Η ΒΑΛΙΤΣΑ
Κάτω από το πέπλο
αντί για μάτια δυο τρύπες χωμάτινες φορώ
δώρο της μάνας μου για το αιώνιο μυστήριο.
Πίστευε πως θα ήμουν το πιστό αντίγραφό της.
Το δέρμα μου ξερό
η γλώσσα μου μαύρη και μακριά
τα δάχτυλά μου ψαλίδια έτοιμα τον ομφάλιο λώρο να κόψουνε
Κορσέδες προγονικούς μου φόρεσαν.
Οι χρησμοί το είπαν καθαρά
«Γυναίκα εσύ φτιαγμένη από χώμα και αίμα
τα πόδια σου να φυτρώνουνε στη γη».
Μη δίνετε σημασία στο άσπρο φόρεμά μου
στη θέση σας θα κοιτούσα τη βαλίτσα.
ΧΩΡΙΣ
Σκοτάδι. Η ζωή έχει από ώρα λιώσει.
Χύνεται στα πεζοδρόμια του ορίζοντα
ανάμεσα στη λάσπη και τις βρώμικες πλάκες.
Θυσία στους θεούς,
Ισαάκ που τελικά σφάχτηκε από τον Αβραάμ
και δεν έτυχε ευνοϊκής μεταχείρισης.
Ζωές ήσυχες, αδιάφορες ή συναρπαστικές
χαρτοπόλεμος στον χορό του θανάτου.
Πίσω απ’ τα παράθυρα χωρίς τοίχους
λύκοι σπέρνουν ουρλιαχτά,
ύαινες θερίζουν δηλητήριο,
το πρώτο γάλα στου βρέφους το στόμα.
Πίσω απ’ τα παράθυρα χωρίς τοίχους
άντρες με κεφάλι φιδιού και μαύρα κοστούμια
κάθονται σε καρέκλες – γυμνά κορμιά γυναικών.
Κρατάνε κεραυνό και φωτιά
Σκουλήκια βγαίνουν από το στόμα τους
που βίαια και λαίμαργα τρώνε τις θηλυκές σάρκες.
Το πάτωμα σπάει.
Μια μεγάλη τρύπα τους καταπίνει
Επιστροφή στο σημείο εκκίνησης.