Η επανέκδοση της ποιητικής συλλογής του Χρήστου Τουμανίδη, Οι ελεγείες της Ανατολής, φέρνει τον αναγνώστη εκ νέου σε επαφή με ένα σύνολο ποιημάτων που επιχειρούν να στοχαστούν βαθιά πάνω στην έννοια και την πράξη του πολέμου. Ήδη από τον τίτλο μπορεί να αντιληφθεί κανείς τη διάθεση, την ατμόσφαιρα και το κλίμα αφού η λέξη ελεγεία, προερχόμενη από το ουσιαστικό «έλεγος», τοποθετεί τα ποιήματα στην περιοχή της λύπης και του πένθους, σε ένα πεδίο όπου κυριαρχεί η απόγνωση για το άδικο των επιθέσεων και των σφαγών. Με ανάλογο τρόπο η γενική «της Ανατολής» προσανατολίζει την περιοχή εκείνη στην οποία ο ποιητής εστιάζει και επικεντρώνει το ενδιαφέρον του προκειμένου να διερωτηθεί για τη σφραγίδα των πολεμικών συρράξεων που αυτή φέρει στο έδαφος και στους ανθρώπους της. Πρόκειται λοιπόν για μια συλλογή επικεντρωμένη στον πόλεμο και στα όσα δεινά αυτός επιφέρει με κυριότερο αυτό της προσφυγιάς που καταπώς φαίνεται διεγείρει το θυμικό του ποιητή κατά τρόπο ώστε να κεντρίζει το δημιουργικό του ένστικτο, την επιθυμία και τη βούλησή του να τεχνουργήσει με τις λέξεις του μια ποιητική διερώτηση, την έκφραση μιας γνήσιας, ειλικρινούς απορίας για τον λόγο που ο πόλεμος φαίνεται να αποτελεί μια αναπόδραστη για τον άνθρωπο συνθήκη. Ταυτόχρονα όμως διατυπώνεται και ένα είδος ποιητικής διαμαρτυρίας, μια εξέγερση του ποιητή απέναντι σε ό,τι αντιλαμβάνεται ως παράλογο και παραλογισμό του.
Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές του συγκεκριμένου βιβλίου είναι η ισορροπία που επιτυγχάνει ο ποιητής ανάμεσα στην πικρή συνειδητοποίηση της ανθρώπινης ιστορίας που διαχρονικά επιβεβαιώνει την επικράτηση των βίαιων ενστίκτων, του μίσους και της τάσης για (αυτο)καταστροφή και από την άλλη στην ελπίδα που εναποθέτει ο δημιουργός και πάλι στον άνθρωπο ότι θα συστρατευτεί με τις δυνάμεις του καλού και του δίκαιου, κυρίως όμως με τις δυνάμεις της τέχνης, για την επικράτηση της ειρήνης, για την αποφυγή φαινομένων που υποβαθμίζουν την ανθρώπινη ποιότητα, την τοποθετούν σε ένα κατώτερο επίπεδο. Γι’ αυτό και τα ποιήματα του Τουμανίδη προβάλλουν τόσο μαχητικά, επιθετικά θα έλεγε κάποιος, με μια επιθετικότητα όμως που μετασχηματίζεται σε ειρηνευτική δύναμη, σε μια κραυγή αληθινής απαίτησης για όσα αυτονόητα πρέπει να τηρούνται, να επικρατούν, να παγιώνονται. Σε απόλυτη συνάφεια με την επιθετικότητα βρίσκεται η πικρία που νιώθει ο ποιητής όταν αναλογίζεται τη μοίρα του ανθρώπου, νοούμενη όχι ως πεπρωμένο αλλά ως μια αναπόφευκτη εξέλιξη στη ζωή του όταν αυτή ελέγχεται από δυνάμεις που τον ξεπερνούν και τον υπερβαίνουν. Έτσι, λοιπόν, ολοκληρώνοντας κάποιος την ανάγνωση του βιβλίου πέρα από την περιήγηση σε ποιήματα που τροφοδοτούν τη συγκίνηση και τον στοχασμό για όσα η εκδήλωση της έχθρας σημαίνει και σηματοδοτεί για τον άνθρωπο, έρχεται ένα βήμα πιο κοντά στην κατανόηση της ελεγείας ως ποιητικού είδους που συνυφαίνει στους κόλπους της τον θρήνο, την οδύνη για την απώλεια και τη φιλοσοφική-θυμοσοφική ενατένιση της ζωής και των φαινομένων που τη σημαδεύουν ανεξίτηλα και καταλυτικά: Και τι παραμύθια να πω στα παιδιά;/ Στα παιδιά, που απ’ τα σπάργανα κιόλας,/ αγγίζουν σκανδάλες./ Κι απ’ το βυζί της μάνας τους ρουφούνε μαύρο γάλα./ Και γίνονται άνδρες ξαφνικά./ Μάρτυρες. Μνήμη γίνονται.