου, γιατί αυτό το τελευταίο είναι αφηρημένο και έξω από το δίκτυο των προσωπικών υποχρεώσεων.
Έτσι το παζάρεμα της παραδοσιακής αγοράς στηρίζεται ουσιαστικά στο αναγνωρισμένο εθιμικό δίκαιο της απάτης (σήμερα αναγράφονται οι τιμές αλλά η νοοτροπία δεν έχει εκλείψει), η ανώνυμη συναλλαγή με τις αρχές χωρίς κάποια προσωπική γνωριμία ή διαμεσολάβηση διατρέχει τον κίνδυνο της υπερβολικής καθυστέρησης. Από τις υποχρεώσεις του συγγενικού δικτύου και των “φίλων” και οπαδών δεν ξεφεύγουν ούτε οι πολιτικοί, παρά τις εξαγγελίες των ιδανικών και τη δημόσια “βιτρίνα” των πράξεών τους. Κάθε σχετικό σκάνδαλο που αποκαλύπτεται επιβεβαιώνει για τον απλό άνθρωπο, πως το πράγμα, ως προς την ισχύ του συγγενικού δικτύου, της πατερναλιστικής πατρωνίας και του πελατειακού συστήματος, δεν έχει αλλάξει αλλά ζει και βασιλεύει. Αυτή η κατάσταση έχει άμεσες επιπτώσεις για την διοικητική αποτελεσματικότητα της ίδιας της πολιτείας στο σύνολό της: στο βαθμό που παραμένει μια αφηρημένη, ανώνυμη και γενική οντότητα και δεν μπορεί να “μεταφραστεί” σε συγκεκριμένες μορφές, σε πρόσωπα αντί θεσμούς και προγράμματα, σε συγκεκριμένα συμφέροντα αντί στην επίκληση κοινών ιδανικών[37]. H έλλειψη της συνειδητοποίησης της ανάγκης και λειτουργίας κοινών θεσμών αντικαθίσταται από τα συστήματα της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας πελατειακής εξάρτησης[38].
Σε αντίθεση με τους πολιτισμούς του τρίτου κόσμου, όπου εν πολλοίς η ιστορική διάσταση των κοινωνικών φαινομένων λόγω της προφορικότητας των πολιτισμών δεν πέρασε σε κάποιες διερευνήσιμες πηγές, πράγμα που οδήγησε την Εθνολογία ουσιαστικά σ’ έναν ιστορικό αγνωστικισμό[39], ο οποίος οδήγησε μεταξύ άλλων και στην άκριτη ευκολία των πολιτισμικών συγκρίσεων πέρα από τόπο και χρόνο[40], μια μεθοδολογική κληρονομιά που πασχίζει να αποβάλει η Πολιτισμική και Κοινωνική Ανθρωπολογία[41] -, σε αντίθεση λοιπόν με την Εθνολογία η Λαογραφία των ευρωπαϊκών πολιτισμών μπορεί να κατονομάσει και ιστορικές αιτίες για τα φαινόμενα αυτά: η έλλειψη θεσμών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στα Βαλκάνια[42] οδήγησε σε “διευρυμένες” οικογένειες, (συγγενικές) ομάδες παραγωγής και άμυνας, σε ισχυρές συντεχνιακές οργανώσεις (τεχνιτών και εμπόρων), σε ημιαυτόνομες κοινότητες με παράδοση γεροντοκρατικής αυτοδιοίκησης, σε τοπικό και ευρύτερο επίπεδο σε κοινωνικές και επαγγελματικές δικτυώσεις, πατρωνίες και πελατειακές σχέσεις που σκοπό είχαν την εξασφάλιση της επιβίωσης των μελών της ομάδας σε δύσκολες και αβέβαιες εποχές· αυτές οι δομές δεν διαλύθηκαν με την Ελληνική Επανάσταση και διατηρήθηκαν, παρά την καταπολέμηση από τη γραφειοκρατική κεντρική διοίκηση του “Ελευθέρου Βασιλείου” των Βαυαρών, που δεν μπόρεσε ποτέ αν αποτινάξει το στίγμα της ξενοκρατίας, και επηρέασε και την ίδρυση, την πορεία και τα προγράμματα των πρώτων πολιτικών κομμάτων[43]. Και η “νόθα” αστικοποίηση και η belle époque, η ενσωμάτωση των αλύτρωτων περιοχών, η ιδεολογία της συνέχειας, προϊόν του φιλελληνισμού και των αντανακλαστικών ενάντια στις θεωρίες του Φαλμεράγιερ, οι χαοτικές καταστάσεις της εσωτερικής πολιτικής καθώς και οι αλλεπάλληλες ήττες της εξωτερικής δεν μπόρεσαν, έως και μέσα στον 20ό αιώνα να εξαλείψουν τις πρακτικές και νοοτροπίες αυτές· ακολούθησαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος με τον εθνικό Διχασμό, η Μικρασιατική καταστροφή, η δικτατορία του Μεταξά, ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Εμφύλιος, τα “πέτρινα” χρόνια και η Επταετία, και ο κοινός άνθρωπος δεν έπαυε να βλέπει το “κράτος” ως κάτι ξένο, όχι δικό του, ως εχθρό και δυνάστη, που βρίσκεται έξω από τις ηθικές υποχρεώσεις του συγγενικού δικτύου, άρα μπορεί να το εκμεταλλεύεται κανείς και να το ληστέψει όπου μπορεί.
Για να το πει κανείς επιγραμματικά και με ηθελημένη δόση υπερβολής: ο κοινός Έλληνας βλέπει την Ελλάδα, – στο επίπεδο της κρατικής διοίκηση, όχι σαν “πατρίδα”δική του, αλλά ως ενδοελληνική ξενοκρατία, εργαλείο μιας ομάδας ανθρώπων οι οποίοι μονίμως βρίσκονται στις θέσεις εξουσίας και συμπεριφέρονται με τον παραδοσιακό “ανατολίτικο” τρόπο, τον οποίο γνωρίζει πολύ καλά. Όλες οι κατά καιρούς προσπάθειες να καλλιεργηθεί μια νοοτροπία εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς (όχι προς τους ανθρώπους) ματαιώνεται συνήθως με το επόμενο σκάνδαλο που θα αποκαλυφθεί από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ανακάλυψη συνήθως τυχαία, που επιβεβαιώνει τον κανόνα και τους επικρατούντες κοινωνικούς μηχανισμούς και πρακτικές και ρίχνει τη ζοφερή σκιά και στο μέλλον, πως η αυριανή αντιπολίτευση, και τα πολιτικά κόμματα εν γένει, θα δράσουν με τον ίδιο και όχι διαφορετικό τρόπο. Αυτή η προσπάθεια “εξευρωπαϊσμού” των θεσμών και των στελεχών τους (βλ. τη διαφθορά σε όλα, σχεδόν, τα επίπεδα της κρατικής μηχανής) μπλοκάρεται ακριβώς από τα πλοκάμια της συγγενικής (σήμερα και κομματικής) δικτύωσης και των πελατειακών σχέσεων μεταξύ πολιτικών, στελεχών, τοπικών παραγόντων με τους ψηφοφόρους, υποστηρικτές, κτλ.[44]
Με τη βαθύτερη διερεύνηση της μορφολογίας και λειτουργίας των δικτύων αυτών, σε ιστορική διάσταση αλλά και συγχρονική, η σημερινή Λαογραφία θα μπορούσε να διαφωτίσει ένα κοινωνικό πρόβλημα που ταλαιπωρεί δεκαετίες τώρα ολόκληρο το δημόσιο βίο της χώρας και να συμβάλει με την αναλυτική γνώση σε μια μελλοντική σταδιακή αλλαγή των νοοτροπιών και συμπεριφορών. Γιατί, ενώ διοικητικοί μηχανισμοί, προγράμματα και σχέδια μπορεί να αλλάξουν σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, η αλλαγή νοοτροπιών είναι μια μακροχρόνια διαδικασία που χρειάζεται ακόμα και δύο και τρεις γενεές· επειδή πρέπει να πεισθεί ο κόσμος, ότι αυτές οι κοινωνικές συμμαχίες τελικά δεν χρειάζονται πια για την επιβίωσή του και είναι βλαπτικές για την ανάδειξη των πραγματικά άξιων και καλύτερων, πράγμα που είναι το κοινό συμφέρον για όλους, πως οι θεσμοί της πολιτείας λειτουργούν χωρίς τις παραδοσιακές αγκυλώσεις· αλλά αυτή η εύθραυστη πίστη, που πάει να φυτρώσει, κλονίζεται εύκολα και ξεριζώνεται πάλι από την επόμενη αποκάλυψη κάποιας, αναμενόμενης κατά τα άλλα, αντικοινωνικής συμπεριφοράς δημόσιου παράγοντος.