Το φαινόμενο τού ιατροφιλόσοφου ΆΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ που μετά από πολυάριθμα διηγήματα-επιφυλλίδες έγινε παγκοσμίως διάσημος (χάρη στον ΚΟΝΣΤΑΝΤΙΝ ΣΤΑΝΙΣΛΑΒΣΚΙ και στο «ΘέατροΤέχνης» της Μόσχας) που ανέβασαν τα τέσσερα μεγαλειώδη-εμβληματικά-σημαδιακά έργα του («Γλάρος», «Θείος Βάνιας», αμφότερα φιλοτεχνημένα το 1896, «Τρεις Αδελφές» γραμμένο το 1901 και «Ο Βυσσινόκηπος» τής χρονιάς τού θανάτου του, το 1904)… αυτό το φαινόμενο παραμένει μετέωρο στο στερέωμα μέχρι σήμερα, γιατί αποτύπωσε με φωτογραφική ακρίβεια ρεαλιστική ποιητή την προεπαναστατική Ρωσία των ξεπεσμένων αριστοκρατών, των ανερχομένων αστών, των νεόπλουτων πρώην σκλάβων και των φεουδαρχών που μεταλλάσσονται σε εξουσιαστές ως πρωτεϊκοί χαμαιολέοντες).
Θέματα οικολογικά (η καταστροφή των δασών από ανεξέλεγκτες πυρκαγιές, εμπρησμούς και από την άλογη υλοτομία), το διαζύγιο τού Ανθρώπου από τη Φύση, ο μαρασμός τού Δυτικού Πολιτισμού ήδη από την Πρώτη Βιομηχανική Επανάσταση με τα γραφικά ατμοκίνητα σιδηροδρομικά τραίνα…
Θέματα ψυχολογικά, ψυχαναλυτικά, εθνολογικά, λαογραφικά… όμως πουθενά η μεταφυσική (εκτός ίσως από εκείνη την παράξενη χορδή που σπάει κάπου εκεί ψηλά στον ουρανό την ώρα που πεθαίνει ο τελευταίος απελεύθερος δούλος Φιρς μαζί με τον συμβολικό Βυσσινόκηπο).
Η θρησκεία και η μετά θάνατον ζωή δεν φαίνεται να παίζει κανένα ρόλο στην θεατρική κι αφηγηματική μυθολογία τού Τσέχωφ. Μοιάζει, σαν γνήσιος επιστήμων, τέκνο τού Διαφωτισμού, να μην πιστεύει τίποτα πέρα από την Ορατή, επιστητή, μετρήσιμη, ελέγξιμη, επαληθεύσιμη ύλη.
Τα πρόσωπά του είναι μοιραία αλλά και τραγελαφικά. Αγγίζουν το μελοδραματικώς γελοίο. Μοιάζει σαν να τα σαρκάζει, τα ειρωνεύεται, δεν τα συμπαθεί καθόλου. Τα βλέπει απέξω. Με έναν δαιμόνιο τρόπο βάζει όμως τον θεατή/αναγνώστη μέσα στον ψυχισμό τους και τον συγκινεί μέχρι κραδασμού δακρύων.
Αυτή η περίεργη «αποστασιοποίηση» συνάδει με το περίφημο «Παράδοξο τού Diderot», όπου ο ερμηνευτής δεν πρέπει να παρασύρεται από τον ανεμοστρόβιλο των παθών των δραματικών προσώπων που καλείται να ενσαρκώσει.
Εδώ ο ίδιος ο θεατρικός συγγραφέας μπαίνει σε θέση ηθοποιού γράφοντας αυτές τις σκηνές από τη ζωή στη ρωσική επαρχία, που βουλιάζει μέσα στη λάσπη, στην πλήξη, στην ανία, στο κρύο, στη φτώχεια, στη μιζέρια, στην ανέχεια… κρατάει όμως μια παλιομοδίτικη αρχοντιά. Σαν την «Κοντέσα Βαλέραινα» τού Γρηγορίου Ξενόπουλου μοιάζει η Κυρία τού Βυσσινόκηπου, η σπάταλη, φιλάνθρωπη, ερωτιάρα απόγονος των φεουδαρχών τού Μεσαίωνα.
Το μυθικό Παρίσι και η εξιδανικευμένη Μόσχα είναι το σημείο φυγής όλων των ευαίσθητων ψυχών που δεν μπορούν να ανεχτούν να πιάνονται στην παγίδα τής βιοποριστικής Αδράστειας.
Η Ανάγκη παλεύει με την Τύχη και μαντέψτε ποια νικάει στο τέλος.
Αριστουργηματική παράσταση, με εξαιρετικές ερμηνείες χάρη στη σοφή διδασκαλία τού παλαίμαχου ΓΙΑΝΝΗ ΜΟΡΤΖΟΥ.
Κορυφαία η Μαίρη Βιδάλη, σε ρεσιτάλ υποκριτικής.
Δίπλα της μια πλειάδα σαφών στις προθέσεις και στις επιδόσεις τους ηθοποιών: «ΛΙΟΥΜΠΑ η Μαίρη Βιδάλη, ΓΚΑΓΕΦ ο Οδυσσέας Σταμούλης, ΛΟΠΑΧΙΝ ο Μπάμπης Χατζηδάκης. Μαζί τους οι Σωτήρης Αντωνίου, Μαρλέν Κάραλη, Χρήστος Μαραθιάς, Ρόουζ Μουτζούρη, Κατερίνα Σωτηρίου, Βασίλης Τραϊφόρος, Περικλής Τσαμαντάνης, Κωνσταντίνος Τσιομίδης, Ροδούλα Χαμηλοθώρη».
Αξιέπαινοι απαξάπαντες οι συντελεστές: «Το έργο ανεβαίνει σε μετάφραση και φωτισμούς Γιώργου Δανεσή, σκηνοθεσία Γιάννη Μόρτζου, σκηνικά Ιωάννας Κατσιαβού, κοστούμια Γκαλίνας Σουλτανόβιτσι και μουσική σύνθεση ειδικά για την παράσταση από τον Θάνο Γεωργουλά. Βοηθός σκηνοθέτη ο Χρήστος Μαραθιάς».
Ναι, ο Τσέχωφ είναι και μελοδραματικός, όπως εξάλλου ήταν και η λογοτεχνία τής εποχής του, την οποία σατιρίζει στον «Γλάρο» αλλά δεν επιθυμεί ή δεν επιτυγχάνει να την αποφύγει.
Μην χάσετε αυτή την παράσταση, που ανανεώνει τον Τσέχωφ επαναφέροντάς τον στην αφηγηματική γραμμικότητα τού πρωτοτύπου, χωρίς καμιά γραφικότητα τύπου couleur locale.
Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας
info: