Ζύγισε στην παλάμη του το βότσαλο,
ύστερα το χάιδεψε· μα, τι παράξενο
του θύμιζε τη ζωή του
έτσι, λεία κι ακύμαντη κι αυτή
χωρίς προεξοχές και προστριβές
χωρίς ανατάσεις και πτώσεις,
αντινομίες, διακυβεύματα
– θα μπορούσε ακόμα-ακόμα,
(αν ένιωθε αρκετά τολμηρός)
να βεβαιωθεί, εκσφενδονίζοντάς την
στα σπλάχνα του πέλαγου,
αν θά ’νιωθε να βουλιάζει κι αυτός
και να πνίγεται, συνοδεία ενός ψαλμού
γεμάτου ιριδίζοντα δελφίνια
που ψηλαφούν τη ράχη του
κι αυτός ανατριχιάζει
ώσπου να λάβει φρόνημα πυθμένα η ψυχή,
τα οστά να κουφωθούν, πνευστά ή κοράλλια
Κι όμως, αλλιώς τά ’χε διαβάσει:
«ο άνθρωπος είναι μια σκόνη ελάχιστη
που τόσο-όσο κατέρχεται
για να διψάσει και να διαψευστεί»
έτσι, μέσα σ’ αυτήν την τόσο αναίμακτη διαδοχή
παρελθόντος και μέλλοντος
ένα λεπτό αεράκι φούσκωνε την πουκαμίσα του,
μια υπόνοια
πως ίσως νά ’ταν αθάνατος
κάπως για νά ’χει αντίκρισμα η ανία
ειδάλλως – μάρτυς του ο Θεός –
με θηλιά ή με μαχαίρι θα τζογάριζε
για μιαν επόμενη ζωή, κόβοντας δρόμο
Τώρα, βαδίζοντας προς το μαντείο
για της αλήθειας του το μέρισμα
πλάθει στον νου του ήδη την ερώτηση,
στοκάρει τα γουβώματα
πλανίζει ό,τι εξέχει,
το άσαρκο πολεμώντας του χρησμού
δίχως διόλου να ξέρει
πως το μελανόμορφο θραύσμα που άφησε όπως έμπαινε
στων αναθημάτων το σωρό
και φέρει σκαλισμένο τ’ όνομά του
είναι ένα βότσαλο σ’ άλλα χιλιάδες όμοια
και χαρακτήρα ίδιου γραφικού
με τίποτα άλλο να τα διαχωρίζει
πάρεξ η φθορά.