Η καπνιά είναι ο κισσός του Λονδίνου.
Κάρολος Ντίκενς Ο ΖΟΦΕΡΟΣ ΟΙΚΟΣ
Θυμήθηκα αυτό το σπίτι του μεγάλου Βρετανού συγγραφέα, όταν βγήκε στο φως της δημοσιότητας η είδηση ότι το σπίτι όπου πέθανε ο Κωστής Παλαμάς ανακαινιζόταν για να λειτουργήσει ως μουσείο, αν θυμάμαι καλά. Το θυμήθηκα όμως και για έναν άλλο λόγο: Εμείς, τα σχολιαρούδια της δεκαετίας του ’40 και των αρχών του ’50, δεν διαβάζαμε τότε ελληνική πεζογραφία, αλλά ευρωπαϊκή. Με άλλα λόγια, μεγαλώσαμε, «στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα», όπως λέει ο ποιητής, με τα βιβλία του Ντίκενς, του Ουγκώ, του Δουμά, του Μαρκ Τουέιν , του Στίβενσον, του Φένιμον Κούπερ και μερικών άλλων ακόμα. Αν ξεφυλλίσει κανείς σήμερα το παιδικό περιοδικό Ο θησαυρός των παιδιών, που κυκλοφορούσε κάθε Σάββατο στα τέλη της δεκαετίας του ’40, δεν θα βρει να δημοσιεύονται παρά μυθιστορήματα συγγραφέων που ανέφερα πιο πάνω. Οι σωματοφύλακες και ο Κόμης Μοντεχρίστος του Δουμά, ο Γιάννης Αγιάννης του Ουγκώ, οι Μοϊκανοί του Κούπερ και οι πειρατές του Στίβενσον είχαν στοιχειώσει την παιδική μας φαντασία. Κάτι ανάλογο θα συμβεί λίγο αργότερα και με τα Κλασσικά Εικονογραφημένα, που ήταν μια μεγάλη εκδοτική επιτυχία.
Ο Κάρολος Ντίκενς πέθανε στο Γκαντ’ς Χιλ Πλέις του Κεντ στις 9 Ιουνίου 1870, σε ηλικία 58 ετών. Ήταν το μοναδικό σπίτι που ήταν ιδιοκτησία του. Εκεί έζησε τα τελευταία 15 χρόνια της ζωής του. Ο θάνατος τον βρήκε, όταν ακόμα έγραφε το τελευταίο μυθιστόρημά του Το Μυστήριο του Έντουιν Ντρουντ. Και είναι αλήθεια ότι πολλοί μελετητές αυτό το ημιτελές μυθιστόρημα δεν θέλησαν να το δουν ως βιβλίο ενός συγγραφέα που πέθανε και δεν πρόλαβε να το τελειώσει, αλλά σαν μια αξιοπρόσεχτη μαρτυρία μιας σπάνιας συγγραφικής αντοχής και ζωτικότητας.
Και πράγματι, όλες οι μεγάλες αρετές του Ντίκενς – καλλιτεχνικές και κοινωνικές – υπάρχουν και σ’ αυτό το ημιτελές βιβλίο. Το μυθιστόρημα αυτό υπολογιζόταν να συμπληρωθεί σε δώδεκα μέρη. Θα λέγαμε τότε ότι πρόκειται για ένα μικρό μυθιστόρημα, συγκρινόμενο με τα βικτωριανά πρότυπα. Μάλιστα πρέπει να παραδεχτούμε ότι το βιβλίο, όπως το έχουμε τώρα, είναι οργανωμένο γύρω από τη μυστηριώδη εξαφάνιση του Έντουιν Ντρουντ και ότι υπολογιζόταν, όπως είπαμε, να είναι ένα μικρό μυθιστόρημα και ίσως – αν το είχε ολοκληρώσει ο Ντίκενς- να ήταν το ίδιο καλά οργανωμένη η πλοκή του, όπως εκείνη στις αριστουργηματικές Μεγάλες Προσδοκίες. Για δεκαετίες από την αρχή του περασμένου αιώνα μέχρι το ξέσπασμα του δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, το ενδιαφέρον των θαυμαστών του Ντίκενς για το ημιτελές αυτό μυθιστόρημα περιστρεφόταν γύρω από το μυστηριακό μέρος της ιστορίας, ποιος δηλαδή σκότωσε τον Έντουιν Ντρουν× ή πήγαινε το μυαλό τους και λίγο πιο πέρα: μήπως δεν είχε τελικά πεθάνει.
Επίσης ο τίτλος του βιβλίου φαίνεται να δίνει έμφαση στην άποψη της αναζήτησης του ενόχου. Φυσικά τέτοιες ερωτήσεις έρχονται και στον κάθε αναγνώστη του βιβλίου, και καθώς δεν υπάρχουν απαντήσεις, οι προσπάθειές του για μια λύση στο μυστήριο του βιβλίου θα είναι μάταιες. Πάντως, υπάρχουν μ υ σ τ ή ρ ι α σε όλα τα βιβλία του Ντίκενς από τον Όλιβερ Τουίστ (1837-8) και μετά. Και κάτι ακόμα: Δεν υπάρχει απόδειξη ότι ο Ντίκενς στο τελευταίο του ημιτελές μυθιστόρημα ξέφυγε τελείως από το είδος των μυθιστορημάτων που έγραψε πιο πριν, και ακόμα ότι δεν υπάρχει τίποτα που να μας βεβαιώνει ότι είχε σκοπό να δημιουργήσει ένα μυθιστόρημα του οποίου το κύριο ενδιαφέρον θα βρισκόταν μόνο στην πλοκή. Επίσης τα στοιχεία που έχουμε από συγγενείς και φίλους για τους σκοπούς του Ντίκενς σε αυτό το μυθιστόρημα συμφωνούν όλα στην απλή λύση του μυστηρίου: ότι ο Τζων Τζάσπερ σκότωσε τον ανιψιό του ΄Εντουιν Ντρουντ. Το ότι ο Τζάσπερ θα έπρεπε να έχει δολοφονήσει τον Έντουιν υποστηρίζεται και από τον Κάρολο Ντίκενς τον νεότερο, τον μεγαλύτερο, δηλαδή, γιο του Ντίκενς, στη διήγηση μιας συνομιλίας που είχε με τον πατέρα του κατά τη διάρκεια ενός περίπατου. Φυσικά μια τέτοια λύση δεν ικανοποιεί εκείνους που ψάχνουν στο βιβλίο για το είδος των έξυπνα σκηνοθετημένων ψεύτικων αποδείξεων και κινήτρων, που χαρακτηρίζουν την αστυνομική μυθιστοριογραφία του 20ου αιώνα.
Η πιο σημαντική πληροφορία σχετικά με τη μυστηριώδη εξαφάνιση του Έντουιν Ντρουντ θα μπορούσε να είναι η περίπτωση με τη Βασίλισσα Βικτωρία. Και λέω «θα μπορούσε» γιατί ήταν η μόνη περίπτωση που θα είχαμε κάτι σίγουρο για την εξέλιξη της πλοκής στο βιβλίου . Τον Μάρτιο του 1870, δυόμισι περίπου μήνες πριν από τον θάνατο του Ντίκενς, είχε δεχτεί η Βασίλισσα τον συγγραφέα του Όλιβερ Τουίστ σε ιδιωτική ακρόαση μιας και μισής ώρας. Όταν ο Ντίκενς γύρισε από τα ανάκτορα, έγραψε στον φίλο του Σερ Άρθουρ Χελπς, τον γραμματέα του Ιδιαίτερου Συμβουλίου της Βασίλισσας: «Αν η Αυτής Μεγαλειότης θα ενδιαφερόταν επαρκώς για την ιστορία μου, ώστε να θέλει να ξέρει λίγα περισσότερα γι’ αυτήν πριν από τους υπηκόους της, γνωρίζεις πόσο υπερήφανος θα ήμουν να προτρέξω της εκδόσεως».
Δυστυχώς η Βασίλισσα Βικτωρία δεν ενδιαφερόταν και, προς μεγάλη λύπη του Ντίκενς, δεν ζήτησε να μάθει περισσότερα για την εξέλιξη της πλοκής στο νέο βιβλίο του αγαπημένου της συγγραφέα. Η Βασίλισσα Βικτωρία, μένοντας αδιάφορη για το νέο βιβλίο του Ντίκενς, έχασε την ευκαιρία να προσθέσει μια ακόμη σημαντική στιγμή στη ζωή της, μια στιγμή που θα έλυνε τον μυθιστορηματικό αυτό κόμπο, που μένει ακόμα άλυτος.
Σε πείσμα, θα ‘λεγε κανείς, του θανάτου το ημιτελές μυθιστόρημα του Ντίκενς δεν παρέμεινε μόνο στις τυπωμένες σελίδες του βιβλίου. Ήδη από τις αρχές του περασμένου αιώνα ( το 1909 και το 1914 ) γνώρισε την κινηματογραφική μεταφορά, όταν ακόμη η έβδομη τέχνη διάνυε τη βωβή περίοδο. Το μυστήριο του Έντουιν Ντρουντ έγινε ταινία και στον ομιλούντα κινηματογράφο το 1935, σε σκηνοθεσία Στιούαρτ Γουόκερ, με τον Κλοντ Ρέινς στον ρόλο του Τζων Τζάσπερ.
Την τελευταία δεκαετία του αιώνα (1993) την κινηματογραφική εκδοχή του έργου υπέγραψε ο Σκηνοθέτης Τίμοθι Φόρντερ. Έγινε όμως και μιούζικαλ από τον Ρούπερτ Χολμς με τίτλο Drood. Ανέβηκε αρχικά το 1985 στο New York Shakespeare Festival, αλλά γνώρισε μεγάλη επιτυχία στο Μπρόντγουεϊ, κερδίζοντας και τρία τόνι. Και όλα αυτά για ένα ημιτελές έργο του μεγάλου συγγραφέα Ντίκενς.
Όπως είπα και πιο πάνω, ο Κάρολος Ντίκενς έζησε στο σπίτι του Κεντ, που ήταν το μόνο που είχε δικό του, τα τελευταία 15 χρόνια της ζωής του. Δεν υπήρχε όμως τίποτε που να το δηλώνει. Δοκάρια συγκρατούν τις οροφές του. Στον διάδρομο μια χειρόγραφη επιγραφή προειδοποιεί: «Σκουπίσατε τα παπούτσια σας;». Μια ντουζίνα παλιές εγκυκλοπαίδειες με ξεφτισμένη ράχη στοιβάζεται στα ράφια. Το κουδούνι χτυπά και ο διάδρομος πλημμυρίζει από κορίτσια με καφέ σχολικές ποδιές. Ναι, το σπίτι ενός από τους μεγαλύτερους Βρετανούς συγγραφείς λειτουργεί ως Σχολείο Θηλέων, ενώ τα έξοδα συντήρησης ανέβαιναν σε πολλές χιλιάδες λίρες και κανείς δεν έπαιρνε την πρωτοβουλία να αναλάβει υπεύθυνα αυτό το οίκημα.
Η εξέλιξη, όμως, των πραγμάτων μετά τον θάνατο του συγγραφέα, στάθηκε θετική και το σπίτι σώθηκε από την κατάρρευση που το απειλούσε. Οι πόρτες του άνοιξαν στο κοινό και η εκπαιδευτική του λειτουργία προστατεύτηκε. Πώς έγινε αυτός; Από τη δυναμική τοποθέτηση των γονέων των μαθητριών. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Το 1924 το σπίτι του Ντίκενς ήταν άδειο και έρημο. Ένας αρχιτέκτονας, ονόματι Τζων Μπερτ , το αγόρασε για τις τρεις ανύπαντρες κόρες του. Επειδή τα χρήματα δεν τους περίσσευαν, οι τρεις αδελφές αποφάσισαν να ιδρύσουν ένα σχολείο για κορίτσια. Η πιο μεγάλη από τις αδελφές, η Βιλελμίνα , ήταν η διευθύντρια (η επιχείρηση ήταν δική της). Οι άλλες δυο αδελφές νοίκιαζαν το σπίτι στη Σχολή. Αυτή ήταν η συμφωνία μεταξύ τους και όλα πήγαιναν καλά.
Όταν πέθανε η Βιλελμίνα το 1967, στο σχολείο φοιτούσαν 170 κορίτσια. Το σπίτι παρέμενε βέβαια ακόμα στην οικογένεια Μπερτ, αλλά η κατάρρευση του σπιτιού είχε ήδη αρχίσει. Επόμενο λοιπόν ήταν το σπίτι να είναι σε κακά χάλια, όταν πέθανε και η τελευταία αδελφή το 1987. Από τότε ξεκινά μια ατέλειωτη ιστορία κληρονομικών διαδικασιών. Ενώ το σπίτι πέρναγε από ανίψια σε παιδιά, η οροφή είχε αρχίσει να καταρρέει. Κάτι έπρεπε να γίνει. Και μάλιστα γρήγορα. Θορυβημένοι οι λάτρεις της παράδοσης, με πρώτη την Εταιρεία Ντίκενς, στρατεύθηκαν για τη διάσωση του κτιρίου. Στο μεταξύ οι γονείς των 189 κοριτσιών, που φοιτούσαν τότε, ανακάλυψαν εντελώς τυχαία τα περί αγοραπωλησίας του σπιτιού και συνειδητοποίησαν το σκοτεινό μέλλον του σχολείου των παιδιών τους. Αμέσως άρχισαν να κυνηγούν κάθε δυνατότητα εξεύρεσης κεφαλαίων. Το δάνειο από τράπεζα ήταν η πρώτη σκέψη. Τα πράγματα όμως δεν ήταν τόσο απλά. Χρειαζόταν και η σύμφωνη γνώμη των ιδιοκτητών, που δεν συμφωνούσαν μεταξύ τους. Και ο χρόνος κυλούσε. Ύστερα από πολλούς μήνες η σθεναρή αντίσταση της ιδιοκτησίας λύγισε μετά από σύμφωνη γνώμη και της Εταιρείας Ντίκενς. Η τιμή θα ήταν 500.000 λίρες, υπό τον όρο, βέβαια, ότι ένα μέλος από τους ιδιοκτήτες και ένας εκπρόσωπος της Εταιρείας Ντίκενς, ο δισέγγονος του συγγραφέα, θα γίνονταν μέλη της διοίκησης του σχολείου. Στη συμφωνία η Εταιρεία Ντίκενς έθεσε ακόμα έναν όρο: την ανακαίνιση και τον σεβασμό των δωματίων του Ντίκενς καθ’ όλο το διάστημα των σχολικών διακοπών. Και το Σχολείο άρχισε να λειτουργεί το 1990 με τη νέα διοίκηση. Ένας άλλος δισέγγονος του Ντίκενς, ο Σέντρικ Ντίκενς, έκανε τότε την ακόλουθη δήλωση: «Πιστεύω ότι ο προπάππους μου θα ήταν ευτυχισμένος αν έβλεπε το σπίτι να είναι σήμερα ένα καλό σχολείο». Ελπίζω ότι το σπίτι-σχολείο του Ντίκενς να λειτουργεί ακόμα και να μην έχει μπει σε νέες περιπέτειες επιβίωσης.
————————–