Διαλέγω για τη στήλη μου σήμερα ως θέμα το ποιητικό όραμα του Γ. Σεφέρη για τον Ελληνισμό γιατί πιστεύω ότι η ελληνική κοινωνία, εδώ και πολλές δεκαετίες, δεν έχει κάποιο όραμα για το μέλλον της. Απλά προσπαθεί να επιβιώσει και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις ενδίδοντας τήδε κακείσε. Ανήκομεν εις την Δύσιν, λένε οι πολιτικοί μας ταγοί προσπαθώντας να μας καθησυχάσουν και να καλύψουν το κενό ενός ελληνικού κοινωνικού-εθνικού οράματος. Εντωμεταξύ, τα τελευταία χρόνια οι Έλληνες ξεπουλούν την ίδια την πατρίδα τους: λιμάνια, αεροδρόμια, μαρίνες, παραλίες, νησιά κ.ά.
Χρωστάμε πολλά πράγματα στον μεγάλο μας ποιητή Γιώργο Σεφέρη, αλλά οπωσδήποτε η οφειλή μας εστιάζεται και στο πνευματικό όραμα που είχε για τον ελληνισμό και που πολύ προσπάθησε με το έργο του να μας το αφήσει ως πνευματική παρακαταθήκη. Γι’ αυτό το όραμά του θα κάνω λόγο στα παρακάτω, όσο πιο σύντομα μπορώ. Θα αναφερθώ πρώτα σε κάποιους λόγους που τον οδήγησαν στη διαμόρφωσή του.
Α. Η Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή αντιμετώπιζε, όπως ξέρουμε, μεγάλα προβλήματα: Μικρασιάτες πρόσφυγες, οικονομικά προβλήματα, δικτατορία, ψυχολογικά αδιέξοδα κ.ά. Βλέποντας, λοιπόν, ο ποιητής την Ελλάδα του καιρού του να έχει τόσα προβλήματα, και να είναι στενεμένη, όχι μόνο γεωγραφικά, αλλά κυρίως πνευματικά, καθώς μάλιστα συγκρίνει το πενιχρό παρόν της με το ένδοξο αρχαιοελληνικό παρελθόν, πληγώνεται συναισθηματικά. Σ’ ένα στίχο του (1936), που μάλλον τον έχουμε ακούσει όλοι μας, συμπυκνώνει την αγωνία του για την Ελλάδα: Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει.
Πράγματι, η πολιτική και πνευματική κατάσταση της προπολεμικής Ελλάδας δεν ήταν καθόλου καλή. Το διαπιστώνει καθώς τη συγκρίνει μάλλον με την πνευματική κατάσταση άλλων χωρών, αλλά και τη βιώνει κι ο ίδιος, κυρίως απ’ όταν επέστρεψε από τη Γαλλία όπου σπούδαζε. Το χαμηλό επίπεδο της ελληνικής κοινωνίας είναι παντού εμφανές.
Τον πληγώνει, καταρχάς, όπως γράφει, η «επιπολαιότητα και η έλλειψη συνείδησης του Ρωμιού» (Αλληλογραφία ΓΘ-ΓΣ, σ.94), η απουσία σοβαρότητας που καλύπτεται κάτω από τη σοβαροφάνεια, την οποία θεωρεί ως «το συνηθισμένο έκζεμα του ¨Ελληνα» (Μέρες Γ΄, σ. 100). Τον ενοχλεί δηλαδή η νεοελληνική ρητορεία που κρύβει με ωραία λόγια τη δυσάρεστη αλήθεια και προσπαθεί να σκεπάσει τις ευθύνες του καθενός μας.
Η ίδια επιπολαιότητα και ανευθυνότητα βλέπει ο ποιητής να χαρακτηρίζει και την πολιτική ηγεσία του καιρού του, που οδήγησε στη Μικρασιατική Καταστροφή. Γράφει στην αδελφή του, την Ιωάννα Τσάτσου, ότι ξεκληρίστηκε ο Ελληνισμός «από βλακείες ηλίθιων εγωϊστών» (Τσάτσου, σ.172). Εδώ πρέπει να πούμε ότι ο Σεφέρης, αν και από πολύ νωρίς υπηρετεί στο Διπλωματικό Σώμα, δεν προσπαθεί να ερμηνεύσει την κακή πολιτική κατάσταση με κριτήρια στενά πολιτικά κι ούτε προτείνει λύσεις. Υπογραμμίζει όμως την ευθύνη των ανθρώπων που κυβερνούν ή φιλοδοξούν να κυβερνήσουν τον τόπο. Επομένως, τα κριτήριά του είναι καθαρά ηθικά που τον προστατεύουν από κάθε κομματικό – παραταξιακό φανατισμό, όπως τον έζησε από έφηβος στα χρόνια του Εθνικού Διχασμού.
Ύστερα, και κυρίως, τον πληγώνει η έλλειψη στην Ελλάδα ουσιαστικής παιδείας και καθοδήγησης για σωστή και πλούσια γλωσσική έκφραση. Στο ημερολόγιό του σημειώνει: «Άθλια η κατάσταση των νέων στην Ελλάδα που θέλουν να γράψουν. Κανείς (δεν υπάρχει) να τους καθοδηγήσει. Ούτε καν ένα βιβλίο στοιχειώδες, να μάθουν κάπως τη γλώσσα» (Μέρες Α, σ.17). «Είμαστε τόσο πικρά αυτοδίδακτοι» (Δ1, σ. 225, Κ. Παλαμάς), «τόσο σκληρά κάποτε αυτοδίδακτοι» (Δ1, σ. 229-230), λέει ο ποιητής στην ομιλία του για τον Μακρυγιάννη που έκανε στην Αίγυπτο στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Λυπάται ακόμη πολύ για την ανυπαρξία ουσιαστικής επίδρασης της λογοτεχνίας πάνω στη γενικότερη κοινωνική ζωή του τόπου με αποτέλεσμα και οι λογοτέχνες να απομονώνονται και η γλωσσική ένδεια να μεγαλώνει. Όταν όμως ένας λαός δεν μιλά σωστά τη γλώσσα του, όλοι το ξέρουμε, υποβαθμίζεται πνευματικά.
Ζώντας λοιπόν μέσα σ’ αυτή τη γλωσσική – πνευματική ένδεια της ελλαδικής πραγματικότητας, η οποία βρίσκεται στον αντίποδα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, όπου αναπτύχθηκαν τόσο πολύ τα γράμματα κι οι τέχνες, θλίβεται. Θεωρεί ότι για την κακή γλωσσική και πνευματική κατάσταση μεγάλη ευθύνη έχουν οι λόγιοι και γενικότερα η λόγια παράδοση του ελληνισμού, η οποία άρχισε στα πρώτα μ.Χ. χρόνια σαν συνέχεια της αρχαίας ελληνικής και ακριβέστερα σαν άκαρπη μίμησή της. Την εκπροσωπούν διαχρονικά διάφοροι συγγραφείς και φιλόσοφοι από τον δάσκαλο ρητορικής Διονύσιο Αλικαρνασσέα (60 π.Χ.-7 π.Χ.—μέχρι τον Μιστριώτη. Όλοι αυτοί αττικίζουν καθώς χρησιμοποιούν αρχαιοπρεπή γλώσσα, ακατανόητη σε γενικές γραμμές από τον λαό, ψυχρή και ανίκανη να του μεταδώσει αισθήματα, να τον μορφώσει. Ο Σεφέρης δεν την συμπαθεί αυτή την παράδοση αλλά και δεν την παραβλέπει, όπως θα δούμε παρακάτω.
Ο ίδιος αγαπάει τη λαϊκή κυρίως παράδοση του ελληνισμού, που κι αυτή ξεκινάει από τα ίδια περίπου χρόνια, από τα χρόνια των Ευαγγελίων, τον 1ο αι. μ.Χ., και την εκπροσωπούν όσοι γράφουν στην κοινή αλεξανδρινή κι όπως αυτή εξελίχτηκε μέσα στο χρόνο στο στόμα του λαού. Περνάει στα τραγούδια του ακριτικού κύκλου, σε λίγους λαϊκούς στίχους της Κωνσταντινούπολης, στο κρητικό θέατρο, στον Ερωτόκριτο, στα δημοτικά τραγούδια στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. και καταλήγει στον Διονύσιο Σολωμό, ο οποίος δημιουργεί το έργο του βασισμένος στον Ερωτόκριτο και το δημοτικό μας τραγούδι. Είναι κυρίως μια προφορική παράδοση, ζωντανή, που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά και ο Σεφέρης την αξιολογεί πολύ θετικά και διότι ως περιεχόμενό της έχει την ανθρωπιά των απλών ανθρώπων «του αμπελιού και της θάλασσας» (αγρότες και ψαράδες) που γνώρισε και αγάπησε ο ποιητής στη Σκάλα του Βουρλά, όταν ήταν παιδί. Στην παράδοση αυτή πιστεύει ότι ανήκει ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος κι ασφαλώς ο Μακρυγιάννης κι ο Θεόφιλος.
*
Β Πληγωμένος λοιπόν από την Ελλάδα του καιρού του διαμορφώνει το ποιητικό του όραμα για την πνευματική αναβάθμιση του Ελληνισμού. Αυτή η αναβάθμιση πιστεύει ότι μπορεί να γίνει με τον εμπλουτισμό της πολιτισμικής παράδοσης του ελλαδικού χώρου με όλα τα αυθεντικά παραδοσιακά ελληνικά στοιχεία, όπου κι αν αυτά δημιουργήθηκαν (στη Σμύρνη, στην Καππαδοκία, Πόντο, Κύπρο, Αλεξάνδρεια κ.ά.). Και τέτοια στοιχεία είναι , κατά τη γνώμη του, όσα ανήκουν κυρίως στη λαϊκή παράδοση της Ανατολής, της Ανατολής του Μεγαλέξανδρου. Προτείνει μ’ άλλα λόγια μια σύμπραξη, μια σύζευξη, μια συγχώνεψη των στοιχείων των δύο παραδόσεων του ελληνισμού, που πάντα ήταν αντίθετες και αντίμαχες. Κι όσο κι αν από τη μια μεριά δεν συμπαθεί τη λόγια παράδοση, από την άλλη όμως δεν την παραβλέπει. Μπορεί η λόγια παράδοση να είναι αφηρημένη και συμβολική και τα κείμενα που γράφουν οι εκπρόσωποί της να αδυνατούν να εκφράσουν τη ζωή και να μεταδώσουν αισθήματα, ωστόσο τα χαρακτηρίζει η ευγένεια και το μέτρο. Αν αυτά τα στοιχεία έλθουν να δέσουν με την τάση της λαϊκής παράδοσης προς το συγκεκριμένο, το χειροπιαστό και τη ζωντανή λεπτομέρεια, το αποτέλεσμα θα ήταν πολύ αξιόλογο.
Η δημιουργική συγχώνευση λοιπόν, η σύζευξη των δύο αντίθετων παραδόσεων του Ελληνισμού, των δύο αντίθετων νοοτροπιών θα οδηγήσει στη ζητούμενη αναβάθμιση και επιθυμητή αναγέννηση του Ελληνισμού. Και δίνει και παραδείγματα επιτυχημένης συγχώνευσης της λαϊκής και της λόγιας παράδοσης, μιλώντας γενικότερα για την τέχνη, τα όμορφα ψηφιδωτά της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη στην εποχή της βραχύχρονης Παλαιολόγειας αναγέννησης. Τα ψηφιδωτά αυτά δείχνουν, γράφει ο Σεφέρης , τι μπορεί να γίνει, όταν οι δύο παραδόσεις μας, που δεν έπαψαν να παλεύουν δυο χιλιάδες χρόνια, έρθουν κάποτε σε μια τέλεια ισορροπία. Αυτό θα αποτελέσει «μια λύση της αιώνιας ελληνικής διαμάχης ανάμεσα στη σχολαστική και επιφανειακά ιδεαλιστική μας παράδοσης και την παράδοση του δημοτικισμού» (Δ2, σ. 90).
Αυτός ήταν άλλωστε ο βασικός σκοπός του έργου του: η δημιουργική σύζευξη των παραδόσεων που θα δημιουργήσει «μια άλλη Ελλάδα», πλατύτερη και αναβαθμισμένη πνευματικά.. Γράφει στο ημερολόγιό του ότι ζει «Με το όραμα μιας Ελλάδας που κανείς δεν καταλαβαίνει∙ κι όμως είναι εκεί, καθώς η ελιά, καθώς ο βράχος, καθώς ο νόστος—αχειροποίητο, ανέκφραστο∙ μια πετροκαλαμήθρα» (Μ5,147)
Στην ουσία το όραμα του Σεφέρη είναι μια πρόταση διαλόγου όλων των τάσεων και παρατάξεων του ελληνισμού για συνεργασία, για συμπόρευση, για σύζευξη των αντιθέτων. Μια συνεργασία χωρίς φανατισμούς , προκαταλήψεις και στενά παραταξιακά πλαίσια. Αυτή είναι για μας η πνευματική παρακαταθήκη του ποιητή. Τη χρειαζόμαστε επειγόντως σ’ αυτή την περίοδο των μονολόγων.