Η Ιζαμπέλ Αλιέντε έχει πει «Σιωπή πριν να γεννηθούμε, σιωπή μετά θάνατον. Η ζωή δεν είναι τίποτα άλλο παρά θόρυβος ανάμεσα σε δύο αβυσσαλέες σιωπές». Στην ποιητική συλλογή της Αθηνάς Αραμπατζή βλέπουμε να συμβαίνει κάτι διαφορετικό: δεν υπάρχει σιωπή πριν τη γέννηση, δεν υπάρχει ούτε μετά τον θάνατο. «Το ταξίδι μας ανάμεσα στη μέρα και τη νύχτα» ο τίτλος, όπου εύκολα μπορούμε να ερμηνεύσουμε τον συμβολισμό, ότι η μέρα είναι η ζωή, η οποία μοιραία φτάνει στη νύχτα-θάνατο, όμως διαβάζοντας τη συλλογή θα δούμε ότι η ζωή ξεκινά πολύ πριν τη γέννηση και συνεχίζεται και μετά τον θάνατο.
«Το ταξίδι μας ανάμεσα στη μέρα και τη νύχτα» θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι αυτό ακριβώς που λέει ο τίτλος, μια περιγραφή της ζωής, με τις αγωνίες, τους φόβους, το ένστικτο για επιβίωση, το μαζί και το χώρια, την ανάγκη για αγάπη και συντροφικότητα, τους αποχωρισμούς. Ένα πολύ χαρακτηριστικό ποίημα που περιγράφει αυτό το ταξίδι είναι «Η διαδρομή».
Η διαδρομή
Στο ίδιο μονοπάτι να βαδίζουμε πλάι πλάι
κρατώντας μου το χέρι.
Οι άλλοι λένε πως το μονοπάτι αυτό δεν είναι εύκολο.
Άραγε τι να ξέρουν που εμείς αγνοούμε;
Σκέφτομαι πως ίσως το λένε για να μας αποθαρρύνουν από το να προχωρήσουμε.
Αναρωτιέμαι αν υπάρχει ένας μόνο τρόπος για να διανύσουμε αυτό το μονοπάτι.
Πάντως λένε πως στη διαδρομή θα συναντήσουμε στροφές ανοιχτές και απότομα κλειστές,
λεωφόρους μεγάλους, καλντερίμια μικρά, μα και αδιέξοδα.
Στις ανηφοριές λένε πως θέλει αντοχή και επιμονή
και στις κατηφοριές πρέπει να πατάς φρένο για να φτάσεις.
Να αφήνεσαι στα λιβάδια,
να φυλάγεσαι στα πυκνά σκοτεινά δάση.
Όμως όλο αυτό φαντάζει λιγότερο τρομακτικό με εσένα μαζί.
Γιατί πάντα είμαστε μαζί, να μοιραζόμαστε
στα διαλείμματα τα δροσερά κόκκινα κεράσια
μέσα από το ίδιο πλαστικό τάπερ
πριν συνεχίσουμε να βαδίζουμε μαζί στο μονοπάτι.
Η Αθηνά Αραμπατζή έχει χωρίσει τη συλλογή σε 3 πράξεις, «πριν τη γέννηση/ζωή/μετά τον θάνατο». Αυτό θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι περίπου το περιεχόμενο των ενοτήτων: οι τρεις πράξεις της ύπαρξης, τα τρία στάδια. Παρ’ όλα αυτά, ολόκληρο το βιβλίο θα μπορούσε να είναι ένα ενιαίο μεγάλο κείμενο. Από το πρώτο μέχρι το τελευταίο ποίημα υπάρχει μια φυσική συνέχεια, μια ομαλή μετάβαση, μια αλληλουχία νοημάτων, με τις ίδιες ιδέες να εμφανίζονται ξανά και ξανά και με τις ίδιες εικόνες να επανέρχονται. Το ίδιο το βιβλίο λοιπόν είναι κι αυτό ένα ταξίδι, μια συνεχής διαδρομή, ο ίδιος ο χρόνος που κυλά από τη μια στιγμή στην άλλη, από τη μια ηλικία στην άλλη, από το ένα στάδιο στο άλλο χωρίς σταματημό. Ένα βιβλίο που διαβάζεται μονορούφι και που αφήνει στο τέλος την αίσθηση του ολοκληρωμένου, πράγμα κάπως παράδοξο για ποιητική συλλογή, όπου έχουμε συνήθως διαφορετικά ποιήματα που πραγματεύονται διαφορετικά ζητήματα. Εδώ έχουμε ένα ζήτημα, μια κεντρική ιδέα και έναν πολύ ξεκάθαρο συγγραφικό στόχο.
«Να πλέουμε μέσα στο ζεστό άπειρο». Έτσι ξεκινά η συλλογή, αυτός είναι ο πρώτος στίχος. Αυτή είναι και η προέλευση της ζωής, ερχόμαστε από το άπειρο, από κάτι μεγαλύτερο από εμάς. Υπάρχει διάχυτη στο βιβλίο μια φιλοσοφική χροιά, μια τάση να δει η ποιήτρια τη μεγαλύτερη εικόνα, κάτι που υπάρχει έξω από τα στενά όρια της ζωής. Σε πολλούς στίχους συνδέει την ανθρώπινη ύπαρξη με κάτι ευρύτερο και είναι χαρακτηριστικό ότι η έννοια του σύμπαντος επανέρχεται μέσα στο βιβλίο. «Να συναντιούνται οι υπάρξεις μας σε ένα υπεργαλαξιακό ταξίδι στον χρόνο και στο άπειρο» γράφει στο ποίημα «Συνύπαρξη ΙΙ».
Η απαρχή της ζωής, σύμφωνα με την Αθηνά Αραμπατζή, είναι συνυφασμένη με τη χαρά, με την ελπίδα και με το μαζί. Δεν είμαστε μόνοι μας, υπάρχει ένας άλλος, ένας «οικείος», όπως τον περιγράφει στο τρίτο ποίημα, υπάρχει κάποιος που είναι το σπίτι μας και εμείς είμαστε το σπίτι του. Ολόκληρη η συλλογή είναι γραμμένη πάνω στην έννοια του μαζί, πάνω στην ανάγκη τού να υπάρχει ένας άνθρωπος κοντά μας, χωρίς τον οποίο δεν μπορούμε να υπάρξουμε, η ζωή θα ήταν αβάσταχτη. Και έχει επιλέξει μια ωραία λέξη για να το εκφράσει αυτό, εμπεριέχειν, όπως είναι και τίτλος ενός ποιήματος.
Εμπεριέχειν
Σε ενέχω, σε περιλαμβάνω, σε περιέχω, σε έχω μέσα μου
σε εμπεριέχω
με εμπεριέχεις
με ενέχεις, με περιλαμβάνεις, με έχεις μέσα σου.
Ήρθε η στιγμή όμως που η δική μου γλάστρα
με το κόκκινο κυκλάμινο βρίσκεται
κάτω από τη δροσιά της τέντας του μπαλκονιού
ενώ η δική σου γλάστρα με το άσπρο κυκλάμινο βρίσκεται κάτω από
τον ήλιο και τον αγέρα, δίπλα στο παγωμένο λευκό μάρμαρο.
Και εδώ υπεισέρχεται μια άλλη έννοια που είναι επίσης θεμελιώδης στο βιβλίο, η έννοια του φόβου. Φόβος που προκύπτει από τον αποχωρισμό με τον «οικείο» μας. Ο φόβος της απώλειας και ο φόβος να βιώσεις τη ζωή στη μοναξιά. Έχει μάλιστα ενδιαφέρον ότι ενώ η συλλογή ξεκινά, όπως είπα ήδη, με τη χαρά της ύπαρξης, ο φόβος είναι παρών από την αρχή. Η χαρά στο βιβλίο της Αθηνάς Αραμπατζή δεν είναι ποτέ ασυγκράτητη, δεν είναι ποτέ ολοκληρωτική, έχει πάντα μια σκιά. Από τη μια ζούμε και αγαπάμε, από την άλλη φοβόμαστε μήπως χάσουμε τα αγαπημένα αυτά πρόσωπα. Ή, μας φοβίζει η ζωή με όλες της τις δυσκολίες και ο μόνος τρόπος για να νικηθεί αυτός ο φόβος είναι το μαζί. Αυτά είναι τα δίπολα, πάνω στα οποία χτίζεται όλη η συλλογή.
Οι έννοιες αυτές εμφανίζονται πολύ χαρακτηριστικά στο ποίημα «Εγκατάλειψη».
Εγκατάλειψη
Ο υποσυνείδητος φόβος της εγκατάλειψης έχει ρίξει τους σπόρους του
τη στιγμή της γέννησης της ύπαρξης.
Θαρρώ πως ίσως ενώθηκαν τόσο που γίναν ένα.
Ο φόβος θα συνεχίσει να ανθίζει ταυτόχρονα μαζί με τη ζωή.
Ώσπου το συνειδητό να τον κάνει ορατό
και να χάσει τα σκήπτρα των νημάτων που υποκινεί υπόγεια.
Ή ώσπου η ίδια η ζωή, της οποίας η φαντασία είναι πολύ πιο μεγάλη
από αυτήν των ανθρώπων,
Να τον ξορκίσει κάνοντας την εγκατάλειψη πραγματικότητα μέσα από τον
αποχωρισμό.
Και τότε ο άνθρωπος θα αναμετρηθεί αναγκαστικά μαζί του.
Έχει ενδιαφέρον ο τρόπος που η Αραμπατζή προσεγγίζει και παρουσιάζει το θέμα του φόβου. Στο παραπάνω ποίημα κάνει λόγο για τον κρυμμένο φόβο, για αυτόν που είναι συνυφασμένος ασυνείδητα με την ίδια την ύπαρξη, ώσπου η ίδια η ζωή μάς προσπερνά και πρέπει να αναμετρηθούμε μαζί του. Ή σε ένα άλλο σημείο γράφει «Ο κρυμμένος φόβος γίνεται ο εν δυνάμει πιο επικίνδυνος εχθρός της ύπαρξης». Εδώ μάλλον μιλάει η ψυχαναλύτρια Αραμπατζή. Δεν είναι πολλά τα σημεία όπου διαφαίνεται η επαγγελματική ιδιότητα της ποιήτριας, αλλά όταν γίνεται αυτό έχουμε ωραίους στίχους που δίνουν μια άλλη νότα στη συλλογή και χρήζουν μεγάλης ανάλυσης.
«Φτάνει η στιγμή που νιώθω, που νιώθεις, που νιώθουμε πως τα πράγματα αλλάζουν. / Δεν πρόκειται να είναι όπως τώρα. / Φτάνει η στιγμή. / Φοβάμαι σου λέω. / Τι θα υπάρχει εκεί έξω; / Θα είμαστε μαζί;» Οι αλλαγές και τα μεταβατικά στάδια είναι ένα μοτίβο που επανέρχεται συχνά. Οι μεταβάσεις αυτές είναι ολοζώντανες, συντελούνται μπροστά στα μάτια μας καθώς προχωρούμε από ποίημα σε ποίημα, όλη η συλλογή ουσιαστικά υπογραμμίζει αυτήν την πορεία των αλλαγών. Δεν είναι πολύ ευπρόσδεκτες αυτές οι αλλαγές, είναι συνεχείς και έρχονται απροειδοποίητα, και προκαλούν πάντα τον φόβο μπροστά στο άγνωστο. Να τος πάλι ο φόβος, ο οποίος, όπως πάντα, νικιέται μόνο με το μαζί.
Ένα από τα ποιήματα που ξεχωρίζουν στη συλλογή είναι ο «Αποχωρισμός Ι».
Αποχωρισμός Ι
Ο χρόνος δείκτης βαρύς του βιώματος της ύπαρξης.
Διαρκεί δευτερόλεπτα ή αιώνες;
Η απουσία τον μεγαλώνει πολλαπλασιαστικά.
Η μοναξιά τού προσθέτει μεγάλο βάρος.
Ο πανικός τον κάνει ασήκωτο στους μικρούς μου ώμους
και το κλάμα μοιάζει αδύνατο να τον ανακουφίσει.
Μοιάζει να αφαιρείται η πιθανότητα εύρεσης οικείας παρουσίας.
Διαιρείται η ύπαρξή μου.
Και επιπλέον προστίθενται το κρύο και η απελπισία.
Η μάχη μοιάζει χαμένη, μα το στόμα θα αρπάξει πάλι την πρώτη
διαθέσιμη ζωοδόχο μα και ζωογόνο θηλή, που θα βρει μπροστά του,
για να συνεχίσει να υπάρχει.
Σε αυτό το ποίημα, που το θεωρώ το πιο χαρακτηριστικό του βιβλίου, συμπυκνώνονται όλες οι ιδέες της ποίησης της Αθηνάς Αραμπατζή. Ο «Αποχωρισμός» πραγματεύεται την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης, μιλά για τον χρόνο, για τη μοναξιά, για την απουσία, για την ανάγκη για συντροφικότητα και μιλά και για το πιο δυνατό ένστικτο που υπάρχει μέσα μας: την ανάγκη για επιβίωση. Όποιες κι αν είναι οι συνθήκες, ο άνθρωπος αρπάζεται πάντα από τη ζωή και συνεχίζει.
«Ένα ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων το ταξίδι της μέρας μας μέσα / στη νύχτα. / Ένα βλεφάρισμα και πρέπει στο άτι να ανέβεις πριν ο καιρός / σε προφτάσει. / Και να καλπάζεις όσο πιο μακριά γίνεται / γιατί ένας είναι ο δρόμος και επιστροφή δεν υπάρχει. / Ένας είναι ο δρόμος και οφείλεις να τον περάσεις». Αυτοί είναι οι πρώτοι στίχοι από το ποίημα «Το ταξίδι μας ανάμεσα στη μέρα και τη νύχτα», το οποίο δίνει και τον τίτλο στη συλλογή και κατέχει την κεντρική θέση στο βιβλίο. Είναι το μοναδικό τρισέλιδο ποίημα κι είναι κι αυτό ένα από τα χαρακτηριστικά της Αθηνάς Αραμπατζή, γιατί ουσιαστικά περιγράφει ολόκληρη την πορεία της ζωής μας, με τις αλλαγές, τις μεταβάσεις, τον χρόνο που τρέχει, τις στιγμές που διαδέχονται η μία την άλλη, και τα περιγράφει όλα αυτά με έναν ιδιαίτερα τρυφερό και ψιθυριστό τόνο, σε αντίθεση με την υπόλοιπη συλλογή που η φωνή της είναι πιο έντονη.
Όπως είναι αναμενόμενο σε μια συλλογή που μιλάει για την πορεία της ζωής, αναπόφευκτα κάποια στιγμή φτάνουμε στην τρίτη πράξη, δηλαδή στον θάνατο. Ο θάνατος, γι’ αυτόν που τον βιώνει, παρουσιάζεται σαν απελευθέρωση, σαν συνέχεια, σαν ένα απλώς επόμενο στάδιο. Μοιάζει να υπάρχει μια θετική, μια φωτεινή αύρα στην περιγραφή της μεταθανάτιας ζωής, σε αντίθεση βέβαια με το πένθος αυτού που μένει πίσω.
Αυτό που στην αρχή της συλλογής ξεκίνησε ως φόβος αποχωρισμού, τώρα έχει κορυφωθεί σε πόνο της απώλειας και σε πένθος. Η ζωή είναι δύσκολο να βιωθεί χωρίς το αγαπημένο πρόσωπο. Στο μόνο που ελπίζει η ποιήτρια είναι ότι η μεταθανάτια ζωή είναι λυτρωτική για αυτόν που πεθαίνει, ενώ προσβλέπει πάντα στο ενδεχόμενο μιας μελλοντικής συνάντησης.
Αυτός ο τρόπος σκέψης έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Στο ποίημα «Ο Τάφος» του Κωστή Παλαμά ο ποιητής ελπίζει ότι ο νεκρός γιος του θα γυρίσει πίσω σαν «αεροφύσημα» για να τους δώσει ένα φιλί. Στην ποίηση της Αραμπατζή η πορεία της ζωής και ο θάνατος είναι πράγματα αμετάκλητα: δεν περιμένουμε τους νεκρούς να γυρίσουν πίσω σε εμάς, αλλά περιμένουμε να έρθει η ώρα για να τους συναντήσουμε εμείς.
Μέχρι τότε; Μέχρι τότε είμαστε εμείς και το πένθος μας.
Λίγο προτού τελειώσει όμως η συλλογή συμβαίνει κάτι παράξενο: υπάρχει μια αχτίδα φωτός, κάτι σαν ελπίδα. Οι λέξεις αλλάζουν, η Αραμπατζή μιλά για πασχαλιές και γιασεμιά και αυγουστιάτικες νύχτες, για να φτάσει σε αυτό που οι ψυχολόγοι λένε αποδοχή, όπως ονομάζεται και το τελευταίο ποίημα: «Να αφεθώ στο άγνωστο και να βουτήξω στο ποτάμι της ζωής / που έχει τη δική του ορμή και δυναμική και εγώ το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να αφεθώ όσο πιο ελεύθερη γίνεται εντός του. / Είθε να τολμηθεί το άλμα».
Με αυτά τα λόγια κλείνει η συλλογή. Το άλμα. Όπου άλμα είναι οι αποφάσεις που μας πάνε μπροστά, που μας βγάζουν από την αδράνεια, οι ενέργειες που μας κινητοποιούν, όλα αυτά χάρη στα οποία πάμε μπροστά. Το οπισθόφυλλο του βιβλίου κάνει λόγο για απώλεια και αποχωρισμό, αλλά πρόκειται τελικά για κάτι ευρύτερο. Το βιβλίο μιλά για την ίδια τη ζωή, μέρος της οποίας είναι μοιραία και οι απώλειες.