Η Βίβιαν Αβραμίδου Πλούμπη γράφει για το βιβλίο του Γερμανάκου:
Πόσο μπορεί να σιωπά ένας άνθρωπος που έζησε μια ζωή μέσα στην τέχνη και την ιστορία; Πόσο μπορεί να σιωπά εκείνος που μέτρησε μια-μια τις λέξεις των μεγάλων τεράτων της λογοτεχνίας για χρόνια πολλά· που είχε πάντα και δικαιωματικά τη δική του θέση στο τραπέζι τους;
Σαράντα χρόνια πέρασαν μέχρι ο Νίκος Γερμανάκος, ο μεταφραστής, ο Δάσκαλος κάθε τι ελληνικού – της λογοτεχνίας, της ιστορίας, της τέχνης και της μουσικής- να επιτρέψει στο εαυτό του να υπογράψει την έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής και να μας δώσει με τους δικούς του στίχους, τη βαθιά του σκέψη.
«Όταν πάψεις να φοβάσαι, προχωράς» μάς ψιθύρισε μετά από μια βασανιστική περιπέτεια υγείας, και τότε μόνον, επιτέλους, γεννήθηκε ο Νίκος Γερμανάκος- ο ποιητής.
Με την πρώτη, αυτή ποιητική συλλογή του που κυκλοφόρησε σε αγγλικό πρωτότυπο, μάς συστήθηκε και στις ελληνικές εκδόσεις, διατηρώντας τον ίδιο τίτλο «ORA ET LABORA», ο οποίος αποτελεί τον κανόνα του τάγματος των Βενεδίκτων και που μπορεί να μεταφραστεί ως «Να προσεύχεσαι και να εργάζεσαι». Η εξαιρετική μετάφραση ανήκει στην Ελένη Καρρά και η καλαίσθητη έκδοση στις εκδόσεις Μελάνι.
Κι έτσι, αργά όπως μας ήρθε η πρώτη του προσωπική ποιητική κατάθεση, όπως είναι φυσικό, καταφέρνει να κλείσει μέσα της μια δυνατή μεστωμένη γεύση από την μακριά και πλούσια πορεία του ποιητή στον κόσμο.
Έλληνας της Διασποράς αυτοσυστήνεται ο ποιητής, και δεν θα υπήρχε άλλος τρόπος να περιγράψει κανείς την πορεία του στη ζωή. Γεννήθηκε στην Κύπρο από Κύπρια μάνα και Μανιάτη πατέρα, μεγάλωσε και έλαβε την πρώτη του εκπαίδευση στην Ουαλία, γενέτειρα του πατέρα του, βρέθηκε στη συνέχεια στην Ελλάδα στα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του 60, στην Αθήνα αρχικά, αργότερα στην Κάλυμνο και τελικά στην Κρήτη, πριν μεταναστεύσει στο Σαν Φρανσίσκο με την Αμερικανοεβραία συγγραφέα και ζωγράφο γυναίκα του, την Ανν. Σπούδασε λογοτεχνία και ελληνική φιλολογία στην Ουαλλία και την Αγγλία και παρέμεινε πάντα λάτρης κάθε τι ελληνικού.
Στην ποιητική αυτή συλλογή ο ποιητής θα συνομιλήσει με την ιστορία:
Πέρασαν τα σύνορα.
Οι γέροντες μάς τρέπουν σε φυγή.
Είπαμε: «Δεν θα φτάσουν μέχρι εδώ,
οι ακρίτες μας θα τους τσακίσουν —
άσε που τρέμουνε τη φήμη μας».
…
Τα παιδιά μας τρώνε, μεγαλώνουν.
Τους μαθαίνουμε όλα όσα ξέρουμε.
Οι Βάρβαροι ποτέ δεν κοιμούνται. Εμείς ναι.
Ακόμα.
[Από το ποίημα «Οι Βάρβαροι Ι»]
Θα πει για τη σοφία του ταπεινού ανθρώπου:
Με το πρόσωπο σκαμμένο απ’ τον μόχθο — τον ήλιο, τ’ αλάτι, τον άνεμο —
μια ανάσα απ’ τον θάνατο — έλεγε:
«Να μετράς τις λέξεις σαν τις χάντρες,
μια μια, για να μετράνε».
Με πρίμα τον καιρό
κι ελαφρύ χέρι στο τιμόνι,
το καΐκι τον υπάκουε σε μια θάλασσα που σφάδαζε και τιναζόταν σαν φοράδα, τη δάμαζε το τρυφερό του χάδι.
Έχει πεθάνει πια — πέθανε, λένε, με το κασκέτο στο κεφάλι.
Δεν το ’βγαζε παρά μονάχα
όταν βουτούσε —
έβγαζε σφουγγάρια, αχινούς,
χταπόδια, φούσκες —
κι ένα που το λέγαμε «θαλασσομούνι» — το άνοιγε, και ρουφούσαμε της θάλασσας τη γλύκα, και την ωμή, ρόδινη σάρκα. Ένα χαμόγελο τού ξέφευγε
σαν τρώγαμε την πονηρή ψαριά του.
«Να μετράς τις λέξεις σου,
τα πολλά τα γράμματα λωλαίνουσι τον άνθρωπο».
[Από το ποίημα «Το κομπολόι»]
Θα συνομιλήσει με την πατρίδα και τις παραδόσεις της. Με τον έρωτα. Με την ζωή.
Και το θάνατο:
Το ένα μετά το άλλο, χαρίζεις —
ρούχα, βιβλία, μαχαίρια,
κι έπειτα πέτρες, βέρες και κορνίζες.
Βάζεις το παρελθόν στα χέρια των παιδιών. Mέρα τη μέρα, ξαλαφρώνεις.
Τώρα, απαλλαγμένος απ’ τη σαβούρα, είσαι έτοιμος για το τελευταίο άδειασμα, το αληθινό, ας πούμε,
εκεί όπου παραδίδεις
όνομα, σάρκα και οστά
στη λαίμαργη την πυρά, την καθαρτήρια.
Θα ζυγίσει τις λέξεις μια-μια, όπως άλλωστε έκανε πάντα· από νέος· τότε που έκρυβε τα ποιήματά του στα συρτάρια, τότε που η κάθε λέξη έβγαινε με αίμα, γιατί απλά, το κριτήριο του -έχοντας μεταφράσει τη Ρωμιοσύνη του Ρίτσου, Βαλτινό, Ταχτσή και Τσίρκα- ήταν ιδιαίτερα ψηλό και ο φόβος πως δεν θα σταθεί αντάξιος, μεγάλος.
Μα τώρα ξέρει πως η ποίηση όσο λίγο κι αν εξαργυρώνεται στον ταπεινό μας κόσμο, οφείλει να έχει γινάτι:
Αυγή — πέτρες — Χάρος — Καπετάνιος — σπίτι — Σκιές, όλα, βεβαίως, σκηνικά.
Τα ξεσκαρτάρω, τ’ ανακατεύω, τα πετάω στο χαρτί, παρατηρώ πώς πέφτουν,
σαν κότσια ή σαν τραπουλόχαρτα.
Απ’ την πτώση τους παίζει να σκάσει ποίημα
σαν το τυχαίο μωσαϊκό από βότσαλα στη Λάμπη.
Μετά όμως, ρωτάς:
σε τι χρησιμεύει η ποίηση;
Δεν εξαργυρώνεται,
δεν ταΐζει τα παιδιά σου,
δεν στεγάζει τον φτωχό
ούτε τον άρρωστο γιατρεύει —
δεν οπλίζεσαι με ποίηση
για ν’ ανατρέψεις τους τυράννους,
ούτε μπορείς να την προτάξεις
σαν σταυρό, για ν’ αγιοποιήσεις
τους Ενάρετους και να ξορκίσεις τους Κακούς.
Γιατί λοιπόν κάθε εμπόδιο αψηφά;
Πώς και δεν πέφτει κάτω και ψοφά;
(Ποίημα «Σκηνικά»)
Στο βωμό του Άγνωστου Θεού της Ακρόπολης προσφέρει αυτό του το βιβλίο ο Γερμανάκος· Στην τέχνη, τη μουσική, την ποίηση, τη ζωγραφική. Μα αυτή η προσφορά του, ευφραίνει και κυρίως προβληματίζει και ταξιδεύει πρώτα και κύρια εμάς.