(…)
Η μητέρα
(Σε λίγο, μια μητέρα μπαίνει από το χολ του μέσα χρόνου. Κάτι αφήνει, κάτι παίρνει. Ταχτοποιεί με σίγουρες μικρές κινήσεις στον αέρα τους μικρούς εκρηκτικούς μηχανισμούς. Ύστερα ξεσκονίζει. Σύννεφα λήθης ανεβαίνουν, μόρια από παλιές αποσυντεθειμένες φράσεις:
Μαρίνα… τριαντάφυλλο γλυκό… γιορτή… αρρώστησε… ασήμι…
Για μια στιγμή στο μπαλκονάκι, ανάμεσα στην αρμπαρόριζα και στο γαλάζιο. Χαιρετισμός στο άγνωστο.
Τινάζοντας, όλο τινάζοντας, χάνει την συνοχή της κι η μητέρα.)
Ο λεπτουργός απ’ την μεριά της μητέρας
Υπήρξα; Και με ποια μορφή; Σκορπίσαν τα χαρακτηριστικά μου στους καθρέφτες. Η έκτασή μου αδιάγνωστη και το βάθος ακόμα μεγαλώνει.
Υπήρξα; Σαν ενότητα; Μονάχα σαν φορέας; Μπορεί και να ’μουν από πάντα η σκέψη κάποιου, μισοτελειωμένη.
Η μοίρα μου άγραφη πάλι, με μόνο τα σημάδια των οδηγών αστερισμών.
Άσχετη τώρα, ξεχασμένη, όμως σε θυμάμαι. Γεννήθηκες μεσάνυχτα. Και άρχισες αμέσως να γερνάς.
Πέρασαν χρόνια καθώς μελετούσες μαύρα πράγματα σε μαύρο φως. Τα χάλασες τα μάτια σου, τα δάχτυλά σου.
Θυμάμαι ακόμα, έφευγες συχνά, δεν ξαναγύριζες ποτέ.
Ναι, δεν με κούρασες καθόλου σαν παιδί.
(…)