Τι σηματοδοτεί για σας η ποίηση; Ποιοι οι πρώτοι σπινθήρες που φωταγώγησαν την ποιητική σας διαδρομή;
Τη μεγαλειώδη συνύπαρξη του άυλου και του απτού, της σάρκας και του πνεύματος, του άγγελου και του δαίμονα εαυτού. Χωρίς απαραίτητα να μπορεί να ειπωθεί με τους υπάρχοντες όρους. Η ποίηση, ξέρετε, έχει και μια σπάνια, μια ανεκτίμητη, πυρωμένη εξωλεκτική διάσταση, παρά τον καθαρόαιμο, πέραν πάσης αμφιβολίας, άρρηκτο δεσμό της με τη γλώσσα. Το σημείο, από το οποίο εκκινεί και στο οποίο καταλήγει η λάμψη της ύπαρξης μέσα στη στιγματισμένη από ρύπους ανθρωπότητα.
Η επαρχία του τέλους του ’80 και των αρχών του ’90, και ό,τι φέρει, ήταν ο πρώτος και τελεσίδικος σπινθήρας που πυροδότησε, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, τον δρόμο και τον τρόπο μου στη λογοτεχνία.
Ποιοι οι ποιητές που σάς έχουν επηρεάσει;
Ο Γιώργος Ιωάννου. Γιατί έγραφε ανοίγοντας τις φλέβες του, ήταν η κάθε στιγμή των γραπτών του, η κάθε λέξη και στίξη τους, η κάθε αντήχηση, όρκος, εξομολόγηση, κάθε αγωνία και πυρετός τους, η πίκρα και η οδύνη τους.
Και έπειτα, ο Γιώργος Μαρκόπουλος, ο Γιώργος Χρονάς, ο Γιώργος Χειμωνάς, ο Θωμάς Γκόρπας, η Μαντώ Αραβαντινού και η Κατερίνα Γώγου. Ο Βίρβος, ο Τσιτσάνης, Μπουλέν Ερσού και ο Ζέκι Μουρέν, η Ουμ Καλσούμ. Ο Μπέκετ, η Ντυράς, το ιταλικό σινεμά, ο Τσιώλης, ο Δαμιανός, η Ρώμη, το Μπαγιαραμίκ και η Κωνσταντινούπολη, η ακυβέρνητη μοίρα της Αλεξάνδρειας και της Αθήνας, ό,τι κινείται και κυλάει με δίψα, ορμή και ψυχή, καθημερινά στον παρόντα χρόνο, διαμόρφωσαν την ειδική βαρύτητα στην ιστορία των γραπτών μου, και με τρόπο μοιραίο έγιναν οι κλειδοκράτορές τους.
Ποιες οι θεματικές που σάς συναρπάζουν;
Ο έρωτας, σε κάθε του διάσταση, τα ανθρώπινα πάθη, τα λαϊκά τραγούδια, τα ναυαγισμένα πρόσωπα, τα τρωμένα τοπία, η ακραιφνής απογυμνωμένη ύπαρξη, με τα παράπονα, τα αστέρια, τους αγώνες και τις αγωνίες της. Οι παιδικές ψυχές, τα λεμόνια και τα κουταλάκια του γλυκού. Ό,τι παράδοξο και αναπάντεχο προκύπτει από τη διαλεκτική ανάλυση όλων των προαναφερθέντων, τα σημειώνω με ένα καλοξυσμένο μολύβι, σε στίχους – κάθετα σουγιαδάκια στο κορμί.
Μιλήστε μας, σάς παρακαλώ, για τους ποιητικούς σας σταθμούς και για το εν γένει συγγραφικό σας έργο.
Φέτος, μετράω 19 χρόνια στην έντυπη λογοτεχνία. Μια διαδρομή που δεν θα την άλλαζα με τίποτε και για κανένα λόγο. Και τα 14 βιβλία μου, είναι σταθμοί, δεν εξαιρώ κανένα.
Η μοίρα των ποιημάτων μου είναι να γεννιούνται μέσα σε έναν κυνικό καιρό, που οι άνθρωποι δείχνουν πιο μόνοι και πιο ξένοι από ποτέ, έγκλειστοι στη δική τους αμηχανία, στα δικά τους δεινά, που ο διχασμός έγινε μεγάλος, σχεδόν όσο και ο πόνος μας, με έναν βίο συμπαγώς και βαρέως νεφώδη, αλλά κυρίως τόσο αμοίραστο στη λύπη και τη χαρά.
Γράφω, λοιπόν, για να πάψω να αναρωτιέμαι, για πάντα, γιατί τόσο εγωιστικά περιφρονούμε τις δωρεές της αγάπης, τον απεγνωσμένο μόχθο της, γιατί αρνούμαστε την ευτυχία, και θελγόμαστε από τις σφαγές του υπό αίρεση και του ανεκπλήρωτου. Καταφανώς κάτι ελαττωματικό υπάρχει εδώ, αν όχι καταραμένο.
Σε όλα μου τα βιβλία καταλάμπει ο πιο αγωνιστής αλλά και ο πιο αισθηματίας εαυτός, εκείνος που αποφασίζει να συγκρουστεί μετωπικά με το «λίγο» της ύπαρξης για να δει αν θα απογράψει στο φινάλε την πιο συντριπτική του ήττα ή μια καίρια νίκη. Ο εαυτός που κουβαλάει το ειδικό βάρος μιας ραγισμένης καρδιάς.
Έχετε νιώσει ποτέ την μοναξιά του ποιητή;
Η μοναξιά είναι μία, δεν υποκορίζεται, δεν υποδιαιρείται, δεν διακρίνεται, σε καλή και κακή, ποιητική ή πεζή. Την έχω σαφώς νιώσει ως το κόκαλο. Η μοναξιά είναι ένα σκάνδαλο που με σοκάρει. Όμως, επανατέμνει τη θεώρηση του κόσμου, τις αντοχές μου, την ανθεκτικότητα, τον τρόπο να τη μεταβολίζω, εξακολουθώντας να μου μαθαίνει πως η αληθινή αγάπη βρίσκεται έτη φωτός μακριά από την ακύρωση του εαυτού και τον εγκλωβισμό του, που σου κόβει τα γόνατα. Επίσης, η μοναξιά είναι κάτι που δεν μιλιέται, παρά μόνο ουρλιάζεται.
Ως ποιητικό υποκείμενο σάς τρομάζει το τέλος της ύπαρξης;
Πριν αρχίσω να γράφω, ναι, ήταν απόλυτα τρομακτικό. Τα αναπάντητα ερωτήματα της ύπαρξης, ή της ανυπαρξίας, σε απελπίζουν. Δείχνουν πάντοτε έτοιμα να σε καταβροχθίσουν, όπως τα ατάιστα λιοντάρια στις ρωμαϊκές αρένες, ή να σε τσακίσουν από τα 8000 πόδια στο αχανές κενό της αβύσσου. Η ποίηση σου δίνει χέρια, δυο μάτια να πιαστείς, ένα κορμί να ακουμπήσεις πάνω του το βάρος σου, σου επιστρέφει τα φτερά σου θεραπευμένα. Η ποίηση είναι άσυλο και διαλύει το απάνθρωπο εντός σου.
Ένα ποίημά σας που θα θέλατε να μοιραστείτε με το αναγνωστικό κοινό;
Κοιτάζοντας αφηρημένα στο
κενό από ταράτσα της Κυψέλης
στην αρχή μιας απέλπιδης
αττικής Άνοιξης
θυμάμαι την υπόσχεση
που έδωσα να γράψω
μια ωδή για τις ερειπωμένες
γυναίκες όπως πηγαίνουν
Πέμπτη πρωί με ψιλόβροχο
σέρνοντας το καρότσι τους
στη λαϊκή της Ευελπίδων
έναν ύμνο για τους κυρίους
που τρώνε μόνοι στα οινομαγειρεία
της Ομόνοιας και των Εξαρχείων
καταπίνοντας αργά το κρασί
σκουπίζοντας σχολαστικά
με την χαρτοπετσέτα
τα υπολείμματα στο μουστάκι τους.
Ένα τραγούδι για τον μικρόκοσμο
του ξενοδοχείου «Βαλκάνια»
Σοφοκλέους και Σωκράτους·
τα σεντόνια του αγκάλιασαν
εκατοντάδες ερωτευμένα κορμιά
τα μαξιλάρια του έπνιξαν
μαύρα παράνομα δάκρυα·
να ξεχάσω να σιωπήσω ή να μιλήσω
για την αίγλη και την παρακμή
της πόλης που ακόμα βυθίζει
χαρμόλυπα ρομάντζα στα τσιμέντα της.
Για όλα εκείνα τελικά
τα διάττοντα και θλιμμένα
που τόσο μοιάζουν με τους
επιτάφιους στίχους του John Keats
«Eνθάδε κείται εκείνος που
τ’ όνομά του γράφτηκε στο νερό».
Αθηνολόγιο, Τα τραίνα της οδού Ντολορόσα, Εκδόσεις Οδός Πανός, Σεπτέμβριος 2022
Τι άλλαξε στους ποιητικούς και γενικά λογοτεχνικούς σας προσανατολισμούς κατά την εποχή της πανδημίας και μετά;
Η πανδημία και ο εγκλεισμός υπήρξαν αποκαλυπτικά σε πολλά πεδία. Έφεραν στο φως άλλες συμπεριφορές άγνωστες πτυχές χαρακτήρων, πρακτικές, πράξεις και διαπράξεις, ανομολόγητους φόβους, πρόσωπα και προσωπεία, τον βαθύτερο και κάποτε τον πιο σκοτεινό εαυτό μας, ένα νέο «ήθος», στις ισορροπίες μεταξύ των ανθρώπων και των σχέσεων που συνάπτουν, πιθανώς, το οποίο καλλιεργείται, τις περισσότερες φορές, ερήμην μας. Κάτι μας δίδαξαν όλα αυτά, κάτι, άλλοτε ψυχωφελές, κάποτε φρικώδες. Σε εμένα και τα γραπτά μου, απλώς, επιβεβαίωσαν τον υπέρτιτλο του βίου μου, που υπογράφει ο Μπέκετ: «Δεν μπορώ να συνεχίσω. Θα συνεχίσω.»
Ένα ελπιδοφόρο μήνυμα μέσα από το ποιητικό σας σύμπαν;
Όλα είναι στο χέρι μας, όταν επιθυμία δεν πεθαίνει εντός μας. Τότε και μόνο τότε θα έχουμε ανεπίστρεπτα νικήσει.
Ποια τα επόμενα λογοτεχνικά σας σχέδια.
Περιλαμβάνουν ένα ογκώδες ερωτικό μυθιστόρημα, την Αρζεντίνα, την οποία συγγράφω, από το 2018, και είναι ο επίλογος της τριλογίας μου «Λαϊκά & Μπλουζ», που κυκλοφόρησαν τον Μάρτιο του 2018, από τις Εκδόσεις Μετρονόμος. Ακολούθησε το δεύτερο μέρος τους «Λιτλ Μπόι», το 2019. Και τώρα, η Αρζεντίνα την οποία ούτε έχω ολοκληρώσει, ούτε έχει σχηματοποιηθεί μέσα στο κεφάλι μου το φινάλε της.
Παράλληλα, όμως, δύο βιβλία μου θα κυκλοφορήσουν, μέσα στο 2024, από τις Εκδόσεις Μετρονόμος. Το πρώτο ετοιμάζεται, ήδη, υπό τον τίτλο «Θηρία Ανήμερα», το οποίο, κατά κύριο λόγο, αφορά όλων μας τις ιστορίες, εν είδει λαϊκών ψαλμών και συναξαριών, για πρόσωπα πολύτιμα, για εραστές που μίλησαν στα ίσια, που έπαιξαν με ανοιχτά χαρτιά, χωρίς καβάτζες και άσους στο μανίκι, με πάθη και πόθους, για ζωές και καταστάσεις, που δεν θα ξεπεράσουμε ποτέ. Ευθέως, ή παραπλεύρως, βιωματικά και φανταστικά, μπερδεμένα με την πραγματικότητα, ή όπως ακριβώς θα λαχταρούσαμε να είχαν επισυμβεί, αφιερωμένα σε εκείνους που εμφύσησαν οράματα σε υποθέσεις της ζώσας περιδίνησής μας στο αέναο παρόν, είτε το γνωρίζουν είτε ερήμην τους.
Σύντομο βιογραφικό σημείωμα
Η Χαριτίνη Ξύδη γεννήθηκε στο Βόλο και κατοικεί στην Αθήνα. Έχει σπουδάσει ιστορία και αρχαιολογία. Κατά το παρελθόν, έλαβε μέρος σε αποστολές ανασκαφών, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχει εκδώσει, μέχρι σήμερα, 13 βιβλία (ποιητικά, πρόζα και πεζά).
Αρθρογραφεί, κατά καιρούς, σε έγκριτα λογοτεχνικά και μουσικά περιοδικά. Ποιήματα και κείμενά της, έχουν φιλοξενηθεί σε ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές, έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά, επίσης. Από τον Οκτώβριο του 2012 έως και τον Απρίλιο του 2021 (εννέα χρόνια) ήταν μουσική παραγωγός, παρουσιάζοντας τη ζωντανή εκπομπή Fish & Mr Hiroshima, κάθε Τετάρτη 6-8μ.μ., στο ραδιόφωνο του Αμάγκι, με αφιερώματα στο λαϊκό τραγούδι και τους δημιουργούς του. Σήμερα εργάζεται στο Πρωτοδικείο Αθηνών και λοξώς ως επιμελήτρια κειμένων.