Δεκαπενταύγουστος…
Ώρα, φίλοι, να στήσουμε αυτί στον ύμνο που ξεστόμισε μια χωριάτισσα, εργάτρια (μπορεί και καθαρίστρια). Μια δοξολογία των οραμάτων απελευθέρωσης από κάθε σκλαβιά, παιάνας για έναν ελευθερωτή Θεό που δεν είναι ουδέτερος, αλλά παλεύει με το μέρος των κατατρεγμένων.
Από το ευαγγέλιο του Λουκά το απόσπασμα που ακολουθεί, από τον ύμνο που ανέπεμψε η Παναγία ανταποκρινόμενη στο μαντάτο ότι θα γεννήσει τον Χριστό:
«Η ψυχή μου δοξάζει τον Κύριο, και το πνεύμα μου νιώθει αγαλλίαση για το Θεό, το σωτήρα μου, γιατί έδειξε την ευμένειά του στην ταπεινή του δούλη. Από τώρα θα με καλοτυχίζουν όλες οι γενιές, γιατί ο δυνατός Θεός έκανε σ’ εμένα έργα θαυμαστά. Άγιο είναι τ’ όνομά του, και το έλεός του υπάρχει από γενιά σε γενιά, σ’ όσους με δέος τον υπακούνε. Έδειξε έμπρακτα τη δύναμή του: διασκόρπισε τους περήφανους και χάλασε τα σχέδια που είχανε στο νου τους. Καθαίρεσε άρχοντες από τους θρόνους τους και ταπεινούς ανύψωσε. Ανθρώπους που πεινούσαν τους γέμισε με αγαθά και πλούσιους τους έδιωξε με χέρια αδειανά…» (1: 53).
Δύσκολη ίσως γλώσσα για τον σημερινό άνθρωπο. Και κυρίως για όσους δεν διακρίνουν ότι η φράση «δούλη Θεού» σημαίνει «κανενός ανθρώπου και καμιάς εξουσίας δούλη», ολόκαρδη και ηθελημένη αφοσίωση σε έναν Θεό ερωτευμένο με τον άνθρωπο. Όσοι αγαπούν θα το νιώσουν…
Ο ύμνος δονείται από την έννοια της υπόσχεσης, της προσδοκίας και της εμπιστοσύνης ότι η υποταγή της ζωής σε κάθε λογής θανατίλα (πνευματική και κοινωνική, αδιάκριτα) δεν είναι παντοτινή. Οι Χριστιανοί το λέμε πίστη.
Το 2ον αιώνα μ.Χ. ο αντιχριστιανός φιλόσοφος Κέλσος διατύπωσε μιαν ένσταση, η οποία σήμερα αποτελεί πολύτιμη πληροφορία για το τι σήμανε η εμφάνιση του Χριστιανισμού. Δείγμα παραλογισμού των Χριστιανών – λέει περιφρονητικά ο Κέλσος– είναι η διδασκαλία τους ότι ο Χριστός «γεννήθηκε σ’ ένα χωριό της Ιουδαίας από μια ντόπια, άπορη χειρώνακτα […]. Θα ταίριαζε μήπως να ερωτευτεί ο θεός μια κακόμοιρη που τίποτε το αρχοντικό δεν είχε πάνω της; Κι ο ίδιος ο Χριστός, άλλωστε, ακριβώς επειδή ήταν φτωχός, πήγε να δουλέψει εργάτης στην Αίγυπτο». Βρωμομετανάστες, θα έλεγαν πολλοί σήμερα, μάνα και γιο. Και αποτυχημένους, στη νεοφιλελεύθερη αξιολόγηση…
Η λαϊκή ευσέβεια κουβαλά πολλά – και διαυγή και θολά. Αλλά το σημαντικό εδώ είναι ότι η λαϊκή αγάπη για την Παναγία διασώζει το συμ-πονετικό (σκεφτείτε το συγκλονιστικό νόημα της λέξης: την πιο βαθιά, ειλικρινή και βιωμένη αλληλεγγύη) και απελευθερωτικό μεδούλι της. Κι όταν την αποκαλεί Ελευθερώτρια, την αποκαλεί κυριολεκτικά, από κάθε σκλαβιά (πνευματική και κοινωνική, αδιάκριτα), και σε πείσμα κάθε λογιοτατισμού που μεταλλάσσει την Παναγία σε άνευρο, ανάλατο διάκοσμο του όποιου κατεστημένου.
Ανταπόκριση ελεύθερη και έμπρακτη, σε ένα κάλεσμα απελευθερωτικό, ενός Θεού που αδιάκοπα δρα στην ιστορία. Αυτή η ανταπόκριση είναι το μυστήριο της Παναγίας, μακριά από μοιρολατρίες και απάθειες. Αχ, και να το αντέξουμε…
Από το βιβλίο του Η ρήξη με το μηδέν. Σφηνάκια πολιτικής θεολογίας, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2017.
Η Πλατυτέρα των Ουρανών, Γιώργος Κόρδης