«Ο μπαμπὰς θέλει πάντα τὸ καλὸ σου»
Αγόρι, κορίτσι, γιαγιά, ο πατέρας στην κεφαλή και η μητέρα που σερβίρει. Δείχνουν περιχαρείς κι ευτυχισμένοι. Το σκίτσο επανέρχεται συχνά στις σελίδες δικτύωσης. Με το ίδιο πάντα σχόλιο για τη γραβάτα του πατέρα. Πόσο σεβασμό δείχνει η αμφίεσή του απέναντι στο τυπικό του μεσημεριανού τραπεζιού, άρα και στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Το αν το βράδυ θα επέστρεφε με βρομισμένα χνώτα από το καφενείο, το αν τα πιτσιρίκια θα έτρεχαν να κρυφτούν φοβισμένα στο δωμάτιό τους και το αν θα ξεσπούσε στη κρεβατοκάμαρα όλους τους θυμούς της μέρας δεν μπαίνει ούτε καν σαν υποψία στο κάδρο. Η νοσταλγία του παρελθόντος ξέρει καλά από την αριθμητική πράξη της αφαίρεσης και από τη μνημοτεχνική λειτουργία της αποσιώπησης, ώσπου να φτάσει στην αναφώνηση «αχ τι ωραία ήταν τότε που…»
Ένας βαθύς συντηρητισμός λανθάνει σε όλα αυτά – γλυκερός και ύπουλος. Που δικαιώνοντας το παρελθόν και απαξιώνοντας το παρόν προτείνει μια προς τα πίσω πορεία στο μέλλον. Το έχουμε εν πολλοίς δει και στη σύγχρονη επανάκαμψη της ηθογραφίας, που γυρνώντας την πλάτη στη σύγχρονη εποχή αναζητά στο κοινοτικό πνεύμα, στην επαρχιακή ατμόσφαιρα, στον αγροτοποιμενικό βίο μια νέα μυθολογία, μια νέα μάγευση, μια νέα ελπίδα. Ποιος είπε ότι η λογοτεχνία είναι άμοιρη ιδεολογικού στίγματος ή λειτουργίας, ότι δε μετέχει κομίζοντας το δικό της στίγμα και ασκώντας τη δική της λειτουργία στο πνευματικό, και γιατί όχι στο ευρύτερο πολιτικό, κλίμα της εποχής;
Διαβάζω το πρόσφατο μυθιστόρημα του Χριστόπουλου (Έλα να παίξουμε!, εκδ. Ροδακιό, Νοέμβρης 2023): η Σίφνος του ’90 και πιο πίσω του ’60 και του ’40, με τη μνήμη του παρελθόντος, τον οικογενειακό βίο, τα αδιέξοδα του παρόντος. Το παρελθόν υπάρχει σαν ζώσα πραγματικότητα, σαν ιστός, σαν βαρίδι, σαν προσδιοριστικός παράγοντας, σαν προσπάθεια λήθης και πρωτίστως σαν διαρκής μνήμη πίσω από τα πάντα.
«Ἡ μνήμη, λένε, ξεθωριάζει μὲ τὸν καιρό» συνομιλεί η γριά Μαργαρώ με το εξαφανισμένο από δεκαετίες παιδί της, το Σπυριδωνάκι της «Λόγια τοῦ ἀέρα, γιόκα μου» συνεχίζει. «Ὅταν τὸ σπίτι σκοτεινιάζει, ντύνεται ἡ ἀπουσία τὰ ρουχαλάκια σου καὶ παίζουμε κρυφτό. Τὸ πρωὶ πίνει μονορούφι τὸ κατσικίσιο γάλα της καὶ φεύγει γιὰ τὸ σχολειό. Τὸ μεσημέρι ὅλο γέλια καὶ φωνὲς μὲ τοὺς φίλους ἐπιστρέφει. Καθόμαστε τότε οἱ δυό μας στὸ τραπέζι, τὴ μαλώνω ποὺ τρώει βιαστικὰ —σὰν τὸν πατέρα της— μὲ τὸ ζερϐὸ τὸ χέρι, κι ἐκείνη κάμει πὼς δὲν ἀκούει. Τῆς ἀρέσει νὰ βουτᾶ τὸ ψωμὶ στὸ λάδι, καὶ τὶς γιορτὲς ξεκοκαλίζει τὸ μαστέλο. Κι ἔτσι ρίχνει μπόι ἡ ἀπουσία, χνούδωσε τὸ προσωπάκι της καὶ σὲ λίγο θὰ γεμίσει ὁλόκληρο τὸ σπίτι. Αὐτὴ εἶν’ ἡ παρηγοριά μου».
Μια ακόμη λοιπόν αφηγηματική κολυμβήθρα, ένα ξόρκι στο σήμερα μέσα από τη φυγή στο χτες, το παυσίλυπο της μνήμης μπρος στις ανοιχτές πληγές; Αλλά ο Χριστόπουλος δεν εξωραΐζει και δε γλυκαίνει το παρελθόν. Δεν είναι από άχνη ο κόσμος που εξιστορεί ούτε από μαλλί γριάς ούτε από ζαχαρωμένο ψωμί. Έχει στερήσεις, έχει οδύνες, έχει σφαίρες, έχει άταφους νεκρούς, έχει μαυραγορίτες, έχει μια ατέλειωτη γραμμή αίματος. Αλλά κάνει κάτι ακόμη παραπάνω ο Χριστόπουλος. Πιάνει τον βαρβάτο ταύρο απ’ τα κέρατα, θίγοντας ό,τι πιο ένοχο και ό,τι πιο βρόμικο έχει μάθει η ελληνική κοινωνία να κρύβει με παιχνίδια σιωπής, όμοια με αυτά στα οποία εξασκείται ο ήρωας από τη μητέρα του.
Φαντάζομαι τον Αριστομένη, τον πατέρα του ήρωα, πρώην ειρηνοδίκη Τριπόλεως και νυν παράγοντα ποδοσφαίρου και ιδιοκτήτη καταστήματος ηλεκτρικών ειδών, αξιοπρεπές και ευυπόληπτο μέλος της κοινωνίας, σαν την φιγούρα του σκίτσου με τη γραβάτα στην κεφαλή του τραπεζιού. Υποθέτω ότι πολλές φορές θα φορούσε κι ο ίδιος γραβάτα, όσο η γυναίκα του, ράφτρα, που με τον καιρό εξελίχτηκε σε μοδίστρα με εκλεκτή πελατεία θα έστρωνε το μεσημεριανό τραπέζι – με τη διαφορά ότι ο μοναχογιός του ο Στέργιος έχει σκυμμένο το κεφάλι, ποτέ δεν χαμογελά και πιάνει πάντα την πιο μακρινή καρέκλα.
Ας μην το έχουν ποτέ συζητήσει μέσα σε αυτό το σπίτι, ούτε καν όταν ξέσπασε το σκάνδαλο και παραπέμφθηκε ο πατέρας του σε δίκη. Το καταλάβαινε ο Στέργιος στα βλέμματα των φίλων του που ασχολούνταν με το ποδόσφαιρο, άλλωστε κι ο ίδιος είχε ιδία πείρα, που ποτέ δε δηλώνεται ευκρινώς στην αφήγηση, αλλά διαρκώς πλανάται σαν στοιχειωμένο μυστικό, πράγμα που με έντεχνο τρόπο παραπέμπει στον ψυχολογικό μηχανισμό της απώθησης. Ο πατέρας του, ο Μένιος, έχει μια ιδιαίτερη, μια αρρωστημένη κλίση στα αγόρια.
Ο εν λόγω εκπροσωπεί το βουλιμικό αρπαχτικό, τον καταναλωτή πραγμάτων, αισθημάτων και ανθρώπων, τον καθωσπρέπει μεσοαστό της δεκαετίας του ’60 και του ’70, με τα υψηλά εθνικά ιδεώδη, την οικογενειακή βιτρίνα, τα σκοτεινά πάθη και την κρυφή ζωή. Υπάρχει και μια ακόμη κυριαρχική μορφή άντρα, ο Πατριαρχέας ή άλλως ο Κανάγιας, υπερήλικας, γόνος της τοπικής αριστοκρατίας, έχει το παλιό ήθος και την αγωγή της τάξης του αλλά είναι εξίσου αρπακτικός, με πολύ ένοχο παρελθόν στα χρόνια της Κατοχής και με μια έντονη ανάγκη να συμφιλιωθεί τώρα με τα φαντάσματα που τον στοιχειώνουν.
Η Μαργαρώ, η Στεριανή, το Σπυριδωνάκι, η Άννα και κυρίως ο Στέργιος είναι τα κύρια πρόσωπα της δράσης. Αλλά η δράση τους είναι στην πραγματικότητα αντί-δραση, μια προσπάθεια να ορίσουν τον εαυτό, να εξασφαλίσουν την αυτονομία και να χαράξουν την πορεία τους έξω από το πλαίσιο που έχουν επιβάλει ο Πατριαρχέας και ο Αριστομένης, που σαν ιστός αράχνης πλέξαν το υφάδι τους γύρω από τις ζωές των άλλων. Εδώ λοιπόν το κυρίαρχο αρσενικό εις διπλούν, σε μια διπλή πλοκή, στη διαδοχή των δεκαετιών, άπληστο και ανικανοποίητο, επιθετικό και εξουσιαστικό, επιβάλλεται, ευνουχίζει, καταστρέφει, λεηλατεί τις ζωές των άλλων μόνο και μόνο για την ικανοποίηση των δικών του αναγκών.
Η αφήγηση παρακολουθεί τη βασανιστική προσπάθεια του κεντρικού πρωταγωνιστή, του Στέργιου, να συμφιλιωθεί με τις πληγές ενός κακοποιητή πατέρα. Πώς κλείνει ο έσω γκρεμός όταν για δεκαετίες μισείς αυτόν που αγαπάς; Κοντά στη δική του μάχη θα δούμε επίσης τη μάχη της μισοσαλεμένης γιαγιάς του της Μαργαρώς, να διατηρήσει ζωντανή την παρουσία του παιδιού της που ’χασε από τον Πατριαρχέα, και της μητέρας του, της Άννας, που κατεβάζοντας χούφτες τα χάπια προσπαθεί να κρατήσει την οικογένειά της μπροστά στον ασκούμενο κοινωνικό έλεγχο.
Η λεπτότητα, η διακριτικότητα, ο βαθύς ανθρωπισμός που είδαμε στα προηγούμενα έργα του Χριστόπουλου δίνουν κι εγώ τον τόνο στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων. Ακόμη και οι πλέον αντιπαθείς έχουν τις θετικές πινελιές τους, παρουσιάζονται και αυτοί τρόπον τινά εγκλωβισμένοι στην εξουσία που ασκούν σε βάρος των άλλων. Η βασικότερη όμως αρετή, πέραν της στρωτής αφήγησης, της αναγκαίας δοσολογίας μυστηρίου, είναι η ποιητικότητα της γραφής: οι κατακτήσεις του προηγούμενου βιβλίου, του «Τζίντιλι» αξιοποιούνται στο έπακρο και βαθαίνουν, γίνονται ακόμη πιο φυσικές, σαν να ενυπάρχουν φυσικώ τω τρόπω στις δομές της γλώσσας: «τι χρώμα να ’χει η θάλασσα χωρίς εσένα, Άγγελέ μου;» θρηνολογεί η Μαργαρώ τον σκοτωμένο από δεκαετίες σύζυγό της. Τούτη η μετρημένη ποιητικότητα της γλώσσας, φρονώ, προσφέρει πεδία δόξης λαμπρά στον πεζογραφικό λόγο.
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, πεζογράφος